Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Μετά την τελευταία βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, διάφοροι ανεκδιήγητοι ηγετίσκοι του, καλλιέργησαν τη θεωρία ότι το κόμμα δεν έδωσε βάση στις ανάγκες των μεσαίων στρωμάτων, της μεσαίας τάξης και του μεσαίου χώρου. Του διέφυγε βέβαια του Παππά και του έτερου «σωματοφύλακα» του Κασσελάκη, εξαδέλφου Τσίπρα ότι τον ΣΥΡΙΖΑ τον καταψήφισαν όχι μόνο οι μεσαίοι αλλά και οι φτωχοί!
Με τα μυαλά που κουβαλάνε οι ΣΥΡΙΖαίοι, ιδίως οι μετέχοντες στο κόλπο Κασσελάκη, είναι απορίας άξιο που το κόμμα αυτό καταφέρνει ακόμα να παίρνει διψήφιο ποσοστό. Το καταφέρνει όχι γιατί το εκτιμούν ακόμα και αυτοί που το ψηφίζουν, αλλά γιατί νοιώθουν την ανάγκη να αντιπαραθέσουν έστω και μια ανάπηρη αντιπολίτευση στον εθνικό και κοινωνικό όλεθρο που εκφράζει το σύστημα Μητσοτάκη.
Βέβαια ο κίνδυνος, μετά την αυτοκτονία της αριστεράς δια του Κασσελάκη, και εφόσον δεν ανατραπεί το πραξικόπημα Golman Sachs-ΗΠΑ-Τσίπρα, είναι να μην απομείνει τίποτα μεταξύ ΚΚΕ και ΝΔ να εκφράσει την παραμένουσα -παρά τις βαρύτατες ήττες της και τη συρρίκνωσή της – πλειοψηφική (αλλά διαρκώς προδιδόμενη) στην Ελλάδα παράταξη της κεντροαριστεράς και αριστεράς. Τη λέμε πλειοψηφική γιατί λογαριάζουμε και όσους, όλο και περισσότερους, οπαδούς αυτής της παράταξης που δεν συμμετέχουν στις εκλογές.
Τακτοποιώντας τα περιοδικά μου τις προάλλες έπεσα απάνω σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Τρότσκι για το θέμα της ψυχολογίας των μεσαίων τάξεων. Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα (πρέπει βέβαια να διαβαστεί «μεταφρασμένο», δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη την εποχή που γράφτηκε, τη γλώσσα και τις συνθήκες της, αλλιώς, όπως και πολλά άλλα κλασσικά μαρξιστικά κείμενα, φαίνεται σαν αριστερίστικη μπούρδα):
Άνθρωποι της κοινοβουλευτικής ρουτίνας που νομίζουνε πως ξέρουνε τον λαό, συνηθίζουν να λένε κάθε τόσο: «Δεν πρέπει να τρομάζουμε τις μεσαίες τάξεις με την επανάσταση. Σ’ αυτές δεν αρέσουν τα άκρα». Με τη γενική αυτή μορφή η βεβαίωση είναι απολύτως εσφαλμένη. Φυσικά ο μικροϊδιοκτήτης αγαπάει την τάξη όσον καιρό οι δουλειές του πάνε καλά και όσο ελπίζει πως θα πάνε καλύτερα. Όταν όμως χαθεί αυτό το πνεύμα, ο μικροαστός εύκολα εξαγριώνεται και είναι έτοιμος να καταφύγει στα πιο ακραία μέτρα.
… Η μικροαστική τάξη είναι οικονομικά εξαρτημένη και πολιτικά τεμαχισμένη. Γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορεί να έχει μια δική της πολιτική. Χρειάζεται έναν «αρχηγό» που να της εμπνέει εμπιστοσύνη. Αυτόν τον ατομικό ή συλλογικό αρχηγό, δηλαδή μια προσωπικότητα ή ένα κόμμα, μπορεί να της τον δώσει η μία ή η άλλη από τις βασικές τάξεις, είτε η μεγαλοαστική τάξη είτε το προλεταριάτο.
… Για να τραβήξει όμως κοντά του τη μικροαστική τάξη το προλεταριάτο, πρέπει να κατακτήσει την εμπιστοσύνη της. Και για να το πετύχει αυτό πρέπει να έχει το ίδιο εμπιστοσύνη στη δύναμή του.
Πρέπει να έχει ένα ξάστερο πρόγραμμα δράσης και να είναι έτοιμο ν’ αγωνιστεί για την εξουσία με όλα τα μέσα που υπάρχουν. Οργανωμένο από το επαναστατικό του κόμμα και έτοιμο για μια αποφασιστική και ανελέητη πάλη, το προλεταριάτο λέει στους χωρικούς και στους βιοπαλαιστές της πόλης: «Αγωνίζομαι για την εξουσία. Να το πρόγραμμά μου. Είμαι έτοιμος να συνεννοηθώ μαζί σας για μεταβολές σ’ αυτό το πρόγραμμα. Τη βία θα τη χρησιμοποιήσω μονάχα ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και τους λακέδες του. Μ’ εσάς όμως, που είστε εργαζόμενοι, θέλω να κλείσω μια συμμαχία πάνω στη βάση ενός ορισμένου προγράμματος» (Πού βαδίζει η Γαλλία, 1933).
