Ελεγκτική Υπηρεσία: Να τερματιστεί η πρακτική μείωσης του διδακτικού χρόνου

 

Η κυπριακή πρακτική για μείωση του διδακτικού χρόνου κατά 4 περιόδους στη δημοτική εκπαίδευση και 6 περιόδους στη μέση εκπαίδευση, συγκρούεται με τις ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές και θα πρέπει να τερματιστεί, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία σε ανακοίνωσή της στην οποία τονίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν υιοθετεί τις προτάσεις των εκπαιδευτικών οργανώσεων.imagew-1.aspx

Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία «τα εξαγγελθέντα μέτρα της Κυβέρνησης, παρά το ότι βρίσκονται προς την ορθή κατεύθυνση, δεν αρκούν για επίλυση του προβλήματος και απαιτείται λήψη πιο δραστικών μέτρων, άμεσων και μακροπρόθεσμων, για τερματισμό των στρεβλώσεων, στη βάση των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών, ώστε οι αυξημένες δαπάνες για την παιδεία, με τις οποίες συμφωνούμε, να οδηγούν και στα ανάλογα ικανοποιητικά αποτελέσματα επίδοσης τα μαθητών, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σήμερα όπου οι διεθνείς αξιολογήσεις δείχνουν από τα πιο φτωχά αποτελέσματα, σε σχέση με το υψηλό κόστος».

«Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη αδικαιολόγητων απαλλαγών από το διδακτικό χρόνο τέθηκαν από την Ελεγκτική Υπηρεσία το 2004», αναφέρεται στην ανακοίνωση της.

Οι δε επισημάνσεις για τη στρέβλωση της μείωσης του διδακτικού χρόνου με τα έτη υπηρεσίας, προστίθεται, «περιλήφθησαν για πρώτη φορά στην Ετήσια Έκθεση της Υπηρεσίας για το 2011, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις 10.12.2012».

Υπενθυμίζεται παράλληλα ότι «λίγες μέρες αργότερα, στις 19.12.2012, η ΟΕΛΜΕΚ εξέδωσε ανακοίνωση εκθειάζοντας την Έκθεση αυτή. ‘Η έκθεση της Γενικής Ελέγκτριας ήταν για μια ακόμα φορά καταπελτική και άκρως αποκαλυπτική ως προς την κακοδιαχείριση και τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος’, έλεγε τότε η ΟΕΛΜΕΚ».

Σημειώνεται ότι «όλα τα διαθέσιμα αξιόπιστα ευρωπαϊκά και διεθνή στοιχεία, όπως και η μελέτη του διεθνούς οίκου που παραδόθηκε το 2017 στο ΥΠΠ, αποδεικνύουν ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό αριθμό εκπαιδευτικών (σε όλες τις βαθμίδες), η Κύπρος έχει χαμηλότερο μέσο εβδομαδιαίο διδακτικό χρόνο (σε ώρες) από τον μέσο όρο άλλων Ευρωπαϊκών χωρών EU(22), καθώς και των χωρών που ανήκουν στον ΟΟΣΑ, με μόνη εξαίρεση τη Δημοτική εκπαίδευση».

Η ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας συνεχίζει αναφέροντας ότι «σοβαρότερη στρέβλωση δημιουργείται λόγω της μείωσης του διδακτικού χρόνου με τα έτη υπηρεσίας».

«Σύμφωνα με το Eurydice Report (Key Data on Teachers and School Leaders in Europe, 2013 Edition, pp 77), το οποίο εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η μείωση του φόρτου εργασίας των εκπαιδευτικών δεν είναι πολύ διαδεδομένη πρακτική στην Ευρώπη», προστίθεται.
«Μόλις εννέα χώρες μειώνουν το φόρτο εργασίας των εκπαιδευτικών ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας ή/και την ηλικία τους. Πιο συγκεκριμένα, στη Γερμανία οι εκπαιδευτικοί παίρνουν μια διδακτική ώρα μείωση όταν φτάσουν στο 55ο έτος της ηλικίας και αυξάνεται σε δύο όταν φτάσουν στο 60ο έτος της ηλικίας τους», συμπληρώνεται.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση «η κατάσταση είναι παρόμοια στην Πορτογαλία, όπου οι ώρες διδασκαλίας μειώνονται σταδιακά από το 50ο έτος ηλικίας».

Αναφέρεται ακόμη ότι «άλλες χώρες που δίνουν μείωση διδακτικών περιόδων λόγω ετών υπηρεσίας ή/και ηλικίας είναι η Ελλάδα, η Γαλλία, η Αυστρία, η Ρουμανία, η Μάλτα και το Λουξεμβούργο. Στις χώρες για τις οποίες ο διεθνής οίκος μπόρεσε να αντλήσει πληροφόρηση, η μείωση διδακτικών περιόδων είναι κατά πολύ μικρότερη από αυτή που δίδεται σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες».

Συνεπώς, σημειώνεται, «η κυπριακή πρακτική για μείωση του διδακτικού χρόνου κατά 4 περιόδους στη δημοτική εκπαίδευση και 6 περιόδους στη μέση εκπαίδευση, συγκρούεται με τις ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές και θα πρέπει να τερματιστεί».

«Αυτή ήταν η διαχρονική σύσταση της Υπηρεσίας μας και ορθά το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε μέτρα προς σταδιακή έστω υλοποίησης της σύστασης αυτής στην Απόφαση του στις 4.7.2018», αναφέρεται.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία «τονίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν υιοθετεί και δεν συστήνει τις απαράδεκτες προτάσεις των εκπαιδευτικών οργανώσεων που, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την αύξηση του διδακτικού χρόνου, όπως δυστυχώς κατάφεραν να πράξουν το 2013, εισηγούνται άλλα, δήθεν ισοδύναμα μέτρα, για μείωση των αναγκών σε νέες προσλήψεις εκπαιδευτικών».

Εκφράζει την εκτίμηση ότι «είναι προφανές πως οι δήθεν προασπιστές του δημόσιου σχολείου, θέτουν ως προτεραιότητα τους τη λίγη εργασία και τα αυξημένα ωφελήματα».

Διαβεβαιώνει παράλληλα ότι «η Ελεγκτική Υπηρεσία ουδέποτε προσέγγισε το θέμα λογιστικά, και ουδέποτε θα εισηγείτο μέτρα εξοικονόμησης που θα ήταν σε βάρος της ποιότητας της παιδείας».

«Κριτήριο των εισηγήσεων της Υπηρεσίας είναι, με βάση τα διεθνή πρότυπα, η επίτευξη του τρίπτυχου ‘Οικονομικότητα, Αποδοτικότητα, Αποτελεσματικότητα’», αναφέρεται.

Αντίθετα, προστίθεται, «το δημόσιο σχολείο φαίνεται να πλήττουν τα μέτρα που προτείνουν οι εκπαιδευτικές οργανώσεις, όπως η αναστολή προγραμμάτων επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, το κλείσιμο μικρών σχολείων σε απομακρυσμένες περιοχές και η συμπλεγματοποίηση τους, και η κατάργηση μέτρων στήριξης συγκεκριμένων σχολικών μονάδων. Εξίσου απαράδεκτη θεωρούμε τη χωρίς μελέτη εισήγηση της ΟΕΛΜΕΚ για αποψίλωση από εκπαιδευτικούς των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης (ΚΙΕ)».

Σύμφωνα με την Ελεγκτική Υπηρεσία «η υποβάθμιση της ποιότητας των ΚΙΕ ενισχύει τις προϋποθέσεις για φαινόμενα παραπαιδείας και παράνομων φροντιστηρίων από διορισμένους εκπαιδευτικούς».

«Κατά του δημόσιου σχολείου και πρόκληση στο δημόσιο αίσθημα θεωρούμε επίσης το προτεινόμενο μέτρο για παροχή κινήτρων για πρόωρη αφυπηρέτηση εκπαιδευτικών (βλ. κατάργηση σχετικών επιβαρύνσεων όσων αφυπηρετούν πρόωρα), αφού κυρίως θα αφυπηρετούν οι ικανοί εκπαιδευτικοί, που θα μπορούσαν να διδάξουν σε ιδιωτικά φροντιστήρια και θα παραμένουν στην υπηρεσία οι μέτριοι και ανεπαρκείς», συνεχίζει η ανακοίνωση.

Άλλωστε, αναφέρεται, «ένα τέτοιο μέτρο, όπως το προτείνουν οι εκπαιδευτικοί, θα επιβάρυνε σημαντικά τα δημόσια οικονομικά αφού τέτοια σχέδια έχουν λογική να προωθούνται μόνο έναντι καταργήσεως θέσεων, και όχι αν στη θέση του αφυπηρετήσαντα θα προσληφθεί άλλος, οπότε το κράτος θα πληρώνει το μισθό του καινούργιου και τη σύνταξη του παλαιού».

Πρόκειται, σημειώνεται, «για μέτρο που εξυπηρετεί μόνο τις τσέπες των εκπαιδευτικών και αποδεικνύει τις προτεραιότητες τους».

«Τα απαράδεκτα μέτρα που προτείνουν οι εκπαιδευτικές οργανώνεις εξηγούν και το μένος με το οποίο απλά μέλη, στελέχη και ομάδες εκπαιδευτικών, με ύβρεις και τραμπουκισμούς, που σίγουρα δεν αρμόζουν στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, προσπαθούν να σβήσουν κάθε φωνή που αναδεικνύει το απαράδεκτο των θέσεων τους», αναφέρεται στην ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.

«Τέτοιες προσπάθειες εκφοβισμού είναι από χρόνια διεθνώς γνωστές στις Ελεγκτικές Υπηρεσίες και συνεπώς την Υπηρεσία μας δεν την επηρεάζουν στο έργο της», προστίθεται. Διευκρινίζεται την ίδια ώρα ότι «η αναφορά αυτή προφανώς δεν αφορά την πλειονότητα των εκπαιδευτικών».

Η Ελεγκτική Υπηρεσία «τονίζει ότι σέβεται πλήρως το επάγγελμα του δασκάλου και καθηγητή, όπως άλλωστε και όλα τα τίμια επαγγέλματα, θεωρεί όμως απαράδεκτη την προσπάθεια μερίδας των ίδιων των εκπαιδευτικών να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως την άρια φυλή, μια ανώτερη ομάδα πληθυσμού με ιδιότητες και δεξιότητες που ουδείς άλλος κατέχει».

«Αν ληφθεί δε υπόψη ότι, εδώ και δεκαετίες, αρκεί ένα απλό πτυχίο οποιουδήποτε τυπικά αναγνωρισμένου πανεπιστημίου, χωρίς καμία απολύτως ανταγωνιστική διαδικασία επιλογής, για να διοριστεί κάποιος εκπαιδευτικός στο δημόσιο σχολείο, διερωτάται κανείς πού βασίζουν οι εκπαιδευτικοί τη ρατσιστική θέση ως προς τη δήθεν ανωτερότητα τους έναντι της υπόλοιπης κοινωνίας», αναφέρεται.