Η αρχαίων Ελλήνων διατροφή χάριζε μακροζωία

Μπορεί να πέρασαν αιώνες  αλλά στο διαιτολόγιο των Μεσογειακών χωρων και κυρίως των περιοχών όπου ζουν Ελληνες εδώ και μερικές χιλιετίες εξακολουθούν να υπάρχουν στο τραπέζι μέχρι σήμερα αρκετές τροφες που προτιμούσαν οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι. Ομως  το ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι πιπεριές, οι μπάμιες και, φυσικά, οι πατάτες,  δεν υπήρχαν καθότι είναι τροφές που εισήχθηκαν μετά την ανακάλυψη της Αμερικής και τις διατροφικές συνήθειες των  ιθαγεών της Λατινικής Αμερικής.2167

Ομως, ελιές, σύκα, κρασί παστά ψάρια, χόρτα, σαλιγκάρια  ή μαριναρισμένα κρέατα   ήταν μεταξύ αυτών  που προτιμούσαν και μέχρι σήμερα και οι σύγχρονοι Ελληνες τα καταναλώνουν .

Το πρωινό των Αθηναίων ήταν λιτό. Περιελάμβανε το «ακράτισμα» που ήταν συνήθως λίγο κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί, το λεγόμενο άκρατο οίνο. Μερικές φορές στο πρώτο αυτό γεύμα πρόσθεταν ελιές και σύκα. Πιο συχνά, όμως, το πρωινό ήταν απλά μια κούπα από «κυκεώνα», δηλαδή ένα ρόφημα από βρασμένο κριθάρι αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, για το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι Αθηναίοι ελάμβαναν ακόμη τρία γεύματα: Το μεσημεριανό τους (το άριστον), το απογευματινό τους (δειλινό) και το δείπνο, το οποίο ήταν και το κύριο γεύμα της ημέρας και το ελάμβαναν αφού έπεφτε ο ήλιος. Ήταν πλούσιο και πολλές φορές τελείωνε με τραγήματα (επιδόρπια), φρούτα φρέσκα ή ξηρά, κυρίως σύκα, καρύδια, σταφύλια ή γλυκά με μέλι. Το προϊόντα που έβαζαν στο τραπέζι τους Το κρέας βρισκόταν _συχνά στο μενού τους. Έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στο χοιρινό και στο μοσχάρι, ενώ σπανιότερα έτρωγαν κατσίκι και αρνί, ενώ έτρωγαν και κυνήγι και κυρίως τσίχλες, ορτύκια και ελάφια. Μάλιστα, για να είναι μαλακά τα κρέατα έκαναν ότι και εμείς σήμερα δηλαδή τα μαρίναραν, κυρίως με χορταρικά. Οι Αθηναίοι είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα, ενώ από τα ψάρια φέρονται να προτιμούσαν τις τσιπούρες, τα μπαρμπούνια, τις σαρδέλες και τα χέλια, ενώ θέση στο τραπέζι τους είχαν και τα παστά ψάρια. Στο μενού τους θέση είχαν και τα όσπρια, όπως τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια (ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά σε πουρέ (έτνος). Όπως αναφέρεται στο eumathein το εκλεκτό έδεσμα για τους αρχαίους ήταν τα σαλιγκάρια, τα οποία οι Κρητικοί έτρωγαν από την εποχή του Μίνωα. Ιδιαίτερη ζήτηση είχαν και τα λαχανικά, τα οποία οι Αθηναίοι καλλιεργούσαν στους κήπους τους. Προτιμούσαν τους βολβούς, τα μαρούλια, τον αρακά, τις αγκινάρες, τα βλίτα, το σέλινο, τον άνηθο και το δυόσμο. Άλλα χορταρικά, όπως τα μανιτάρια, το μάραθο, τα σπαράγγια, ακόμα και τις τρυφερές τσουκνίδες, τα αναζητούσαν στις ακροποταμιές και στα χωράφια. Από τα πιο αγαπημένα προϊόντα των αρχαίων ήταν τα αγγούρια και τα σύκα.

 

Καλοφαγάδες αλλά με μέτρο

«Οι τροφές των αρχαίων», γράφει ο Σαρλ Πικάρ στο βιβλίο του με θέμα τη ζωή στην κλασική Ελλάδα, «σκοπό είχαν να ερεθίσουν και όχι να βαρύνουν το στομάχι, γι’ αυτό άλλωστε ήταν πλούσιες σε καρυκεύματα και αρωματικά βότανα».
Γεγονός είναι ότι στα συμπόσια των αρχαίων τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρρεε άφθονο, νερωμένο με γλυκό ή θαλασσινό νερό και αρωματισμένο με δενδρολίβανο ή μέλι.
Την εποχή του Περικλή (5ος αιώνας π.Χ.), οι καλεσμένοι σ’ ένα πλούσιο δείπνο θα απολάμβαναν ένα ενδιαφέρον και χορταστικό μενού: λαγό μαγειρεμένο με μέντα και θυμάρι, ψητές τσίχλες ή σπίνους διατηρημένους σε ευωδιαστό λάδι, αρνάκι ή γουρουνόπουλο σούβλας ποτισμένο με «θυλήματα» (χοντροαλεσμένο αλεύρι ραντισμένο με κρασί και λάδι, με το οποίο έσβηναν το κρέας καθώς ψηνόταν), γλυκίσματα από ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι πασπαλισμένα με μελωμένο κρασί και σουσάμι, αλμυρά τσουρέκια, ψητά ορτύκια, τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, κρασί από τη Χίο και τη Λέσβο, σταφύλια από τη Μένδη της Παλλήνης, χέλια και ψάρια από τη λίμνη Κωπαΐδα, θαλασσινά από την Εύβοια, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, βραστούς βολβούς, που ευνοούν τη σεξουαλική διάθεση, ραπανάκια για να περνά η μέθη και, βέβαια, τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα καρυκεύματα
Μπορεί οι Αθηναίοι να ήταν καλοφαγάδες, ήταν όμως κατά κανόνα λιτοδίαιτοι.
Όπως το διατύπωναν τότε, ήταν «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες», γι’ αυτό και υπήρχε η έκφραση «Αττικηρώς ζην».

