2000-2022: Οι τρεις σταθμοί της κρίσης και το εκκρεμές της αμφισβήτησης

Και τώρα μπαίνουμε σε ένα ακόμα πιο βαθύ κεφάλαιο αυτής της κρίσης με τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, που έδωσε άλλωστε μερικά πρώτα πολιτικά αποτελέσματα.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

konstantakopoulos-header-blueΣτο προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στις βαθύτερες αιτίες για την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη με case study τη Γαλλία, η οποία αποτέλεσε και αποτελεί το καλύτερο πολιτικό εργαστήρι της γηραιάς ηπείρου. Σήμερα η Γαλλία της πανδημίας, των Κίτρινων Γιλέκων και της Ουκρανίας προσήλθε στις κάλπες για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών με τη Μαρίν Λεπέν της άκρας δεξιάς να φλερτάρει με μια νίκη περισσότερο από ποτέ.

Η κρίση του δυτικού καπιταλισμού δεν συνέβη εν μία νυκτί. Έχει παρελθόν. Αρχικά εκδηλώθηκε ως κρίση αντιπροσώπευσης των λαϊκών στρωμάτων στην πολιτική υπερδομή. Καθώς ο νεοφιλελευθερισμός προχωρούσε αφαιρούσε από την πολιτική, δηλαδή από τους ανθρώπους, οποιαδήποτε επιρροή στην οικονομία και την κοινωνία. Τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς άρχισαν να μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό στις πιο κεντρικές επιλογές οικονομικής πολιτικής. Οι αποφάσεις των κυβερνώντων ήταν συστηματικά αντίθετες και προς τις προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων και προς τις επιθυμίες των λαών. Σε όλα σχεδόν τα δημοψηφίσματα που προκηρύχθηκαν στην Ευρώπη τις δύο τελευταίες δεκαετίας, από την Κύπρο το 2004 και τη Γαλλία το 2005, έως την Ελλάδα το 2015 και τη Βρετανία το 2016, οι λαοί εκδήλωσαν την κατηγορηματική αντίθεσή τους προς τις κεντρικές επιλογές όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών πολιτικών (και «επικοινωνιακών») ελίτ που τους κυβερνούν δι’ εναλλασσόμενων εκπροσώπων στην εξουσία.

Στην Ευρώπη, επιβαρυντικός παράγοντας ήταν η ολοκληρωτική δομή της συνθήκης του Μάαστριχτ, που αφήρεσε μεγάλο μέρος της κυριαρχίας από το εθνικό επίπεδο, όπου υπάρχει ακόμα μια έστω περιορισμένη δυνατότητα επιρροής των λαών. Η κυριαρχία αυτή δεν μεταφέρθηκε σε ένα δημοκρατικά συγκροτημένο υπερεθνικό επίπεδο, αλλά σε τεχνοκρατικούς θεσμούς, που ελέγχονται από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και το ΝΑΤΟ και οφείλουν να λειτουργούν, από τις ίδιες τις προβλέψεις του Μάαστριχτ, «απελευθερώνοντας» διαρκώς τις αγορές (δηλαδή διευρύνοντας την κυριαρχία του κεφαλαίου), διευρύνοντας διαρκώς την Ένωση (που είναι το εξωτερικό συμπλήρωμα της εσωτερικής «απελευθέρωσης») και εφαρμόζοντας μια μόνιμη αντιπληθωριστική πολιτική, δηλαδή εγγυώμενα την αξία του κεφαλαίου των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2005, οι εκλογείς δύο από τα ιδρυτικά κράτη της ΕΟΚ και εν συνεχεία της ΕΕ, οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί, αποδοκίμασαν μαζικά το όλο αυτό οικοδόμημα του «ευρωφιλελευθερισμού», καταψηφίζοντας μαζικά το σχέδιο της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης.

Όμως, το 2008, η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, που εξελίχθηκε εν συνεχεία σε κρίση χρέους της ΕΕ, κρίση της ΕΕ και επίθεση κατά της Ελλάδας και, σε μικρότερο βαθμό, της μισής και πιο φτωχής Ευρώπης, περιλαμβανομένων και κοινωνιών όπως η γαλλική, η βελγική ή η βρετανική, προκάλεσε πολύ βαθύτερους συγκλονισμούς, αλλά και την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ.

Και όπως ήδη αναφέραμε, τώρα μπαίνουμε σε ένα ακόμα πιο βαθύ κεφάλαιο αυτής της κρίσης με τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, που έδωσε άλλωστε μερικά πρώτα πολιτικά αποτελέσματα, ευνοώντας τον θρίαμβο του Όρμπαν στην Ουγγαρία και την εκλογή Βούτσιτς στη Σερβία.

