Το Ανώτατο επιφύλαξε την απόφαση του στην έφεση του «Πολίτη» για τα emails της Εισαγγελέως Ε. Λοϊζίδου

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε σήμερα την έφεση που καταχώρησε η εφημερίδα «Πολίτης» κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για έκδοση απαγορευτικού διατάγματος δημοσιοποίησης των emails της Ανώτερης Εισαγγελέως της Δημοκρατίας Ελένης Λοϊζίδου.imagew.aspx

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την απόφαση του ημερομηνίας 10/1/2018 ενέκρινε το αίτημα της Εισαγγελέως για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στην εφημερίδα να δημοσιεύει το περιεχόμενο του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της μέχρι την εκδίκαση της αγωγής που καταχώρησε εναντίον της εφημερίδας.

Η Εισαγγελέας, με την αγωγή της, αξιώνει εναντίον της εφημερίδας αποζημιώσεις για τη δημοσιοποίηση ηλεκτρονικών της μηνυμάτων «παρόλο που η ίδια τους έχει ενημερώσει ότι αυτά συνιστούν προϊόν υποκλοπής και ότι δεν επιθυμεί την δημοσιοποίησή τους», όπως αναφέρεται στην απόφαση.

Στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης για έκδοση του διατάγματος, ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Ι. Ιωαννίδης έλαβε υπόψη του από τη μια το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που συνήθως καλείται δικαίωμα της προσωπικότητας (privacy) και από την άλλη το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης.

«Έχω ισοζυγίσει και τα δύο δικαιώματα. Βρίσκω ότι εδώ υπερτερεί το δικαίωμα της προσωπικότητας, αφού η έκδοση του διατάγματος ενέχει λιγότερους κινδύνους αδικίας. Η συνέχιση της δημοσιοποίησης από τους εναγομένους των κατ΄ ισχυρισμόν κλαπέντων ηλεκτρονικών μηνυμάτων της αιτήτριας, τα οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία ανέρχονται σε 19.000, ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους αδικίας», σημειώνει στην απόφαση του ο κ. Ιωαννίδης, απορρίπτοντας ως αβάσιμους όλους τους λόγους ένστασης που κατέθεσε η εφημερίδα.

Ακολούθως, η εφημερίδα καταχώρησε έφεση κατά της απόφασης η οποία εξετάστηκε σήμερα από το τριμελές Εφετείο το οποίο αποτελείται από τους δικαστές Κ. Παμπαλή , Α. Λιάτσο και  Τ. Ψαρά – Μιλτιάδου.

Ο εκ των δικηγόρων της εφημερίδας Πόλυς Πολυβίου, στη σημερινή αγόρευση του υπέρ της ακύρωσης του διατάγματος, έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για μια εξαιρετικά σημαντική υπόθεση, «η πρώτη στο είδος της στην Κύπρο», όπως είπε, που αφορά στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της πληροφόρησης.

Ο κ. Πολυβίου είπε ότι απαιτείται εξισορρόπηση μεταξύ δύο δικαιωμάτων, αφενός του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και πληροφόρησης το οποίο καλύπτεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και το άρθρο 19 του Συντάγματος και αφετέρου του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή το οποίο καλύπτεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης και το άρθρο 15 του Συντάγματος.

Ανέφερε ότι η εξέταση τέτοιων θεμάτων αρχίζει πάντα με το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και της πληροφόρησης, ιδιαίτερα αν το αντικείμενο είναι θέμα υψίστου δημοσίου συμφέροντος, υποστηρίζοντας ότι  το αντικείμενο των δημοσιεύσεων είναι θέμα υψίστου δημοσίου συμφέροντος. «Δεν είναι κουτσομπολιό ούτε λεπτομέρειες προσωπικής ζωής ούτε πληροφόρηση που δεν συμβάλει στο δημόσιο διάλογο», ανέφερε.

Υποστήριξε επίσης ότι η κα. Λοϊζίδου είναι δημόσιο πρόσωπο με πολύ σημαντικά καθήκοντα και το θέμα δεν αφορά μόνο την ίδια αλλά και τη Νομική Υπηρεσία και την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία.

Όλα τα δημοσίευματα, όπως είπε, δεν είχαν σχέση με την προσωπική ζωή της κα. Λοϊζίδου αλλά την επαγγελματική επικοινωνία της για θέματα υψίστου δημοσίου συμφέροντος που αφορούν στα θέματα εκδόσεων κι αν η Νομική Υπηρεσία «έγινε μαγαζί των Ρώσων», όπως είπε, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο «για θαρραλέα δημοσιογραφία με την οποία ασκείται έντονη κριτική και τίθενται ερωτήματα».

Το θέμα, είπε, έχει ήδη απασχολήσει κυπριακά, ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, κάνοντας συγκεκριμένα αναφορά στην Washington post και στο CNN, προσθέτοντας ότι το θέμα θεωρείται παγκοσμίου ενδιαφέροντος και μεταξύ άλλων αφορά τις σχέσεις της Κύπρου με τη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση.  «Πρώτη φορά βλέπω δημοσίευμα να είναι τέτοιου έξοχου δημοσίου ενδιαφέροντος», είπε.

Ο κ. Πολυβίου παρέπεμψε σε υποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο επέτρεψε, όπως ισχυρίστηκε,  τη δημοσιοποίηση σημαντικών πληροφοριών έστω κι αν αυτές υπεκλάπησαν από κάποιο τρίτο πρόσωπο διότι προέχει η ελευθερία του λόγου και του δικαιώματος των πολιτών στην πληροφόρηση για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Είπε επίσης ότι η εφημερίδα δεν κατηγορείται ότι υπέκλεψε το υλικό το οποίο το βρήκε αναρτημένο σε ρωσικό ιστότοπο.

