A.Ηλιάδης:«Πιστεύαμε πως η Τρ.Κύπρου δεν θα χρειαζόταν κρατική στήριξη»

Η κάλυψη του κεφαλαιακού ελλείμματος της Τράπεζας Κύπρου μέχρι τις 30/6/2012 δεν ήταν ευσεβοποθισμός, αλλά η αίσθηση που είχαμε ήταν ότι θα καλύπταμε το έλλειμμα χωρίς η τράπεζα να χρειαστεί κρατική στήριξη, ανέφερε, μεταξύ άλλων, σήμερα ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος του συγκροτήματος Ανδρέας Ηλιάδης ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, κατά την αντεξέτασή του από την Εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής Πωλίνα Ευθυβούλου.imagew-9.aspx

Ο κ. Ηλιάδης είναι κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και άλλων τεσσάρων πρώην ανώτατων στελεχών της, με κύρια κατηγορία αυτή της χειραγώγησης της αγοράς.

Εκτός από την Τράπεζα Κύπρου, ως νομικό πρόσωπο, και τον κ. Ηλιάδη, κατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της απολογίας των κατηγορουμένων, είναι επίσης οι Θεόδωρος Αριστοδήμου, Ανδρέας Αρτέμης, Γιάννης Πεχλιβανίδης και Γιάννης Κυπρή.

Η αντεξέταση του κ. Ηλιάδη, που συνεχίστηκε σήμερα για δεύτερη ημέρα, επικεντρώθηκε στις ενέργειες και προσπάθειες της Τράπεζας Κύπρου για κάλυψη του κεφαλαιακού ελλείμματος μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2012.

Ερωτηθείς σχετικά με το αίτημα για παράταση της προθεσμίας κάλυψης του ελλείμματος και αν αυτό σήμαινε για τον ίδιο ότι η Τράπεζα Κύπρου δεν θα χρειαζόταν κρατική στήριξη, ο κ. Ηλιάδης απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι «θα σήμαινε ότι θα είχαμε περισσότερη άνεση να μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε το στόχο της ανακεφαλαιοποίησης».

Ανέφερε περαιτέρω ότι η κρατική στήριξη «ήταν πάντοτε στον ορίζοντα», προσθέτοντας ότι σε περίπτωση που η Τράπεζα δεν κατάφερνε να καλύψει όλο το ποσό του κεφαλαιακού ελλείμματος, εντός της προθεσμίας που είχε θέσει η ΕΑΤ (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), «η κρατική στήριξη ήταν η εναλλακτική λύση».

Ο κ. Ηλιάδης απέρριψε την υποβολή της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο ίδιος ήταν αρνητικός ως προς το ενδεχόμενο υποβολής αιτήματος για κρατική στήριξη προς την Τράπεζα Κύπρου, σημειώνοντας ότι παράλληλα με αυτό το θέμα βρίσκονταν σε εξέλιξη και όλες οι άλλες ενέργειες της τράπεζας (πώληση των ασφαλιστικών εταιρειών, έκδοση CoCoς) με στόχο την κάλυψη του κεφαλαιακού κενού.

Είπε επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών(ΕΑΤ) θα μπορούσε «έστω και σιωπηρά» κατά την έκφραση του, να παραχωρήσει παράταση στην Τράπεζα Κύπρου κάποιων μηνών, ενώ κάνοντας αναφορά στην κατάθεση του κ. Σταυρινάκη είπε ότι ο ίδιος είχε επισκεφθεί μαζί με τον τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου τον Πρόεδρο της ΕΑΤ στο Λονδίνο για να του ζητήσουν παράταση για τη Λαϊκή Τράπεζα «και εκείνος τους είχε πει ότι μπορούσε να δοθεί παράταση μέχρι τρεις μήνες».

Είπε ακόμη ότι η ΕΑΤ έτσι και αλλιώς δεν είχε ζητήσει από καμία τράπεζα την άμεση καταβολή του ποσού που είχε θέσει ως ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια, ενώ ερωτηθείς ποίος σκέφτηκε το θέμα της υποβολής αιτήματος παράτασης, είπε ότι «μπορεί να το σκέφτηκα εγώ. Δεν θυμάμαι…»

Ερωτηθείς τι σήμαινε για τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ το θέμα της κρατικής στήριξης της τράπεζας, είπε ότι καθένας είχε τις απόψεις του «γενικότερα όμως υπήρχε η αίσθηση ότι θα καλύπταμε το κεφαλαιακό έλλειμμα χωρίς να χρειαστεί η κρατική στήριξη και αυτή ήταν η προσπάθεια μας”.

Ο κ. Ηλιάδης είπε ότι εάν χρειαζόταν κρατική στήριξη αυτή θα μπορούσε να παραχωρηθεί υπό τη μορφή ενός ομολόγου που δεν θα επηρέαζε τους μετόχους της τράπεζας. Ανέφερε ότι όλες οι επιλογές βρίσκονταν ενώπιον του ΔΣ του Συγκροτήματος ως εναλλακτικές για την επίτευξη του στόχου κάλυψης του κεφαλαιακού κενού, απορρίπτοντας σχετική υποβολή περί ευσεβοποθισμού.

Στη γραπτή του δήλωση, την οποία είχε διαβάσει και καταθέσει ως μέρος της κύριας εξέτασης του, ο κ. Ηλιάδης είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «ακόμη και σήμερα, πιστεύω ότι μια ανακοίνωση όπως αυτή που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο, δηλαδή ότι ‘οι κεφαλαιακές ανάγκες της ΤΚ είχαν αυξηθεί σημαντικά σε περίπου €400εκ. σε σχέση με το ποσό των €200εκ. που είχαν ανακοινωθεί στις 10/5/2012’ θα ήταν λανθασμένη, ελλιπής και παραπλανητική».

Υποστήριξε ότι «τα ποσά σε εκείνο το στάδιο ήταν αβέβαια και ασαφή και εξαρτιόνταν από αποφάσεις που θα λαμβάνονταν αργότερα, είτε από τα αρμόδια Σώματα εντός της Τράπεζας όταν όλα τα δεδομένα θα ήταν έτοιμα, είτε από τρίτους εκτός Τράπεζας όπως τους εξωτερικούς ελεγκτές και την ESMA, ή την ΕΑΤ».

Η αντεξέταση του κ. Ηλιάδη θα συνεχιστεί κατά την αυριανή δικάσιμο.
Το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση απόφαση του στις 27 Απριλίου 2016 έκρινε ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων, καλώντας τους σε απολογία.

Οι Θεόδωρος Αριστοδήμου και Ανδρέας Αρτέμης έχουν ήδη ολοκληρώσει την απολογία τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο είχε απαλλάξει τους κατηγορούμενους από την κατηγορία της συνωμοσίας για την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.