Ο Ειντε αποφεύγει να αναφερθεί στο θέμα των εγγυήσεων

Την άποψη ότι η λύση του Κυπριακού που τώρα είναι υπό διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο κοινοτήτων, θα είναι ευρωπαϊκή λύση με πλήρη σεβασμό στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, ευθυγραμμισμένη στην νομολογία του Σ υ μ β ο υ λ ί ο υ τ η ς Ε υ ρ ώ π η ς, αλλά στην οποία κάθε πλευρά θα μπορέσει να διατηρήσει «μιαν αίσθηση συνέχειας ως κοινότητα», εξέφρασε σήμερα στην Αθήνα μετά την 2ωρη συνάντησή του με τον Ελληνα Υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά ο Ειδικός Σύμβουλος των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Έϊντε.

O Υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς (Δ) συναντάται στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τον Ειδικό Σύμβουλο του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό, Espen Barth Eide (Α) , Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας

Ο Νορβηγός αξιωματούχος προέβη σε εκτενείς αναφορές στο Κυπριακό, χωρίς την παρουσία του κ. Κοτζιά, μετά το πέρας της συνάντησης τους.

Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο δύσκολο, όπως είπε, θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, που όπως είπε εντάσσονται στα «σημαντικά θέματα που ακόμα εκκρεμούν και πρέπει να αντιμετωπιστούν».

«Χρειάζεται να δημιουργήσουμε στη Κύπρο τις προϋποθέσεις εκείνες που θα επιτρέψουν και στις δύο κοινότητες να αισθανθούν ασφαλείς, όχι μόνο με την φυσική έννοια του όρου, αλλά και με εκείνην της πολιτισμικής επιβίωσης της κάθε κοινότητας ως μονάδας, με τέτοιον δε τρόπο που να μην παραβαίνει η μία πλευρά την ασφάλεια της άλλης», τόνισε.

Το τι σημαίνει αυτό για τους Τ/Κ μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που σημαίνει για τους Ε/Κ, πρόσθεσε, αλλά είναι ανάγκη να σεβόμαστε και τους δύο.

Ο κ. Έιντε είπε πως σκοπίμως δεν θέλει να αναφερθεί περισσότερo στο θέμα των εγγυήσεων. Τόνισε μόνο ότι «είναι σημαντικό να δούμε τι πρέπει να γίνει με τον διακανονισμό που αποφασίστηκε το 1960 υπό πολύ δύσκολες και διαφορετικές περιστάσεις, και πως μπορεί όλο αυτό το σύστημα να προσαρμοστεί στις ανάγκες και τις πραγματικότητες του σήμερα».

Ενημέρωσε τους Έλληνες δημοσιογράφους ότι όλη η διαπραγματευτική ομάδα εργάζεται πολύ στενά με την ΕΕ, με σκοπό την αναζήτηση μιας λύσης που να είναι προσαρμοσμένη στις βασικές της αρχές. «Όπως γνωρίζουμε, το κοινοτικό κεκτημένο, στη πράξη, δεν εφαρμόζεται για το βόρειο κομμάτι, το τουρκοκυπριακό κομμάτι της Κύπρου. Και ότι η φιλοδοξία μας είναι ότι αυτό το κομμάτι να ενωθεί με την Ευρωπαϊκή χώρα, πλήρως ευθυγραμμισμένο με όλες τις ευρωπαϊκές αρχές. Και για αυτόν τον λόγο, περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη φορά, έχουμε αναμίξει την ΕΕ στην δουλειά που κάνουμε, μέσω ενός ειδικού αντιπροσώπου της που εργάζεται μαζί μου στο γραφείο μου στη Λευκωσία. Και αυτή είναι μία πολύ σημαντική εξέλιξη, ιδίως τις τελευταίες εβδομάδες, τους τελευταίους μήνες».

Επιμένοντας στο θέμα αυτό, ο κ. Έϊντε έιπε πως είναι πρωταρχικής σημασίας ότι μιλάμε για μία ευρωπαϊκή λύση, που θα είναι στα πλαίσια όχι μόνο με τις ευρωπαϊκές αρχές, αλλά και της νομολογίας του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων οργάνων». Εμείς, πρόσθεσε, εξετάζουμε τώρα τρόπους ώστε μια τέτοια λύση να είναι συμβατή με όλα αυτά. Και υπάρχει συμφωνία ως προς τούτο. Δεν τα λέω μόνο εγώ αυτά. Αποτελούν προϋπόθεση των συζητήσεων, ότι αυτές οι αρχές θα γίνουν σεβαστές.

