Σε εμπόδια “σκοντάφτει” η αναθέρμανση των σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας

Στη ρωσική πρωτεύουσα θα βρεθεί από το απόγευμα της Τρίτης ο Ελληνας  Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας έπειτα από επίσημες επισκέψεις σε Κύπρο, Ισραήλ και ΗΠΑ.

4810259

«Η επίσκεψη στη Μόσχα πραγματοποιείται για την αναθέρμανση των σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας μετά από το “πάγωμα” των σχέσεων από τον Ιούλιο του 2018», σημειώνει στο Sputnik o Διεθνολόγος Ανδρέας Ρισβάς.

Ο αναλυτής εξηγεί πως η προηγούμενη, αλλά και αυτή η κυβέρνηση χαλάρωσαν τους δεσμούς με τη Ρωσία:

«Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς είχε προβεί στην απέλαση Ρώσων διπλωματών για «παράνομες ενέργειες εντός ελληνικής επικράτειας». Εκτός αυτών, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών παρέμεναν στάσιμες λόγω της αυξανόμενης αμερικανικής επιρροής στην χώρα μας (Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας, αναγνώριση Χουάν Γκουαιδό ως μεταβατικού προέδρου της Βενεζουέλας, αναγνώριση αυτοκέφαλου Ουκρανικής Εκκλησίας). Παρολ’ αυτά, ο Νίκος Δένδιας επιθυμεί να εμβαθύνει τις παραδοσιακές σχέσεις της με τη Ρωσία».

Την ίδια στιγμή, τονίζει ότι τα διπλωματικά κανάλια επικοινωνίας είναι ανοιχτά:

«Ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, από την πλευρά του, υπογραμμίζει τη σημασία της εμπιστοσύνης και πιστεύει στις δυνατότητες ανοιχτού διαύλου επικοινωνίας των δύο χωρών. Δηλαδή, από τη μια πλευρά η Ελλάδα δηλώνει ότι “είναι φιλική προς τη Ρωσία και θα επιδιώξει να έχει μαζί της ειλικρινείς σχέσεις” και από την άλλη η Ρωσία επισημαίνει πως “η Μόσχα είναι έτοιμη να συνεργαστεί με οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση και ενδυνάμωση των ελληνορωσικών σχέσεων”. Επομένως, ο διπλωματικός δίαυλος είναι ανοιχτός».

Παράλληλα, αναφέρει ότι υπάρχει η πιθανότητα η Ελλάδα να γίνει παράγοντας ισορροπίας, ανάμεσα σε Μόσχα και Ουάσινγκτον.

«Πέρα αυτών βέβαια, το συγκεκριμένο εγχείρημα της κυβέρνησης πρέπει να εξεταστεί σφαιρικά. Είναι συνετό να παρατηρείται το δάσος, όχι μόνο το δέντρο. Αυτό σημαίνει πως εκτός της επίσκεψης, είναι άξια και σημαντικά για αναζήτηση θέματα που αφορούν στις -under the table- συζητήσεις: Τα διμερή θέματα που πρόκειται να συζητηθούν αφορούν πολιτικό διάλογο με κυβερνητικούς παράγοντες, οικονομικά/ενεργειακά/πολιτιστικά ζητήματα, καθώς και προοπτικές συνεργασίας σε αυτά.

Η Ελλάδα εισχωρεί με τη σειρά της στο δίπολο Ρωσίας και ΗΠΑ, διότι στις διμερείς συζητήσεις της επίσκεψης Δένδια, θα συζητηθούν και διεθνή ζητήματα και δη περί σχέσης Ρωσίας-NATO και Ρωσίας-ΕΕ. Όλα αυτά διαγράφουν δύο προοπτικές:

  • Πρώτον, ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει εξισορροποιητικός παράγοντας ανάμεσα σε Μόσχα και Ουάσινγκτον.
  • Δεύτερον, και πιο σημαντικό, είναι το εάν θέλει η Ελλάδα να εμπλακεί σε μια τέτοια διαδικασία. Βάσει της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, το θέλει. Και αυτό για να ενδυναμώσει το διεθνές κύρος της εναντίον της Τουρκίας. Όμως πρέπει να προσέξει, διότι η νέα βάση των ελληνορωσικών σχέσεων που επιχειρεί το ΥΠΕΞ περιέχει πολλά μελλοντικά θετικά αποτελέσματα, αλλά ελλοχεύει και κινδύνους. Με την τελευταία πρόταση ουσιαστικά εννοώ πως η ΝΔ πρέπει να προσέξει τις κινήσεις της εξωτερικής πολιτικής της. Δεν πρέπει να γίνει δηλαδή η Ελλάδα άθυρμα των δύο υπερδυνάμεων, αλλά πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, υπογράφοντας συμφωνίες που θα την καταστήσουν ως ενεργό παίχτη και όχι παθητικό- ανήμπορο στις “βλέψεις” των μεγάλων».

«Είναι δύσκολη η ανάπτυξη των σχέσεων»

Την άποψη ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αναπτύξει πολύπλευρες σχέσεις, με τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες δυνάμεις στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, στη βάση της ισοτιμίας, εκφράζει o Δηµήτρης Καλτσώνης, επίκουρος καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, μιλώντας στο Sputnik:

«Αυτό θα συνέβαλε και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στην επίλυση των σοβαρών προβλημάτων στον περίγυρό της. Ωστόσο όσο παραμένουμε δέσμιοι και υποτελείς των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυστυχώς, μια τέτοια προοπτική εμβάθυνσης των σχέσεων με τη Ρωσία και την Κίνα δεν είναι εφικτή».

