Εκείνα τα «μαύρα Χριστούγεννα» που δεν ήταν και τόσο μαύρα…

 

????????????????????????????????????

Γράφει η Ανδρούλα Γκιούρωφ

« Μαύρα Χριστούγεννα θα περάσουν οι οικογένειες των πολιτικών κρατούμενων στελεχών του ΑΚΕΛ»  έγραφε σε πρωτοσέλιδο με τη φωτογραφία της οικογένειας μου σε πρώτο πλάνο , σε μια από τις εκδόσεις  που κυκλοφορησε η ΧΑΡΑΥΓΗ το Δεκέβρη του 56 ή 57 δε θυμούμε ακριβώς την χρονονολογία αλλά ήταν ένα ή δύο χρόνια μετά συλληψη των 135 στελεχών του ΑΚΕΛ που επεσυνέβη τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 14ης Δεκεμβρίου 1955 ύστερα από το διάταγμα του αποικιακού κυβερνήτη  Χάρντιγκ να κηρύξει παράνομο το ΑΚΕΛ και τις λαϊκές οργανώσεις  Ενωσης Αγροτών Κύπρου (ΕΑΚ), την  Παγκύπρια Οργάνωση Δημοκρατικών Γυναικών (ΠΟΔΓ) και την Ανορθωτική Οργάνωση Νεολαίας (ΑΟΝ).Δεν θυμάμαι εκείνη την άγρια νύκτα της 14ης του Δεκέβρη όπου οι Εγγλέζοι μαζί με έναν διερμηνέα  Ελληνα Κύπριο έσπασαν σχεδόν την πόρτα για να μπουν στο σπίτι. Οι μόνοι που ξύπνησαν  εκείνη την κρύα νύκτα του Δεκέβρη ήταν η μάνα μας και ο αδελφός μου ο Δωρος ο οποίος μια σταλιά παιδί  στάθηκε μπροστά στον πατέρα μας και δεν επέτρεπε στους οπλισμένους Εγγλέζους να συλλάβουν τον πατέρα μας , τον Ζαχαρία Φιλιππίδη  , το ίνδαλμα μας  τον ήρωα και προστάτη μας.Ούτε και θυμάμαι πως μέχρι την επομένη το πρωί η μεγάλη φωτιά που άναψαν οι Εγγλέζοι στην πίσω αυλή έκαιγε ακόμα τη βιβλιοθήκη του πατέρα μας με τόμους του Λένιν, το κεφάλιο του Μάρξ , την ποίηση του Βάρναλη, τα βιβλία του Βίκτωρος Ουγκώ του Εμίλ Ζολά και πολλών άλλων συγγραφέων,που οι Εγγλέζοι θεωρούσαν ανατρεπτικά και επικίνδυνα γι’ αυτό και τα έρριξαν στην πυρά «οι πολιτισμένοι κιτρινιάρηδες» .Ηταν τα  βιβλία αυτών των συγγραφέων που  μετά από χρόνια όταν φτάσαμε στην εφηβεία ο  πατέρας μας προέτρεπε να διαβάσουμε για να μάθουμε να ζούμε και να βαδίζουμε όρθιοι  στη λεωφόρο της ζωής. Θυμούμαι όμως τα Χριστούγεννα του 56 του 57 και του 58,  όταν τα ισχνά ποδαράκια  μου μπορούσαν να κάνουν πιο σταθερά βήματα  για να ακολουθούν τη μάνα μου σε όλες τις τρεχάλες. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης  Πολιτικών κρατουμένων της Πύλας και της Κοκκινοτριμιθιάς, στις διαδηλώσεις όπου έπεφτε ξύλο με τα γκλόπς των τούρκων επικουρικών και των Ελλήνων Κυπρίων αστυνομικών( οι οποίοι μετά την Ανεξαρτησία αναβαθμίστηκαν με νισάνια για τις καλές τους υπηρεσίες προς την Αυτού εξοχότητα Βασίλισσα της αυτοκρατορίας) . Δεν έχω  μνήμες από τις επισκέψεις στις Κεντρικές Φυλακές που είχαν ρίξει τον πατέρα μου τον πρώτο καιρό της σύλληψης του μαζί με τους άλλους γιατί ήμουν μωρό παιδί και φαίνεται ούτε και έτυχε να με πάει η μάνα μου εκεί. Οι μνήμες ξεκινούν και μένουν μέχρι σήμερα βαθιά χαραγμένες από τις επισκέψεις στο στρατόπεδο της Πύλας όπου τα παιδιά των πολιτικών κρατουμένων μέσα στο λεωφορείο που μας μετέφερε λέγαμε τραγουδιστά τη διαδρομή « Ασσια Βατυλή Λύση Κοντέα Πέργαμος… φτάσαμε».