«Αλλά μέσα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα υπάρχει μία σειρά από διευθετήσεις από τις οποίες αντλούμε έμπνευση ώστε να δούμε πως αυτά τα λεπτά θέματα θα μπορέσουν να λυθούν με έναν τρόπο που θα είναι επ’ ωφελεία όλων, όπου όλοι οι Κύπριοι θα είναι πολίτες ενός κράτους στο οποίο θα υπάρχει ελεύθερη διακίνηση και θα μπορεί ο καθένας να μεταφέρει την οικονομική του δραστηριότητα (έδρα) αλλά και την κατοικία του ελεύθερα. Την ίδια στιγμή όμως, θα έχουμε ένα κράτος στο οποίο η κάθε κοινότητα θα μπορέσει να διατηρήσει μια αίσθηση συνέχειας, ως κοινότητα», υπογράμμισε.

Αναφερόμενος στις συνομιλίες του με τον κ. Κοτζιά, εκτός του ότι τις χαρακτήρισε «εποικοδομητικές και χρήσιμες», είπε πως είναι μέρος της διαδικασίας το ότι «δεν πρόκειται να αποκαλύψω όλα όσα έχουμε συζητήσει, διότι βρισκόμαστε τώρα στο σημείο που δεν είμαστε απαραιτήτως έτοιμοι να αποκαλύψουμε τι πρόκειται να συμβεί».

Εκείνο όμως που μπορώ να πω, πρόσθεσε, είναι ότι υπάρχει πραγματική βούληση ανάμεσα σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για την ανεύρεση λύσεων, για να γίνουν πιο δημιουργικοί και να σκέφτονται εκτός πλαισίου σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τους Κυπρίους να βρουν μια λύση σ’ αυτό που ουσιαστικά είναι δικό τους πρόβλημα – οι Τ/Κ και οι Ε/Κ ομοίως, πως θα μπορέσουν τελικά να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον, να δημιουργήσουν ένα λειτουργικό ομοσπονδιακό κράτος, διζωνικό, δικοινοτικό και μέσα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών αρχών και πρακτικών, και με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει περισσότερη πρόοδος και ευημερία για όλους τους πολίτες της Κύπρου.

«Ζουμε τώρα σε μία εποχή – και είναι και αυτό κάτι που συζήτησα με τον Υπουργό και νομίζω πως έχουμε παρόμοια ανάλυση επί του θέματος – με σοβαρές γεωπολιτικές αναταράξεις. Είδαμε μόλις την αυξανόμενη ένταση στην Μέση Ανατολή μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας. Βιώνουμε την κρίση που ακόμα υπάρχει μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Γινόμαστε μάρτυρες της αποδόμησης της Συρίας και του Ιράκ που ξέραμε, καθώς και τις ανάπτυξης του Ισλαμικού Κράτους».

«Είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο περιβάλλον μέσα στο οποίο εμείς διαπραγματευόμαστε. Θα πίστευε κάποιος ότι ένα τέτοιο περιβάλλον θα δυσχέραινε την διαπραγματευτική διαδικασία στο Κυπριακό. Όμως, δική μου αίσθηση είναι ότι και οι δύο ηγέτες στη Κύπρο, καθώς και όλες οι χώρες που υποστηρίζουν τις προσπάθειές μας, αντιλαμβάνονται ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αυτή είναι πραγματικά η στιγμή που πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία και να βρεθεί μία οριστική λύση στο πρόβλημά τους, που διαρκεί πολλές δεκαετίες τώρα».

Ο κ. Εϊντε χαρακτήρισε «ανωμαλία» το γεγονός ότι η Κύπρος είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που χρειάζεται την ειρηνευτική προστασία. Τα Ηνωμένα Εθνη βρίσκονται στη Κύπρο με την ειρηνευτική τους δύναμη σχεδόν 52 χρόνια, είπε. «Είναι πολύς καιρός. Περισσότερο από μισός αιώνας. Και έχουμε να κάνουμε με μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που όμως είναι ακόμα διαιρεμένη. Αυτό είναι μια ανωμαλία που θα θέλαμε να ξεπεράσουμε».

