Αντιμετωπίζοντας την Τουρκία: με επιστρατευμένες θεωρίες ή με ορθολογισμό

Του Κώστα Μαυρίδη*

Οι Διεθνείς Συνθήκες ορίζουν τα σύνορα των κρατών με την κυριαρχία τους και κατ΄επέκταση τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, ενώ η  αμφισβήτηση των Συνθηκών ισοδυναμεί με παρανομία. Έτσι, το 1974 η Τουρκία εισέβαλε και έκτοτε κατέχει παράνομα έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, έτσι και οι σημερινές επιδιώξεις της Τουρκίας για ανατροπή της Συνθήκης της Λωζάνης (1923) στο Αιγαίο καθώς και οι επεμβάσεις της στην Αν. Μεσόγειο είναι παράνομες. Απέναντι στις τουρκικές παρανομίες, Ελλάδα και Κύπρος έχουν την πολιτική στήριξη της ΕΕ και άλλων δυνάμεων, αλλά η πρώτιστη ευθύνη για αντιμετώπιση της τουρκικής επεκτατικότητας και παρανομίας είναι δική μας και πρέπει να εδράζεται στον ορθολογισμό της αποτροπής.

Για χρόνια, κάθε αποστασιοποίηση Ελλάδας και Κύπρου από τις δυτικές δομές, αντισταθμιζόταν από την Τουρκία με επιβράβευσή της στο πολλαπλάσιο, αλλά δεδομένης της παρούσας αντιπαράθεσης Ερντογάν με τη Δύση και την ΕΕ, το ζητούμενο για εμάς είναι η μετατροπή αυτής της αντιπαράθεσης σε δυσμένεια και ρήξη. Τις τελευταίες μέρες, τέσσερα ΜΜΕ παγκόσμιας εμβέλειας («Economist», «The National Interest», «Times» και «BBC»), σε αναλύσεις τους περιλαμβάνουν το κοινό συμπέρασμα ότι αυτή η Τουρκία με το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την ΕΕ και αμφισβητείται η θέση της στο δυτικό στρατόπεδο. Πώς όμως ενεργούν Αθήνα και Λευκωσία, σε αυτή τη γεωπολιτική αντιπαλότητα των μεγάλων δυνάμεων και τη δυνατότητα αξιόπιστων συμμαχιών; 

Επιστρατευμένα εγχώρια κέντρα, κάποια με έξωθεν χρηματοδότηση (π.χ. ΕΛΙΑΜΕΠ),  πολιτικοί και άλλοι με απεριόριστη προβολή σε ΜΜΕ, επιμένουν στην ίδια αποτυχημένη πολιτική του κατευνασμού, προσκολλημένοι στο δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος», καταλήγοντας έτσι στις … συνεχείς παραχωρήσεις μέσω του «διαλόγου» που η Τουρκία για δεκαετίες επιζητεί μετατρέποντας τις παρανομίες της σε «διμερείς διαφορές». Εξού, η Αθήνα δεν έχει ασκήσει νόμιμα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο, επειδή η Τουρκία διατηρεί απειλή πολέμου («casus beli») σε τέτοια περίπτωση, ούτε στη θαλάσσια περιοχή νοτίως κι ανατολικά της Κρήτης, ούτε έχει οριοθετήσει ΑΟΖ με την Κύπρο,  ενώ ταυτοχρόνως η Τουρκία έχει επέμβει με το παράνομο Τουρκολυβικό μνημόνιο  στην Αν. Μεσόγειο. Στην κατρακύλα δεκαετιών προστέθηκε και το πλέον πρόσφατο: Η Αθήνα δεν έχει υποβάλει τον «Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό», τον οποίον έχει υποχρέωση να καταθέσει στην ΕΕ (η προθεσμία έληξε το 2021), όπως έπραξε η Κύπρος. Αυτά είναι τα αποτελέσματα μιας εμμονικής πολιτικής, η οποία έχει ηθικά κι αντικειμενικά πτωχεύσει εκ του αποτελέσματος, αφού δεν στηρίζεται στον ορθολογισμό. Εν μέσω αυτής της κατάστασης, με τον Ερντογάν να ζητεί δύο κράτη στην Κύπρο και στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της περιοχής, η Αθήνα προχώρησε πριν ένα μήνα σε «Διακήρυξη Φιλίας» με την Τουρκία, που οι εγχώριοι επιστρατευμένοι χειροκρότησαν. Τα ίδια είχαμε και με τη  «Δήλωση της Μαδρίτης» (1997) μετά τα Ίμια, στην παρουσία Σημίτη-Ντεμιρέλ με πολλές φανφάρες,  που όμως δεν ανέκοψαν τον τουρκικό επεκτατισμό αλλά οδήγησαν σε … αναβάθμισή του. 

Σήμερα, στην πλέον ευνοϊκή συγκυρία, με τον Ερντογάν «γωνιασμένο» οικονομικά και γεωπολιτικά, όπως αναλυτές εξωτερικού τεκμηριώνουν, η «Διακήρυξη Φιλίας» εξυπηρετεί τον Ερντογάν, ο οποίος επιδιώκει συγκεκριμένα «δώρα» και … θετική ατζέντα, αποσοβώντας την κρίση με τη Δύση. Κι εμείς,  αντί για φιλία έχουμε «διάλογο» με τον τουρκικό επεκτατισμό και περαιτέρω αποστασιοποίηση από τον ορθολογισμό!

*Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο