Καταχρεωμένα και τα δισέγγονα μας : Στα €18,9 δισ. το δημόσιο χρέος

Στα €18,9 δισ. προβλέπεται ότι θα φθάσΣτα €18,9 δισ. προβλέπεται ότι θα φθάσει το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2014, αυξημένο δηλαδή κατά €0,5 δισ., από €18,4 δισ. που ήταν στο τέλος του 2013.ÕÐÏÕÑÃÅÉÏ ÏÉÊÏÍÏÌÉÊÙÍ

Σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών για τη «Μεσοπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης δημοσίου χρέους 2015-2019», οι λήξεις μακροπρόθεσμου χρέους για το 2015 ανέρχονται περίπου σε €1,3 δισ., για την περίοδο 2016-2018 φτάνουν μέχρι το €1,75 δισ., ενώ για το 2019 και μετά ανέρχονται σε μέχρι και €2,2 δισ.

Η συγκέντρωση λήξεων χρέους για τα έτη 2015-2020 αυξάνει τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης του χρέους κατά την πρώτη μεταπρογραμματική περίοδο, αναφέρεται στο έγγραφο. Προτείνεται να διατηρηθεί το ύψος των ετήσιων λήξεων χρέους σε χαμηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια των ετών της πρώτης μεταπρογραμματικής περιόδου, έτσι ώστε να μετριαστεί η ανάγκη χρηματοδότησης από την αγορά.

Το έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών περιλαμβάνει εξάλλου μια σειρά από κατευθυντήριες γραμμές για τη στρατηγική και τον σχεδιασμό του Ετήσιου Χρηματοδοτικού Προγράμματος, οι οποίες περιλαμβάνουν την εξομάλυνση του χρονοδιαγράμματος λήξης δημόσιου χρέους και επιμήκυνση των λήξεων του εμπορεύσιμου χρέους, καθώς και τη μείωση του κινδύνου μέσω αύξησης των ρευστών διαθεσίμων και της διαχείρισης συναλλαγματικού κινδύνου και κινδύνου επιτοκίου.

Επίσης, γίνεται αναφορά σε ανάπτυξη της αγοράς κυβερνητικών τίτλων και σε ελαχιστοποίηση του κόστους δανεισμού του εμπορεύσιμου χρέους, χωρίς αυτό να έρχεται σε σύγκρουση με τις κατευθυντήριες γραμμές.

«Η κεντρική ιδέα των κατευθυντήριων γραμμών, και κατ’ επέκταση της Μεσοπρόθεσμης στρατηγικής, είναι η μείωση των κινδύνων σε αποδεκτά επίπεδα για την μετά-προγραμματική περίοδο, στόχος ο οποίος υπερισχύει της ελαχιστοποίησης του κόστους» προστίθεται.

Αναφορικά με τον μετριασμό πιθανών κινδύνων και της αβεβαιότητας της μεταπρογραμματικής περιόδου, αναφέρεται ότι θα επιτευχθούν μέσω της αύξησης του αποθέματος των ρευστών διαθεσίμων και τον περιορισμό του κινδύνου που αφορά τη συναλλαγματική ισοτιμία και το επιτόκιο.

Προστίθεται ότι η ύπαρξη ενός αυξημένου επιπέδου ρευστών διαθεσίμων, υψηλότερο από το σημερινό ποσό, θα μειώσει τον κίνδυνο ρευστότητας και θα βελτιώσει ποιοτικά τη γνώμη της αγοράς για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Δημοκρατία, μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού.

Στο έγγραφο αναφέρεται ότι η στρατηγική επιλογή για διατήρηση υψηλών ρευστών διαθεσίμων είναι σημαντική για τη μείωση του κινδύνου ρευστότητας, όμως προϋποθέτει σημαντικά δημοσιονομικά κόστη.

Εξάλλου, σημειώνεται ότι υπάρχει μια σειρά από παράγοντες κινδύνου και προκλήσεων, οι οποίοι όμως είναι διαχειρίσιμοι.

Προστίθεται ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την οικονομία μετά την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να είναι αργή ενώ η περίοδος περιορισμένης προσφοράς πιστώσεων μπορεί να είναι παρατεταμένη, επηρεάζοντας τις επενδύσεις και τις οικονομικές προοπτικές.

«Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, μπορεί να αντιμετωπίσουν αντίσταση», συμπληρώνεται.

Επιπλέον, αναφέρεται ότι το ενδεχόμενο πιθανής υλοποίησης δημοσιονομικών υποχρεώσεων από περιορισμένο αριθμό κρατικών εγγυήσεων, έστω και σε απολύτως διαχειρίσιμο βαθμό, ήδη προβλέπεται στον κρατικό προϋπολογισμό ως τρέχουσα ετήσια πρόβλεψη ύψους €50 εκ.

Εξάλλου, σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, κατά το τέλος Δεκεμβρίου 2014 προβλέπεται ότι το 55% του χρέους θα είναι με σταθερό επιτόκιο και 45% με κυμαινόμενο.

Ωστόσο, προστίθεται ότι το μεγαλύτερο μερίδιο του υφιστάμενου χρέους με κυμαινόμενο επιτόκιο αφορά επίσημο δανεισμό από τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ, ενώ περαιτέρω τραπεζικά δάνεια φέρουν ελάχιστο ύψος περιθωρίου πέραν του βασικού επιτοκίου.

Στις Μεσοπρόθεσμες Χρηματοδοτικές Παραδοχές του εγγράφου, αναφέρεται ότι μέχρι το πρώτο τρίμηνο 2016, θα χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το ποσό των €10 δισ. του Προγράμματος από τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ, ενώ αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα να καλυφθούν χρηματοδοτικές ανάγκες, ακόμα και πέραν του πρώτου τριμήνου 2016 εφόσον συνεχιστούν οι επιδόσεις των δημοσιονομικών.

Ωστόσο, προστίθεται ότι μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2016 είναι δυνατή η έξοδος στις αγορές για σκοπούς άσκησης διαχείρισης υποχρεώσεων ενώ οι κύριες χρηματοδοτικές ανάγκες καλύπτονται από επίσημες πηγές χρηματοδότησης.

Τέλος, αναφέρεται ότι ένα μέρος των νέων εκδόσεων του 2015 θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των υφιστάμενων ρευστών διαθεσίμων και ότι οι εκδόσεις χρέους κατά τη διάρκεια της εναπομένουσας διάρκειας του Προγράμματος θα έχουν μικρή επίδραση στο ύψος του δημόσιου χρέους.