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν ότι είχε ένα σχέδιο για τη χώρα, τη διακοπή δηλαδή των αποικιακών προγραμμάτων μνημονίων και δανειακών (λέμε φαινόταν γιατί δεν είχε τέτοιο σχέδιο στην πραγματικότητα, αλλά μόνο στη ρητορεία), τότε τον στήριξαν ευρύτατες δυνάμεις και από τα λαϊκά στρώματα και από τις «μεσαίες τάξεις», έφτασε να αποσπάσει την υποστήριξη των δύο τρίτων σχεδόν του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα του 2015. Όταν εμφανίστηκε χωρίς κανένα σχέδιο και σοβαρή ιδέα στο κεφάλι του, με μόνο πρόγραμμα πως τα στελέχη του, καθησυχάζοντας και κολακεύοντας την εγχώρια ολιγαρχία και τους ξένους προστάτες, θα ξαναγίνουν Υπουργοί, τον εγκατέλειψαν μαζικά και οι μεν και οι δε. Τόσο απλά είναι τα πράγματα.
Για τον Λένιν τώρα πολλοί έχουν τις πιο διαφορετικές γνώμες, θετικές ή αρνητικές, δεν χωρεί όμως αμφιβολία ότι υπήρξε η πολιτική προσωπικότητα που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως από οποιαδήποτε άλλη στον 20ο αιώνα. Το παρακάτω απόσπασμα μάς δίνει μια ιδέα του πώς αντιλαμβανόταν την αριστερά, αλλά και γιατί τα κόμματα που σήμερα αναφέρονται στην αριστερά συνιστούν τόσο εκφυλισμένες εκφάνσεις των αρχικών ιδεών της:
Η θεωρητική και η πρακτική δουλειά συγχωνεύονται σε μία μόνη δουλειά, που τόσο εύστοχα την περιέγραψε ο παλαίμαχος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας Λίμπκνεχτ: Studieren, Propagandieren, Orgaisieren (Να μελετάμε, να προπαγανδίζουμε, να οργανώνουμε).
Δεν μπορείς να καθοδηγείς ιδεολογικά χωρίς να κάνεις θεωρητική δουλειά. Αλλά επίσης, δεν μπορείς να καθοδηγείς χωρίς να κατευθύνεις αυτή τη δουλειά μέχρι τις πρακτικές απαιτήσεις, δηλαδή να προπαγανδίζεις τ’ αποτελέσματα αυτής της δουλειάς μέσα στους εργάτες και να βοηθάς την οργάνωσή του» (Λένιν, «Τι είναι οι Φίλοι του Λαού και πως πολεμούν τους Σοσιαλδημοκράτες», 1894).
Σε μια άλλη ρήση του, που νομίζω ότι εκφράζει όλο το πνεύμα της αντίληψής του για την πολιτική, ο Λένιν είχε πει ότι οι Μπολσεβίκοι διακρίνονται από όλα τα άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος, γιατί διεισδύουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, τα επηρεάζουν και επηρεάζονται από αυτά.
Η σημερινή ελληνική και ευρωπαϊκή αριστερά έχει μηδαμινή, άξια λόγου, θεωρητική παραγωγή κι αυτή που έχει συνήθως δεν διαβάζεται. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει και μηδαμινή πρακτική δράση, αυτή που συνδέει παραδοσιακά ένα αριστερό κόμμα, τα μέλη και τα στελέχη του, με την κοινωνία και τον λαό. Πώς να μην οδηγηθεί σε ταπεινωτικές συνθηκολογήσεις άνευ μάχης, όπως αυτή του 2015, πώς να μην αποσυντεθεί στο σημείο να παραδοθεί από τον ίδιο τον πρώην αρχηγό του, που κατέληξε το κατεξοχήν σύμβολο αυτής της αποσύνθεσης, απευθείας στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και τις αμερικανικές υπηρεσίες;
Δεν ξέρουμε πότε και πώς θα ανασυντεθεί μια αριστερά άξια του ονόματός της στην Ελλάδα, που παραμένει σήμερα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ, αλλά μοιάζει ταυτόχρονα και σχεδόν ανέφικτη. Μια τέτοια αριστερά όμως θα υπάρξει, αν και όταν υπάρξει, μόνο σε στενή συνάφεια με την κοινωνία, ως έκφραση της κοινωνίας και δεν μπορεί να φτιαχτεί με υλικό ανθρώπους που ενδιαφέρονται μόνο για να βγούνε βουλευτές, να γίνουν υπουργοί ή να πάρουν μια θέση στον κομματικό μηχανισμό.
Konstantakopoulos.gr