Με το ψάρι ίσχυε ό,τι και στις μέρες μας.
Οι Αθηναίοι είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα.
Οι τσιπούρες και τα μπαρμπούνια στόλιζαν συχνά τα τραπέζια των πλουσίων, ενώ οι σαρδέλες του Φαλήρου ήταν το συνηθισμένο πιάτο των φτωχότερων.
Η τιμή της σαρδέλας, μάλιστα, λειτουργούσε ως βαρόμετρο για την αγορά τροφίμων της Αθήνας.
Μεγάλη ζήτηση είχαν και τα παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, και φυσικά τα φημισμένα χέλια της Κωπαΐδας, που ήταν πανάκριβος μεζές αφού το καθένα απ’ αυτά στοίχιζε όσο ένα γουρουνόπουλο

Οι σαλάτες τους γίνονταν πάντα από υλικά που είχαν θεραπευτικές ιδιότητες και τα οποία ποτέ δεν έβραζαν για να μη χάσουν τις βιταμίνες τους.
Οι αρχαίοι συνήθιζαν να παίρνουν λάδι για τις σαλάτες τους από άγουρες ελιές.
Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας.

Τους άρεσαν επίσης τα αλλαντικά και τα όσπρια.
Έτρωγαν φασόλια, φακές, ρεβίθια (ψημένα), μπιζέλια και κουκιά σε πουρέ (έτνος).
Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια περιλαμβάνονταν στο καθημερινό μενού.
Εκλεκτό έδεσμα για τους αρχαίους ήταν τα σαλιγκάρια, τα οποία οι Κρητικοί έτρωγαν από την εποχή του Μίνωα.
Σκεύη και «δειπνολόγοι»65029-kjn
Οι αρχαίοι Έλληνες σπάνια χρησιμοποιούσαν στα τραπέζια τους μαχαίρια και πιρούνια.
Όταν οι τροφές ήταν υδαρείς, χρησιμοποιούσαν κουτάλια που τα ονόμαζαν “μόστρα” ή «γλώσσα».
Χρήση κουταλιού μπορούσε να έχει κι ένα κομμάτι από κόρα ψωμιού, που το έλεγαν «μυστίλλη». Συνήθως οι αρχαίοι έπαιρναν τα φαγητά με τα δάχτυλα, τα οποία αργότερα καθάριζαν με μια ειδική ζύμη ή ψίχα ψωμιού, αφού δε χρησιμοποιούσαν πετσέτες.
Το νερό, το κρασί, όπως και τον κυκεώνα τα έπιναν σε κύλικες (κύπελλα), που συνήθως ήταν πήλινα. Συχνά χρησιμοποιούσαν ξύλινα ή και μεταλλικά κύπελλα, ενώ στα πλούσια συμπόσια μπορούσε κάποιος να δει ασημένια ή και χρυσά κύπελλα.
Τα πιάτα φαγητού τα ονόμαζαν πινάκια και τα μικρότερα πιάτα «βατάνια».
Τα φαγητά τα μαγείρευαν οι γυναίκες με τη βοήθεια των δούλων σε ειδικούς χώρους, αποκλειστικά στις αυλές και στον κήπο.
Πουθενά στα κείμενα που διασώθηκαν δεν αναφέρεται αντίστοιχος χώρος με τη σημερινή κουζίνα.
Οι πρώτοι επαγγελματίες μάγειροι, όπως και οι ζαχαροπλάστες, εμφανίζονται κατά τον 4ο αιώνα π.Χ..
Ο Πλάτωνας αναφέρεται στο ζαχαροπλάστη Θεαρίωνα, όμως ο μάγειρας που απέκτησε τη μεγαλύτερη φήμη και ονομάστηκε «δειπνολόγος» ήταν ο Αρχέστρατος, από τη Γέλα της Κάτω Ιταλίας.
Περίφημος μάγειρος ήταν και ο Μίθαικος, τον οποίο μνημονεύει ο Πλάτωνας στον Γοργία, και ήταν εκείνος που έγραψε τη Σικελική Οψοποιία, συνταγές με βάση το σικελικό διαιτολόγιο.
Όσοι Αθηναίοι ήθελαν να διοργανώσουν μια γιορτή ή ένα συμπόσιο έβρισκαν τους μαγείρους στην αγορά.
Αλλά και οι ίδιοι οι μάγειροι συχνά περνούσαν έξω από τα πλούσια σπίτια διαλαλώντας την τέχνη τους, έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Ταβέρνες και εστιατόρια δεν αναφέρονται ιδιαίτερα, ιδίως στην κλασική εποχή.
Όμως μετά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πόλεις άρχισαν ν’ αποκτούν στέκια και οι πολίτες δε συγκεντρώνονταν πια αποκλειστικά στην αγορά.