Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών δεν αναμένει εξελίξεις που να οδηγούν σε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Αντίθετα υπάρχουν ανησυχίες ότι θα ασκηθούν σοβαρές πιέσεις για κλείσιμο του Κυπριακού στη βάση του υφιστάμενου πλαισίου διαπραγμάτευσης. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Μπορεί οι διαπραγματεύσεις στον Μοντ Πελεράν να κατέρρευσαν εξ αιτίας της επιμονής της Τουρκίας για τα θέματα εγγυήσεων και των στρατευμάτων αλλά δεν μας διαφεύγει ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα και στα άλλα σοβαρά ζητήματα: διακυβέρνηση, εδαφικό, προσφυγικό, περιουσιακό, οικονομία και έποικοι.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης κατανοώντας τις δυσκολίες αυτές κατέθεσε ως εισήγηση την προοπτική μιας χαλαρής ομοσπονδίας. Για τη θέση του αυτή ο Πρόεδρος κατηγορήθηκε ότι κατ’ ουσίαν προκρίνει συνομοσπονδία ή ακόμα και λύση δύο κρατών. Ούτως ή άλλως ακόμα και η χαλαρή ομοσπονδία εμπίπτει μέσα στο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Το πρόβλημα για τη λειτουργία του κράτους θα υφίσταται, είτε η συμφωνία θα προβλέπει ισχυρή είτε χαλαρή διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, ενόσω η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν θα δρα ανεξάρτητα από την Άγκυρα. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να αναλογισθούμε τις συνέπειες του συνεχιζόμενου εποικισμού καθώς οι Τουρκοκύπριοι ήδη αποτελούν μειοψηφία στην κατεχόμενη Κύπρο.
Αξιοσημείωτες είναι και οι θέσεις του λεγόμενου «Υπουργού Εξωτερικών» Κουτρέτ Οζερσάι και του τέως Τουρκοκύπριου ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ – ότι «δεν αποδέχονται τη χαλαρή ομοσπονδία». Θα ήταν ευχής έργον εάν η έγνοια της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ήταν πράγματι μια ανεξάρτητη ομοσπονδιακή Κύπρος. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων θεωρεί, και όχι άδικα, ότι η τουρκοκυπριακή ηγεσία προσφέρει οικειοθελώς τις υπηρεσίες της στην Τουρκία προκειμένου να επιβάλει την επικυριαρχία της σε ολόκληρη την Κύπρο.
Είναι προφανές ότι η φιλοσοφία της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως έχει εξελιχθεί είναι επικίνδυνη τόσο για τον Κυπριακό Ελληνισμό όσο και για την Κυπριακή Δημοκρατία. Στη σημερινή συγκυρία ενώ καταβάλλονται προσπάθειες επανέναρξης των συνομιλιών πάνω στην ίδια βάση περιπλέκονται και τα ενεργειακά ζητήματα. Στην πρόσφατη έκθεση του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ ανάφερε ότι τυχόν ερευνητικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο είναι δυνατό να δημιουργήσουν επιπλοκές στις προσπάθειες επανέναρξης των διακοινοτικών συνομιλιών για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού.
Τα ενεργειακά ζητήματα έχουν διασυνδεθεί με το Κυπριακό προ πολλού. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Τουρκία αμφισβητεί το μέγεθος της Κυπριακής ΑΟΖ και επιπρόσθετα απαιτεί την κοινή εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου με τους Τουρκοκύπριους στα τεμάχια της Κυπριακής Δημοκρατίας που δεν αμφισβητεί. Είναι εκπληκτικό το ότι τόσο η Τουρκία όσο και η τουρκοκυπριακή ηγεσία διεκδικούν κατά το δοκούν τα δικαιώματα που πηγάζουν από την Κυπριακή Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1960 ενώ ταυτόχρονα αγνοούν τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το ίδιο Σύνταγμα. Ενώ η Άγκυρα κατέκτησε διά της βίας το 37% της Κύπρου, δημιούργησε πάνω στην κλεμμένη γη των Ελληνοκυπρίων την «ΤΔΒΚ» και θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως εκλιπούσα, διεκδικεί δικαιώματα που πηγάζουν από αυτή. Αλλά και η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν διαφοροποιείται από την Άγκυρα. Παρακολουθώντας τους περισσότερους Τουρκοκύπριους αξιωματούχους εύλογα δημιουργείται η εντύπωση ότι λειτουργούν ως ενδολόχοι της Τουρκίας στην Κύπρο.
Οι συνεργασίες που η Κύπρος και η Ελλάδα έχουν δημιουργήσει στην Ανατολική Μεσόγειο με τη συμμετοχή του Ισραήλ και της Αιγύπτου αποτελούν θετικές εξελίξεις. Δεν συνιστούν όμως στρατιωτικές συνεργασίες οι οποίες να εξισορροπούν την τουρκική στρατιωτική ισχύ. Από την πλευρά της η Τουρκία διακηρύττει ότι θα προασπίσει τα συμφέροντά της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ενώ επίσης χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης βίας για να εφαρμόσει την πολιτική της. Εξ ορισμού δεν μπορούν να αγνοηθούν οι τουρκικές κινήσεις και προειδοποιήσεις.
Η ουσία είναι να υπάρξει μια ολοκληρωμένη πολιτική η οποία θα αποτρέψει δυσάρεστες εκπλήξεις τόσο στο Κυπριακό όσο και στα ενεργειακά ζητήματα. Απαιτούνται, μεταξύ άλλων, ένα πειστικό αφήγημα, ευρύτερες συνεργασίες, ακόμα και συνεργασία με την Τουρκία στα πλαίσια όμως της ομαλοποίησης των σχέσεων της με την Κυπριακή Δημοκρατία και του σεβασμού της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής της ακεραιότητας.
* Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.