Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και η κατοχή

Του Ανδρέα Θεοφάνους*

 

Unknown-4Όταν στις 23 Απριλίου2003 οι κατοχικές αρχές προχώρησαν μονομερώς στη μερική άρση των απαγορεύσεων στην ελεύθερη διακίνηση, δημιουργήθηκε ένα πανηγυρικό κλίμα και πολλοί έσπευσαν να το παραλληλίσουν με την πτώση του τείχους του Βερολίνου.  Η σύγκριση όμως ήταν άστοχη.Ενώ στην περίπτωση της Γερμανίας η πτώση του τείχους σηματοδοτούσε την αποκατάσταση της ενότητας της χώρας, στην Κύπρο εκ των πραγμάτων ισχυροποιήθηκε το κατοχικό καθεστώς οικονομικά, κοινωνικά αλλά και πολιτικά. Η κίνηση Ντενκτάς, σε συνεργασία με την Άγκυρα, αποσκοπούσε αφ’ ενός στην εκτόνωση της πίεσης έναντι του κατοχικού καθεστώτος και αφ’ ετέρου στη δημιουργία θετικών εντυπώσεων διεθνώς.

Ταυτόχρονα κατέρρευσε και το αφήγημα της τουρκικής πολιτικής ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να συμβιώσουν και ως εκ τούτου η θέση ότι «η αυστηρή διζωνικότητα ή και ακόμαο οριστικός διαχωρισμός είναι απαραίτητος». Είναι προφανές ότιηΚυπριακή Δημοκρατία δεν αξιοποίησε επαρκώς τα δεδομένα.  Η πολιτική ηγεσία ακολουθούσεαμήχανα τις εξελίξεις. Το κυριότερο όμως σφάλμα ήταν ότι δεν αξιοποίησετη δυναμικήγια να υποβάλειπλαίσιο αρχών για λύση με μια ενοποιητική ομοσπονδιακή φιλοσοφίακαθώς και εισηγήσεις για περαιτέρω μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης με αμοιβαία οφέλη.  Το τι ακολούθησε είναι γνωστό.

Αναμφίβολαοι κινήσεις και τα μονομερή μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης έγιναν με τρόπο πουοδήγησαν σε πολύ μεγαλύτερα οφέλη για την τουρκική πλευρά. Υπήρξε η οικονομική ένεση, το άνοιγμα των Τουρκοκυπρίων προς τον έξω κόσμο (παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να γίνεται λόγος περί απομόνωσης) και η αναβάθμιση του κατοχικού καθεστώτος.  Και όλα αυτά χωρίς να υπάρξουν χειροπιαστά οφέλη για τους Ελληνοκύπριους. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι μετά τις 23 Απριλίου του 2003 οι Τουρκοκύπριοι απολαμβάνουν αρκετά από τα αγαθά της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΕΕ (μετά την 1 Μαΐου 2004) χωρίς όμως υποχρεώσεις.

Εάν οι κινήσεις για αναβάθμιση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των Τουρκοκυπρίων συνοδεύονταν με κάποιες παραχωρήσεις προς την ελληνοκυπριακή πλευρά (π.χ. επιστροφή της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου) αυτό θα ήταν ένα ουσιαστικό και βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αντί τούτου, συνεχίσθηκε η εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών με αμείωτο ρυθμό καθώς και η αμφισβήτηση της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ταυτόχρονα, η τουρκική πολιτική έκτοτε όχι μόνο δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε διάθεση για ένα έντιμο συμβιβασμό αλλά παραμένει προσηλωμένη στους στόχους της.Η τουρκοκυπριακή πλευρά, σε πλήρη σύμπλευση με την Άγκυρα, εξακολουθεί, μεταξύ άλλων, ναπροωθείτέσσερις βασικούς στόχους:

  1. τη νομιμοποίηση της κατοχικής οντότητας,
  2. την ουσιαστική βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης στηνκατεχόμενη Κύπρο,
  3. τη δημιουργία νέων δημογραφικών δεδομένων στην Κύπρο,
  4. τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από μια ομοσπονδο-συνομοσπονδιακή οντότητα.

Τα τελευταία χρόνια η Κυπριακή Δημοκρατία προσπάθησε να αναπτύξει και μια ενεργειακή στρατηγική η οποία όμωςέχει τους τελευταίους μήνεςαμφισβητηθεί έντονα από την Άγκυρα. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει ακολουθήσει την Άγκυρα και σε αυτή την επιλογή της.Πέραν τούτου θα ήταν απρονοησία να παραγνωρίσουμε την Ισλαμοποίηση που λαμβάνει χώραστα κατεχόμενα καθώς και τις δημογραφικές αλλαγές με τον συνεχιζόμενο εποικισμό.

Είναι προφανές ότι θα πρέπει να επαναξιολογηθεί η πολιτική μας. Ταυτόχρονα θα πρέπει να κατανοηθεί ότι η εκάστοτε τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν μπορεί να κάνει οποιοδήποτε ουσιαστικό βήμα χωρίς την έγκριση της Άγκυρας.Υπογραμμίζεται συναφώςότι οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν τον περασμένο Ιούλιο παρά το γεγονός ότι εν πολλοίς εξυπηρετούντο οι τουρκικοί στόχοι με την υφιστάμενη βάση των συνομιλιών. Ήταν ο τουρκικός μαξιμαλισμός που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα.

Αναμφίβολα απαιτείται νηφαλιότητα, σοβαρότητα καθώς και πειστικό αφήγημα για μια νέα προσέγγιση στο Κυπριακό. Θα ήταν λάθος να συνεχισθεί μια πολιτική η οποία όχι μόνο δεν οδήγησε σε θετικά αποτελέσματα αλλά έχει επικίνδυναδιολισθήσει προς τις τουρκικές θέσεις.

 

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.