Και φτάναμε! Για να μπούμε σε μια τραυματική εμπειρία με τους εγγλέζους και τις τουρκάλλες επικουρικούς να μας ξεγυμνώνουν σε μια αίθουσα μπας και κουβαλούσαμε βόμβες ή μαχαίρια . Μια τέτοια μέρα του εξευτελιστικού ελέγχου  ήταν που αρνιόμουν πεισματικά να δώσω ένα τσαντάκι σε σχήμα τσαρούχι- τσολιά  όπου μέσα είχα δύο γρόσια. Γυμνό και τουρτουρώντας έτρεχα στη μεγάλη αίθουσα με την τουρκάλλα να τρέχει από πίσω μου να ερευνησει το « τσαρούχι» . Με τίποτα δεν θα μου το έπαιρνε…όμως με γράππωσαν οι άλλες γυναίκες των κρατουμένων  που αδημονούσαν να δουν τους γιούδες και τους αντράδες του γιατι η ώρα περνούσε και θα εχαναν το επισκεπτήριο.Στην προσπάθεια της να ανοίξει την σφικτή παιδική παλάμη η τουρκάλλα με έγδαρε και δεν έκλαψα  για να μην   της δώσω ευχαρίστηση . Είναι από τότε που εμαθα να μην κλαίω ποτέ δημόσια.Δεν έκλαψα ούτε όταν συγκεντρωμένα έξω από τα δικαστήρια της Λευκωσίας τα παιδιά των πολιτικών κρατουμένων περιμέναμε τη δίκη των μανάδων και των γιαγιάδων μας επειδή διαδηλωναν μαζί μας για να αφεθούν ελεύθεροι οι πολιτικοί κρατούμενοι και να δικαιούνται επιδόματα οι οικογένειες τους. Ούτε όταν είδαμε να κλείνουν στην κλούβα τη μάνα μου και τη γιαγιά μου και να τις οδηγούν και αυτές στα κρατητήρια. Η μεγαλύτερη μου αδελφή Αννα έκλαιγε γοερά …Ηταν τότε που ανθρωποι του ΑΚΕΛ οι οποίοι δρούσαν   στην παρανομία, έτρεξαν από τη γύρω περιοχή να οδηγήσουν με ασφάλεια στα σπίτια τους  ολα τα  παιδια  των γυναικών που φυλακίστηκαν.Εμάς μας πήρε από το χέρι ένας δημοσιογράφος  της «Χαραυγής» (όπως μας είπαν χρόνια μετά)  και για να σταματήσει η αδελφή μου να κλαίει της έλεγε πως ήταν πολύ όμορφη και έμοιαζε της Συλβάνα Μαγκάνο. Για να σιωπήσει της αγόρασε από ένα αμαξάκι που πωλούσε παντός είδους πραμάτειες , ενα ζευγάρι ματογυάλια του ήλιου.Εγώ επειδή δεν έκλαιγα δεν μου αγόρασε.

«Μαύρα Χριστούγεννα  για τις οικογένειες των πολιτικών κρατουμένων » έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής εκείνα τα πέτρινα χρόνια. Στις δικές μου μνήμες δεν ηταν και τόσο μαύρα…Ειχαν τις αποχρώσεις της αντίστασης και συνειδητοποίησης πως και τα κακά έχουν και τα καλά τους. Ετρεχα ξοπίσω από τη μάνα μου σε όλες τις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις κρατώντας την σφικτά από το φουστάνι μπας και τη χάσω μεσα στον ορυμαγμό του πλήθους και των γκλόπς που κτυπούσαν στο ψαχνό τις γυναίκες των αριστερών κρατουμένων. Ηταν αυτές που αγωνίζονταν λυσσαλέα και πέτυχαν κάποια ωφελήματα για τις οικογενειες όλων των πολιτικών κρατουμένων περιλαμβανομένων και αυτών   της ΕΟΚΑ.