Ανέφερε ακόμη ότι το gmail της Εισαγγελέως ουσιαστικά χρησιμοποιείτο για επαγγελματικούς σκοπούς και η εφημερίδα Πολίτης «δεν υπέκλεψε η ίδια την πληροφορόρηση και ουδεμία προσωπική πληροφορία της Λοϊζίδου δημοσίευσαν».

Η πρωτόδικη απόφαση, υποστήριξε, πάσχει διότι υπήρξε ανεπαρκής εξισορρόπηση συμφερόντων και αγνοήθηκε η τεράστια διεθνής σημασία του θέματος ως επίσης  αγνοήθηκε η πρωταρχική σημασία της ελευθερίας του λόγου και παραγνωρίστηκε το δημόσιο συμφέρον στη δημοσίευση.

Είπε επίσης ότι οι περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου επιτρέπονται μόνο όταν είναι απόλυτα αναγκαίοι, καλώντας στη συνέχεια το Δικαστήριο να ακυρώσει το διάταγμα και «να αφεθεί απρόσκοπτη η ελευθερία λόγου και πληροφόρησης από ένα ελεύθερο Τύπου για ένα κεφαλαιώδες θέμα δημοσίου συμφέροντος».

Από την πλευρά του, ο δικηγόρος της Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Καλλής στη δική του αγόρευση  και απευθυνόμενος προς τους τρεις δικαστές τους είπε ότι ο κ. Πολυβίου με τη δική του αγόρευση τους κάλεσε να παρανομήσουν, ακυρώνοντας το διάταγμα.

«Πρώτη φορά ακούω για εισήγηση για ακύρωση διατάγματος προκειμένου  να συνεχίσει να παρανομεί κάποιος», είπε,  υποστηρίζοντας ότι η νομοθεσία για την προστασία του απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας απαγορεύει τη δημοσίευση υποκλαπέντων ηλεκτρονικών μηνυμάτων και προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε χρόνων.

Η τυχόν ακύρωση του διατάγματος, είπε,  θα σημαίνει την παραβίαση αυτής της νομοθεσίας η οποία έχει απαγορεύσει τη δημοσίευση ιδιωτικής επικοινωνίας για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.

Το δημόσιο συμφέρον, ανέφερε, επιβάλλει να μην δημοσιεύεται η ιδιωτική επικοινωνία και όχι το αντίθετο, προσθέτοντας ότι κυπριακό σύνταγμα δίδει περισσότερη προστασία για το απόρρητο της ιδιωτικής επικοινωνίας από ό,τι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Ανέφερε, τέλος, ότι οι λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας δεν είναι δημόσια πρόσωπα.

Αφού άκουσε και τις δύο πλευρές το Ανώτατο επιφύλαξε την έκδοση της απόφασης του σε μεταγενέστερο στάδιο.

Να σημειωθεί ότι για τη δημοσίευση / επαναδημοσίευση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Ελένης Λοϊζίδου, ο Γενικός Εισαγγελέας είχε αποφασίσει ότι δεν θα εξυπηρετείτο το δημόσιο συμφέρον εάν ασκείτο ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, ενώ εκκρεμεί μέχρι σήμερα το αποτέλεσμα της έρευνας για τη πτυχή της υπόθεσης που αφορούσε στις συνθήκες της φερόμενης υποκλοπής και αρχικής ανάρτησης στο Διαδίκτυο του περιεχομένου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Εισαγγελέως. Αναμενόταν η απάντηση αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών προς τις οποίες είχαν σταλεί αιτήματα δικαστικής συνδρομής.

Υπενθυμίζεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε διορίσει ερευνώντα λειτουργό για να ερευνήσει το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων από την Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η οποία είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας.  Ακολούθως, ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε τον ιδιώτη δικηγόρο Χρ. Χριστάκη ο οποίος αφού μελέτησε το σύνολο του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και των εκθέσεων του ερευνώντος λειτουργού κατέληξε στην άποψη ότι δύνανται να διατυπωθούν εναντίον της Εισαγγελέως τρεις πειθαρχικές κατηγορίες.

Οι κατηγορίες αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό εγκατάλειψη από την κα. Λοιζίδου στο εξωτερικό του φορητού υπολογιστή που χρησιμοποιούσε και για υπηρεσιακούς σκοπούς, μετά που αυτός είχε χαλάσει,  χωρίς να διασφαλίσει τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σ’ αυτόν ως επίσης και στη  χρήση του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της αντί του Κυβερνητικού Κόμβου Διαδικτύου, για υπηρεσιακούς σκοπούς. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ξεκαθαρίσει ότι η κατ’ ισχυρισμό εγκατάλειψη στο εξωτερικό φορητού υπολογιστή της κα. Λοϊζίδου δεν έχει καμία σχέση με την υποκλοπή των emails της Εισαγγελέως.

Η εκδίκαση των πειθαρχικών κατηγοριών εναντίον της Εισαγγελέως βρίσκεται σε εξέλιξη, σε κεκλεισμένων των θυρών ακροαματική διαδικασία, ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία, λειτουργώντας ως οιονεί δικαστήριο, θα αποφασίσει. Να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής δεν δημοσιοποιούνται.