Ερωτήθηκε ο κ. Έϊντε εάν βλέπει παραμονή των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στη Κύπρο και μετά την ενδεχόμενη λύση;

Αυτό θα το αποφασίσουν οι δύο κοινότητες, είπε. «Η δική μου αίσθηση είναι ότι οι Κύπριοι μας θέλουν, εμάς των ΗΕ, να είμαστε εκεί στην φάση της εφαρμογής της λύσης, επιβλέποντας την μετάβαση από την παλιά κατάσταση στην νέα που θα προκύψει. Τελικά όμως, και σταδιακά, μπορεί να μειωθεί η παρουσία μας, μέχρις ότου γίνει η Κύπρος μία φυσιολογική χώρα που δεν θα έχει πια καμία ανάγκη από ειρηνευτικές δυνάμεις».

Και πρόσθεσε:

“Δεν υπάρχει καμία άλλη χώρα της ΕΕ που να βρίσκεται στην ατζέντα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Και ένας από τους στόχους αυτής της διαδικασίας είναι να μην υπάρξει καμία. Αλλά, για να πάμε από την τωρινή στατική κατάσταση σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων, βεβαίως μία διεθνής υποστήριξη, από οικονομικής απόψεως αλλά και απόψεως ασφαλείας, είναι σημαντική να υπάρξει σε μεταβατική φάση. Ετσι την επόμενη εβδομάδα μεταβαίνω στη Νέα Υόρκη για να ενημερώσω το ΣΑ ξανά, όπως κάνω τακτικά. Και αυτό είναι ένα θέμα: Πως τα ΗΕ θα προσαρμοστούν με την έλευση μιας πραγματικής συμφωνίας; Αλλά πάλι, όλα θα στηριχτούν στην γενική αντίληψη των πολιτών της Κύπρου».

Ρωτήθηκε, τέλος, εάν βλέπει λύση μέσα στο 2016; Απάντησε, ξεκινώντας από μία διαπίστωση:

«Αυτός ο τρέχων κύκλος των διαπραγματεύσεων ξεκίνησε τον περασμένο Μάιο, και συνεχίζεται δίχως διακοπή για αρκετούς μήνες χωρίς κάποια σοβαρή κρίση καθ’ οδόν. Αυτό είναι αρκετά ασυνήθιστο. Οι δύο ηγέτες έχουν συναντηθεί 19 φορές, επίσημα. Οι διαπραγματευτές, 63 φορές. Υπάρχουν ομάδες εργασίας, τεχνική επιτροπή, που έχουν πραγματοποιήσει εκατοντάδες συναντήσεις. Είναι ένας μεγάλος μηχανισμός».

Και επισήμανε στη συνέχεια ότι μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη σε αυτήν την διαδικασία είναι ότι, όχι μόνο βρίσκουμε σταδιακά από κοινού λύσεις, αλλά βοηθούμε και τις δύο πλευρές να κατανοήσει η κάθε μία ποια είναι η θέση της άλλης. «Έτσι, υπάρχει μία όλο και πιο δυνατή κατανόηση στο ότι, ακόμα και εάν υπάρχει διαφωνία, υπάρχει κάποια λογική πίσω από αυτήν, και τούτο είναι πολύ ενθαρρυντικό».

Για να καταλήξει:

«Εγώ, εργάζομαι μόνο για την επίτευξη λύσης. Και αυτή είναι η εντολή που έχω από το Συμβούλιο Ασφαλείας και τον Γενικό Γραμματέα. Είναι πολύ σημαντικό ότι η πρωτοβουλία αυτής της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων ανήκει στους 2 ηγέτες, όχι σε μένα. Οι κ.κ. Αναστασιάδης και Ακιντζί είναι οι ιδιοκτήτες αυτής της διαδικασίας. Εγώ βοηθάω στη διαδικασία. Κανονίζω τις συναντήσεις, σερβίρω τον καφέ. Στα πρωτοχρονιάτικα μηνύματά τους μιλώντας και οι δύο στα ελληνικά και τουρκικά, είπαν πως ελπίζουν σε λύση εντός του 2016. Και αυτό για μένα αρκεί. Συμφωνώ μαζί τους».