Δεν ήταν και τόσο μαύρα εκείνα τα Χριστούγεννα  γιατί η μάνα μου με έντονα καταγραμμένα  στο DNA της στοιχεία του σκληροτράχηλου «χωριάτη», σε αντίθεση με τον πατέρα μου που αναγιώθηκε στις αστικές περιοχές του Αγίου Κασιανού και του Τακτακαλά ,   φρόντισε να μην μας στερηθεί τίποτε.Το μόνο που στερηθήκαμε τότε, ήταν τον πατέρα μας και του …πουλιού το γάλα .Γιατί χώρισε  την μεγάλη αυλή του πατρικού μας σπιτιού σε παραγωγικές  μονάδες επιβίωσης .Η μισή αυλή μετατράπηκε σε φάρμα γαλοπούλων και άλλη μισή σε περιβολάκι παντός ζαρζαβατικού και λαχανικών. Το εφευρετικό της μυαλό και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και διαιώνισης των βιολογικών της προεκτάσεων, δεν της επέτρεπε να μείνει με σταυρωμένα χέρια και να περιμένει από  ελεημοσύνες.Κτυπησε πόρτες για δουλειά αλλά έκλειναν ερμητικά όταν μάθαιναν πως ο αντρας της ήταν «κομμουνιστής » και βρισκόταν στη φυλακή  για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.Ημουν και γω μάρτυρας σε κάποιες περιπτώσεις. Πάντα με κουβαλούσε μαζί της γιατί δεν είχε κανέναν που ήθελε να διακινδυνεύσει   να φροντίζει το «ποσπόρι» ενός  κομμουνιστή.Τα άλλα μου αδέλφια άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο και ήταν κάπως ασφαλισμένα.Ετσι εγώ ήμουν ο συνοδός κι ο αυτόπτης μάρτυρας της ανηφόρας της και της αγωνίας της  για τον άντρα της και για τη ζήση των παιδιών της.  Στα μάτια της παιδικής μου ηλικίας η μάνα μου έμοιαζε με ένα γίγαντα, παρότι το ύψος της δεν ξεπερνουσε το 1,50.Και  όταν έτρεχε να μαζεύει  υπογραφές από πολίτες για να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, και όταν άρπαζε από τα γένια τον τότε παπά της ενορίας της Χρυσελέουσας Στροβόλου, επειδή αρνιόταν να υπογράψει για να αφεθούν ελεύθεροι οι «άθεοι κομμουνισταί».Και θυμάμαι τον εξάψαλμο της μάνας μου που του είχε πει πως « ο Χριστός δεν δίδαξε να χωρίζονται οι πιστοί σε αμνούς και ερίφια».Και του είπε και άλλα πολλά,  με την δασκάλα- παπαδιά να στέκει άναυδη με τη χτένα στο χέρι  για το θράσος της μάνας μου και το δικό μου γιατί έτσι πάει το πράμα .«Δείξε μου τη μάνα σου να σου πω ποιά είσαι…» Και όταν ύστερα από  χρόνια όταν  είχα για δασκάλα την κυρά Ευαγγελία στη Β’ Αστική Στροβόλου δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ  στο μάθημα της γιατί έρχονταν στη μνήμη μου οι σκηνές με το μαδημένο γένι του παπά -συζύγου της στη γροθιά της μάνας μου  και την ίδια να μας βλέπει με γουρλωμένα από θυμό μάτια γιατί  παραμονές  Χριστουγέννων χαλάσαμε την οικογειακή θαλπωρή.

Εκείνα τα «μαύρα Χριστούγεννα» η μάνα μας φρόντιζε να δίνει χρώμα χαρούμενο με μικρές εκπλήξεις. Ενα Χριστουγεννιάτικο δέντρο από κλαδιά ελιάς με στολίδια από αποκόμματα χαρτιού και κορδελίτσες από παλιά ρούχα. Εδινε λάμψη  με τα γαργαριστά γελάκια της παρότι έκλαιε από μέσα της, και  φώτιζε τις παιδικές μας ψυχές καθότι η «παραγωγική μονάδα» με τις γαλουπούλες απέφερε τόσα όσα    να έχουμε καινούρια ρούχα και παπούτσια και να πηγαίνουμε καθαροί και λαμπεροί στην Εκκλησία. Οχι βεβαια  σε αυτήν που λειτουργούσε ο πάτερ Λεόντιος με το μαδημένο από το χέρι της μάνας μου γένι.Είχαμε στο τραπέζι μας βούτηρο και μέλι και μια παραγεμιστή γαλοπούλα δικής της παραγωγής.Χόρτα φρούτα και λαχανικά από το δικό της περιβόλι.   Κάθε που κτυπούσαν πένθιμα οι καμπάνες και μάθαινε ποιός πέθανε στη γειτονιά  ή στην πάρα πάνω ενορία έστελλε  εμένα και την αδελφή μου Αννα να πάρουμε φαγητό στα ορφανά.

