Απευθυνόμενη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέτει το ερώτημα εάν η ΕΕ συμφωνεί ή όχι με αποκλίσεις από βασικές ελευθερίες (ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, υπηρεσιών, προϊόντων και εργαζομένων), όπως αξιώνει η τουρκοκυπριακή πλευρά στις συνομιλίες.
Η κα. Θεοχάρους υποστηρίζει ότι και η ΕΕ οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της επί του θέματος, διότι είναι ζήτημα που αφορά και την ίδια, και τις αρχές και τις αξίες της. Μια τέτοια εξέλιξη, προσθέτει, εάν γίνει αποδεκτή, θα σφραγίσει το διχοτομικό χαρακτήρα της λύσης, ενώ ταυτοχρόνως, η «επανένωση» θα χρησιμοποιηθεί από την τουρκική πλευρά ως εργαλείο για την οικονομική τροφοδότηση του σημερινού ψευδοκράτους, το οποίο θα αναγνωριστεί ως ισότιμο συνιστών τουρκοκυπριακό κράτος στην διχοτομική φιλοσοφία της Άγκυρας.
Η θέση αυτή, τονίζει η κα. Θεοχάρους, προκύπτει από τη διαδικασία της ανακατανομής των έμμεσων φόρων μιας ομοσπονδίας, κατά τον τρόπο που η τουρκική πλευρά θέλει να επιβληθεί στο πλαίσιο διευθέτησης του προβλήματος. Με βάση την τουρκική φόρμουλα, επισημαίνει η κα. Θεοχάρους, οι Ελληνοκύπριοι, λόγω του υψηλότερου βιοτικού τους επιπέδου, για δέκα τουλάχιστον έτη μετά τη λύση, θα πληρώσουν και για την ομοσπονδιακή Κυβέρνηση τη μερίδα του λέοντος, καθώς και για την ανάπτυξη του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους.
Βεβαίως, ουδείς δύναται να αρνηθεί να καταβληθεί κόστος οικονομικό για μια δημοκρατική και βιώσιμη λύση, υπογραμμίζει η κα. Θεοχάρους. Δυστυχώς, όμως, όπως παρατηρεί, μάς καλούν να πληρώσουμε για μια λύση, με αποκλίσεις από τις αρχές και αξίες της ΕΕ, που θα νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της εισβολής και θα διχοτομεί οριστικά την Κύπρο.