Το εκκρεμές από την Αριστερά στη Δεξιά και τούμπαλιν

Η κρίση που περιγράψαμε οδήγησε σε μαζική αναζήτηση εναλλακτικών, είτε προς την αριστερά, είτε προς τη δεξιά. Στη Γαλλία, η λεγόμενη «ριζοσπαστική αριστερά» (τέτοιοι όροι έχουν όλο και μικρότερη σχέση με την πραγματικότητα), μαζί με την αριστερά των Σοσιαλιστών, και μόνο πιεζόμενη από τη λαϊκή της βάση, ηγεμόνευσε στο «Μέτωπο του Όχι» το 2005. Εν συνεχεία όμως προτίμησε να μην απαντήσει στο αίτημα διαμόρφωσης μιας πολιτικής εναλλακτικής, αποφεύγοντας με διάφορους τρόπους το «ποτήριον τούτο».

«Ψηφίσαμε Όχι στο δημοψήφισμα και τώρα έχουμε έξι υποψήφιους του Ναι», μου είπε ένας ταξιτζής στο Παρίσι στις προεδρικές του 2007 και διερωτήθηκε «θέλουν να κερδίσουν ή θέλουν να χάσουν αυτοί οι άνθρωποι;» (εννοώντας τους πολιτικούς του Όχι).

Τις εκλογές του 2007 τις κέρδισε ο εκπρόσωπος μιας «ριζοσπαστικής δεξιάς», ο Σαρκοζί, που παρέστησε τον γκωλικό, για να προδώσει καλύτερα τον στρατηγό, επαναφέροντας τη Γαλλία στο ΝΑΤΟ και ισοπεδώνοντας τη Λιβύη. Όσο για την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη που απέρριψαν οι Γάλλοι, επανέφερε τις διατάξεις της με τη συνθήκη της Λισσαβόνας που δεν μπήκε σε δημοψήφισμα.

Τη δεξιά απάτη διαδέχθηκε η «σοσιαλιστική». Εκλεγόμενος διακηρύσσοντας ότι κύριος εχθρός του είναι η Αυτοκρατορία του Χρήματος, ο Φρανσουά Ολάντ διόρισε τον τραπεζίτη των Ρότσιλντ Μακρόν υπουργό Οικονομίας κι αυτός του έκλεψε τη θέση και του διέλυσε το κόμμα.

Δεύτερος κύκλος του εκκρεμούς

Η δεκαετία του 2010 σφραγίστηκε αρχικά από μια μεγάλη ζήτηση ριζοσπαστικής αριστεράς. Occupy Wall Street στις ΗΠΑ, Αγανακτισμένοι, ΣΥΡΙΖΑ και Ποδέμος στην Ελλάδα και την Ισπανία, Κόρμπιν στη Βρετανία, Μελανσόν στη Γαλλία, άνοδος του Λίνκε στη Γερμανία, Σάντερς στις ΗΠΑ, η σχεδόν επαναστατική κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία, με βασικά αιτήματα τον δημοκρατικό έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και την στήριξη του εισοδήματος των φτωχότερων στρωμάτων.

Όλες όμως αυτές οι προσπάθειες ηττήθηκαν για διάφορους λόγους. Δεν θέλουμε να μειώσουμε τη σημασία τους, γιατί θα βρισκόμαστε σε πολύ χειρότερη κατάσταση αν δεν είχαν γίνει και γιατί συνιστούν πολύ σημαντικές εμπειρίες που μπορούν να βοηθήσουν μια μελλοντική προσπάθεια βαθιάς αλλαγής του δυτικού και του παγκόσμιου πολιτισμού, χωρίς την οποία η ανθρωπότητα είναι μεσοπρόθεσμα καταδικασμένη να σβήσει με εξαιρετικά οδυνηρούς τρόπους.

Στο περιβάλλον όμως της ήττας αυτών των εγχειρημάτων, με δεδομένη τη μεγάλη απομάκρυνση της λεγόμενης αριστεράς από τα αισθήματα και τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων και ορισμένα από τα βασικά θεμέλια αυτής της παράταξης από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, οπότε μπορούμε να πούμε ότι συγκροτείται, με δεδομένο επίσης ότι η κρίση δεν έπαυσε να υφίσταται, είναι πολύ φυσικό να εξακολουθήσει να παράγεται ζήτηση για διέξοδο και στο μέτρο που δεν μπορεί να βρει διέξοδο προς μια ριζοσπαστική αριστερή κατεύθυνση, την αναζητά προς τη ριζοσπαστική δεξιά, κατά τρόπο ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών ασφαλώς, γιατί υπάρχουν και πολλές διαφορές, με αυτό που συνέβη στη Δημοκρατία  της Βαϊμάρης.

Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν ο Τσίπρας υπέγραψε το Τρίτο Μνημόνιο το 2015, παρά την εντολή του ελληνικού λαού, η Λεπέν δήλωσε εντός τριών ωρών ότι ο Έλληνας πολιτικός «πρόδωσε», θέλοντας να πει «ελάτε εδώ, μην ελπίζετε πια στην αριστερά», ούτε είναι τυχαίο ότι ένα χρόνο αργότερα εμφανίστηκε ο Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Γαλλία, ιδίως μετά την αποτυχία των Κίτρινων Γιλέκων να επιβάλλουν τις επιδιώξεις τους, αλλά και να παράγουν ένα εθνικό και διεθνές πολιτικό υποκείμενο ικανό να οργανώσει και να συντηρήσει τον αγώνα τους, η ιδεολογική ατμόσφαιρα της χώρας μετατοπίστηκε μαζικά προς τη δεξιά και την άκρα δεξιά, κατά τρόπο που δεν έχει συμβεί από την εποχή του Πεταίν και του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Βέβαια παραμένει πάντα μια κοινωνική Γαλλία, που έχει αποδείξει ότι δεν θα δεχτεί εύκολα μια υπό «κοινωνικό», «εθνικιστικό» και «κρατικιστικό» μανδύα τον κρυμμένο νεοφιλελεύθερο πυρήνα που βρίσκει κανείς στο πρόγραμμα της κυρίας Λεπέν.

Παραμένει εξάλλου, έστω και συμπιεσμένη, η δύναμη μιας αριστεράς, που συσπειρώνεται κυρίως (αν και όχι μόνο) γύρω από τον Μελανσόν. Μοιάζει όμως να της λείπει μια συνεκτική στρατηγική, πέραν ορισμένων πολύ σημαντικών ιδεών για την κοινωνία και την οικολογία, αλλά και μιας ενστικτώδους τουλάχιστον αντίθεσης στον ατλαντικό εξτρεμισμό (τουλάχιστο στο μεγαλύτερο μέρος της) αλλά και οι διεθνείς συμμαχίες που απαιτούνται. Οι δυνάμεις της δεν θέλησαν να εργασθούν για την αναγκαία διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου, ελεγχόμενου και υπόλογου στη βάση του, ούτε τα διάφορα κόμματα και οργανώσεις της είναι πραγματικά συλλογικές και ουσιαστικά δημοκρατικές οργανώσεις. Αν εκλεγεί τελικά η Λεπέν, θα πιεσθούν πιθανώς από τη βάση τους να συνεργαστούν στις βουλευτικές εκλογές που έπονται.

Όσο για τη διαφοροποίηση της γαλλικής πολιτικής απέναντι στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, σε περίπτωση εκλογής της Λεπέν, ας μας επιτραπεί να κρατήσουμε μικρό καλάθι. Στις σημερινές συνθήκες, μόνο ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα, του είδους της παλιάς αριστεράς, θα μπορούσε να στηρίξει μια πραγματική ρήξη με το ΝΑΤΟ.

Η Γαλλίδα πολιτικός έχει ήδη κάνει, προ των εκλογών του 2017, τους υπόγειους «ιστορικούς συμβιβασμούς» που έπρεπε για να γίνει ανεκτή η υποψηφιότητά της με το βαθύ γαλλικό και ευρύτερο δυτικό κατεστημένο. Για το οποίο, όπως αποδεικνύεται από τη στήριξη του Γάλλου αρχι-ολιγάρχη των Media Μπαλορέ, προς την άκρα δεξιά, όπως και από τη στάση των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων, που χρειάστηκε να συνεδριάσουν δύο φορές τον Νοέμβριο του 2020, για να αποδεχθούν την ήττα του Τραμπ, εκτιμά πάντα ότι η άκρα δεξιά είναι η εφεδρική εναλλακτική του συστήματος.

Η κυρία Λεπέν εκπροσωπεί ένα ιστορικά βαθιά αντισημητικό ρεύμα, που εμφανίζεται όμως τώρα να τα έχει ξεχάσει όλα αυτά, αντικαθιστώντας τον παραδοσιακό ρόλο του αντισημιτισμού στην άκρα δεξιά, με την ισλαμοφοβία, όπως έκαναν και πολλά άλλα ρεύματα της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς.

Αν το μεγάλο δυτικό κατεστημένο τη θεωρούσε πραγματική απειλή θα την είχε ήδη «ξεσκίσει» με τις κατηγορίες για αντισημιτισμό, όπως έκανε με τον Τζέρεμι Κόρμπιν και, στο παρελθόν, με τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν και το κόμμα του.

Konstantakopoulos.gr