Toυ Ανδρέας Θεοφάνους*
Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της πρόσφερε το προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας της 15ηςΙουλίου, διακήρυξε ότι «στόχος της ειρηνευτικής επιχείρησης είναι η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Μετά τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στις 22 Ιουλίου, ο επικεφαλής της πραξικοπηματικής κυβέρνησης Ν. Σαμψών παραιτήθηκε και καθήκοντα Προεδρεύοντος της χώρας ανέλαβε ο Γ. Κληρίδης. Μια από τις πρώτες κινήσεις του Γ. Κληρίδη ήταν να συναντήσει τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ρ. Ντενκτάς και να εισηγηθεί την επιστροφή στο Σύνταγμα Ζυρίχης – Λονδίνου. Μετά από συνεννόηση με την Άγκυρα ο Ρ. Ντενκτάς απάντησε με τη φράση «είναι πλέον αργά». Το τι ακολούθησε είναι γνωστό: συνεχείς παραβιάσεις της συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός με την παράλληλη κατάληψη εδαφών, αποτυχία της διάσκεψης της Γενεύης και η επιχείρηση Αττίλας ΙΙ στις 14-16 Αυγούστου, δια της οποίας δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η στάση της Τουρκίας στην Κύπρο παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την αντίστοιχη πρακτική της Ναζιστικής Γερμανίας έναντι της Τσεχοσλοβακίας λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έκτοτε και παρά τις οδυνηρές παραχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς όχι μόνο δεν υπήρξε επίλυση του Κυπριακού αλλά και τα κατοχικά δεδομένα εμβαθύνονται. Επιπρόσθετα, η τουρκική πλευρά εξακολουθεί να επιδιώκει τον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από ένα τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα στο οποίο όλες οι σημαντικές αποφάσεις θα απαιτούν διπλές πλειοψηφίες. Απαιτεί επίσης τη νομιμοποίηση του εποικισμού ενώ ταυτόχρονα θεωρεί ως αναπόσπαστο μέρος του διαπραγματευτικού κεκτημένου τη διζωνικότητα και την πολιτική ισότητα. Παραδόξως, είναι ο τουρκικός μαξιμαλισμός που απέτρεψε μια τέτοια ολέθρια διευθέτηση καθώς υπάρχει η εμμονή για συνέχιση των εγγυήσεων και της παραμονής στρατευμάτων και μετά από τη λύση.
Ούτως ή άλλως όλα αυτά τα χρόνια οι δύο πλευρές στην Κύπρο έζησαν ξεχωριστά με διαφορετικές παραστάσεις και αντιλήψεις. Το κυρίαρχο τούρκικο αφήγημα υποστηρίζει ότι «η τουρκική επέμβαση αποκατάστησε τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ενώ παράλληλα έφερε την ειρήνη στο νησί». Επιπρόσθετα, τονίζει ότι «η λύση του Κυπριακού δεν κατέστη δυνατή ως αποτέλεσμα του ελληνοκυπριακού μαξιμαλισμού που δεν αποδέχεται την πολιτική ισότητα και τον ισότιμο καταμερισμό της εξουσίας, του πλούτου και των ωφελημάτων της ΕΕ».
Δυστυχώς η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ένα ολοκληρωμένο αφήγημα. Άλλωστε μεταξύ των Ελληνοκυπρίων υπάρχουν διάφορα αφηγήματα. Αυτό εν πολλοίς είναι αποτέλεσμα αφ’ ενός της απουσίας επαρκούς ιστορικής αυτογνωσίας και αφ’ ετέρου ιδεολογικών αγκυλώσεων, ευσεβοποθισμού και στρουθοκαμηλισμού. Η απουσία ενός ολοκληρωμένου αφηγήματος επηρέασε αρνητικά και την πολιτική που ακολουθήθηκε όλα αυτά τα χρόνια στο Κυπριακό με τη σταδιακή αλλά σταθερή προσέγγιση των ελληνοκυπριακών θέσεων προς τις τουρκικές. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι εν πολλοίς το διαπραγματευτικό κεκτημένο παραπέμπει στη νομιμοποίηση των κατοχικών δεδομένων. Πολύ χειρότερο είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση μιας τέτοιας διευθέτησης τα δεδομένα θα επιδεινωθούν για τους Ελληνοκυπρίους.
Αυτό είναι το γενικότερο πλαίσιο μέσα από το οποίο προέκυψε και το «γλωσσάρι», του οποίου η φιλοσοφία αντικατοπτρίζει ένα συγκεκριμένο αφήγημα που παραπέμπει στη νομιμοποίηση της υφιστάμενης κατάστασης. Για παράδειγμα, η εισήγηση για χρησιμοποίηση του όρου «Τουρκοκυπριακή διοίκηση» αντί του όρου κατοχικό καθεστώς δεν είναι τόσο αθώα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι αποκαλούν την Κυπριακή Δημοκρατία «Ελληνοκυπριακή διοίκηση». Οι όροι αυτοί παραπέμπουν στην εξίσωση «των δύο πλευρών».
Το διακύβευμα είναι τεράστιο. Είναι σημαντικό ότι στα πλαίσια μιας μελλοντικής διευθέτησης η γλώσσα και η ρητορική να μην δημιουργούν εντάσεις. Αντίθετα θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία. Για ένα τέτοιο αποτέλεσμα όμως η λύση δεν πρέπει να θεωρείται ως επιβολή / diktatαλλά να είναι προϊόν ενός έντιμου συμβιβασμού. Όπως οι Ελληνοκύπριοι πρέπει να κατανοήσουν ότι η λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να στηρίζεται στην προ του 1974 εποχή, η οποία βασιζόταν στο Δίκαιο της Ανάγκης, έτσι και οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι είναι αδιανόητο η λύση να στηριχθεί σε κατοχικά δεδομένα και όρους. Πάνω απ’ όλα θα πρέπει η Τουρκία να αναγνωρίσει το δικαίωμα ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι σημαντικό να αξιοποιηθεί η περίοδος αυτή για περισυλλογή καθώς και για τον καταρτισμό μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει επιτέλους να υπάρξει και ένα αφήγημα εφ’ όλης της ύλης το οποίο πέρα από την ιστορική του διάσταση να χαράξει και τη μελλοντική πορεία…
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.