Ηταν από εκείνα τα μαύρα Χριστούγεννα που στο επισκεπτήριο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των πολιτικών κρατουμένων , η γιαγιά μου η Αννα άρπαζε από το γιακά ένα χολερικό εγγλέζο επειδή δεν της επέτρεπε να παρει ένα κέικ που έφτιαξε  για το γιό της.Το κέικ βέβαια δεν έφτασε ποτέ στον πατέρα μου γιατί βρέθηκε σε αυτό ένας σουγιάς και ίσως αυτός ήταν και ένας από του λόγους που ο πατέρας ανκαι ήταν από τους πρωτους που συνελήφθηκαν ήταν  από τους τελευταίους που αφέθηκε ελεύθερος.

Σήμερα, ανήμερα Χριστουγέννων έρχονται σαν σκηνές από ταινία προσεχώς, οι μνήμες να φωτίσουν γεγονότα μακρυνά. Παιδικές χαρές, λύπες και ζαβολιές.Οπως εκείνη τη μέρα που η γιαγιά Αννα μας πρόσεχε ολους γιατί η μάνα μας πήγε στα κρατητήρια να δει τον πατέρα μας.Τα λευκά βαθιά πορσελάνινα πιάτα γεμάτα από σούπα αυγολέμονο με τη γιαγιά να απαιτεί να φάμε όλη τη σούπα μας και την αδελφή μου να κλαίει επειδή δεν ήθελε άλλη. Εγώ είχα προλάβει να της ξεκαθαρίσω πως η κοιλιά μου δεν ήταν τόσο μεγάλη σαν τη δική της για να χωρέσει τόση σούπα γι’ αυτό και ο θυμός της επικεντρώθηκε  στην αδελφή μου που πάλι έκλαιγε γοερά κοιτάζονας έντρομη το βαθύ με σούπα πιάτο της. Ευτυχως την έσωσε η παρέμβαση της μάνας μας που έφτανε  εκείνη την ώρα κατάκοπη και μαραζωμένη στο σπίτι της γιαγιάς …Και τη γιαγιά να φωνάζει πως μας κακομαθαίνει και γω να θυμώνω στη γιαγιά γιατί δεν ήθελα κανένας να θυμώνει στη μάνα μου.Είχα βέβαια  την ατυχία ή το προνόμιο να ήμουν το βαφτηστήρι της γιαγιάς και το δικαιωματικό  τσαμπουκά να της αυθαδιάζω. Οταν μεγαλώσαμε  και βλέπαμε ακόμα στις πιατοθήκες της γιαγιάς εκείνα τα βαθιά λευκά πιάτα γελούσαμε γιατί εκείνες οι οδυνηρές  μνήμες φάνταζαν τώρα  διαφορετικές  και με άλλες αποχρώσεις.Οχι  του σκούρου μαύρου.

O μαρξιστής Γκυ Ντεπόρ έγραφε κάποτε:« Για να ξέρεις να γράφεις πρέπει να έχεις διαβάσει και για να ξέρεις να διαβάζεις πρέπει να έχεις ζήσει.» Είχα την χαρά να ταξιδέψω μέσα από χιλιάδες εμπειρίες.Να έχω διαβάσει εκατοντάδες  βιβλία  και να έχω ζήσει τόσο έντονα ακόμα και εκείνα «τα μαύρα Χριστούγεννα»   που δεν ηταν και τόσο μαύρα.Γιατί με έμαθαν να διαβάζω τους ανθρώπους .Ακόμα και εκείνους που σε επισκέπτονται  σαν  φίλοι και κρυβουν την μνησικακία , τον φθόνο και τη δολιότητα  βαθιά στη μίζερη  ψυχή τους .

Σήμερα εκείνα «τα μαύρα Χριστούγεννα» έχουν εξιδανικευτεί με το λευκό της τότε αυθεντικής και άδολης παιδική ψυχής και με τα διδάγματα που σου αφήνουν  οι πράξεις και όχι τα παραφουσκωμένα λόγια αυτών που έμαθαν μόνο να γράφουν επετειακά λογίδρια και  επιφυλλίδες για την τότε εποχή, στέρφες από συναισθήματα και εμπειρίες.

Καλά Χριστούγεννα!