Όπως επισημαίνει, «η ρωσική κυβέρνηση όπως και οποιαδήποτε κυβέρνηση του κόσμου, είναι δύσκολο να συνδιαλέγεται με οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, η οποία όχι μόνο έχει δεσμεύσεις, αλλά και υπαγορεύσεις από τους συμμάχους. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα περιθώρια είναι στενά, αλλά όχι ανύπαρκτα».

«Υπάρχουν σταθεροί τομείς των ελληνορωσικών σχέσεων»

«Σήμερα η Ρωσία δεν έχει τακτικές επαφές με την κυβέρνηση του συντηρητικού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, όπως είχε με τις κυβερνήσεις του Αντώνη Σαμαρά και του Κώστα Καραμανλή», λέει από την πλευρά του στο Sputnik, ο επικεφαλής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, ed0b0c31c412f7d67bd39119503bb394_MΓιούρι Κβασνίν.

Όπως εκτιμά ο ίδιος, «θα ήταν σωστό να τακτοποιήσουμε διάφορα θέματα και να κατανοήσουμε σε ποιες κατευθύνσεις μπορούμε να προχωρήσουμε με στόχο την ανάπτυξη των ρωσο-ελληνικών σχέσεων. Υπάρχουν μερικοί τομείς στους οποίους οι σχέσεις έχουν σταθεροποιηθεί και αναπτύσσονται. Πρόκειται για τον τουρισμό, την προμήθεια φυσικού αερίου από την Gazprom στην Ελλάδα, το εμπόριο, δηλαδή τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων στη Ρωσική Ομοσπονδία, παρότι στην Ελλάδα υπάρχει κάποια δυσαρέσκεια για το εμπάργκο στην εισαγωγή τροφίμων που είχε επιβάλλει η Ρωσία στις χώρες της Ε.Ε.»

Συνεχίζοντας, ο κ. Κβασνίν επισημαίνει ωστόσο πως «υπάρχουν και κάποια θέματα, τα οποία πρέπει να συζητηθούν και δεν είναι προφανή».

«Για παράδειγμα», λέει, «το ζήτημα της συμμετοχής του ρωσικού κεφαλαίου στην ιδιωτικοποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων. Η ιδιωτικοποίηση πολλών κρατικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη υπό την πίεση διεθνών δανειστών. Μέχρι στιγμής όμως δεν υπήρξαν επιτυχείς συμφωνίες ιδιωτικοποίησης με συμμετοχή των ρωσικών επιχειρήσεων. Ναι, υπήρχαν πρότζεκτ με τη συμμετοχή του Ιβάν Σαββίδη για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και κάποια άλλα περιουσιακά στοιχεία, αλλά αυτά δεν είναι πολύ μεγάλα έργα. Στο μέλλον, το θέμα σχετικά με την ιδιωτικοποίηση θα πρέπει να συζητηθεί. Τα έργα στον ενεργειακό τομέα έχουν επίσης προοπτική, για παράδειγμα, την πιθανή ένταξη της Ελλάδας στο έργο TurkStream. Αυτό μπορεί επίσης να συζητηθεί.»

Σύμφωνα με τον κ. Κβασνίν, «η τάση των τελευταίων επτά – οκτώ ετών είναι ο εκ νέου προσανατολισμός της Ελλάδας προς τις ΗΠΑ. Υπάρχουν και κάποιοι αντικειμενικοί λόγοι αλλά και πίεση από την πλευρά της Ουάσιγκτον».

Υπογραμμίζει δε τα εξής:

«Πρώτον, οι ΗΠΑ επιμένουν να ακολουθήσει η Ελλάδα μια λιγότερη ισορροπημένη πολιτική και να επικεντρώνεται περισσότερο στις χώρες του ΝΑΤΟ και ειδικότερα στις ΗΠΑ. Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος, ο οποίος συνδέεται με την τροποποίηση της ισορροπίας των δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, με την ενίσχυση της θέσης της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν. Από αυτή την άποψη, η Ελλάδα αναγκάζεται να ενταχθεί σε διάφορες συνεργασίες των κρατών της Ανατολικής Μεσογείου, υπό την υποστήριξη των ΗΠΑ. Εννοώ τις τριμερείς Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, οι οποίες υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα ανησυχεί πολύ για τις στενές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, και η στάση της απέναντι στη ρωσο-τουρκική συνεργασία, π.χ. στο συριακό ζήτημα, ή στον ενεργειακό τομέα είναι πολύ προσεκτική».

Τον αντίκτυπο της τριμερούς συνεργασίας για τον αγωγό East Med, επισημαίνει, από την πλευρά του ο Δ. Καλτσώνης.

Όπως αναφέρει, ο αγωγός East Med με συμμαχία Ελλάδας- Κύπρου- Ισραήλ υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ, «επηρεάζει τη σχέση με τη Ρωσία γιατί δεν είναι μόνο μια ενεργειακή συμμαχία αλλά και πολιτική.

«Η Eλλάδα προτιμά μια λυκοσυμμαχία με το Ισραηλ, τον τρομοκράτη της Μέσης Ανατολής που είναι αντίθετη με τα εθνικά της συμφέροντα», τονίζει.

Πηγή:Sputnik