Στις 2 Απριλίου συνεχίζεται η δίκη Τράπεζας Κύπρου και πρώην στελεχών της

CNA_Mbf996100fd86449bb3cebef165e6bcf0-1Στις 2 Απριλίου το πρωί, συνεχίζεται η διαδικασία ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία για τα πρώην ανώτατα στελέχη της Τράπεζας Κύπρου και της τράπεζας ως νομικού προσώπου.

Κατά τη σημερινή δικάσιμο αγόρευσαν οι δικηγόροι υπεράσπισης, προβάλλοντας επιχειρήματα υπέρ της αναστολής ή /και διακοπής της δίκης λόγω «κατάχρησης διαδικασίας».

Στην επόμενη δικάσιμο θα τοποθετηθεί η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας Πωλίνα Ευθυβούλου.

Στην αγόρευσή του ο εκ των δικηγόρων υπεράσπισης Πόλυς Πολυβίου αναφέρθηκε εκτενώς στις πρόνοιες της νομοθεσίας, την απόφαση της Κεφαλαιαγοράς και το κατηγορητήριο υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το βάθρο γεγονότων είναι το ίδιο». Παρέθεσε επίσης σειρά νομολογίας από το αγγλικό και το κυπριακό δίκαιο όπου καθορίζεται τι καθιστά «κατάχρηση διαδικασίας».

Είπε επίσης ότι στην προσφυγή της ενώπιον του Ανωτάτου η Τράπεζα Κύπρου επιχειρηματολογεί ότι η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι άκυρη ή / και παράνομη και ότι η Επιτροπή παρερμήνευσε τις σχετικές πρόνοιες του νόμου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ανέφερε, ενήργησε με πλάνη για τα γεγονότα και με πλάνη για το νόμο. Το Ανώτατο, πρόσθεσε, θα πρέπει να αναφέρει κατά πόσο η ερμηνεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι ορθή ή όχι.

Σύμφωνα με τον κ. Πολυβίου θα ήταν άδικο για την Τράπεζα Κύπρου να υποστεί κατηγορίες για τα ίδια θέματα. Η απόφαση του Ανωτάτου, υποστήριξε, θα έχει καταλυτική σημασία για την διαδικασία αυτή. Ζητούμε από εσάς να αναστείλετε την διαδικασία, είπε, κάνοντας λόγο για ανάγκη περιφρούρησης των θεσμών αλλά και σεβασμού προς το Ανώτατο.

Η προσφυγή για το Ανώτατο έχει οριστεί, όπως είπε, για οδηγίες στις 7/4 ενώπιον του δικαστή Κώστα Παμπαλλή.

Σε πρόσφατη υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρθηκε ο εκ των δικηγόρων υπεράσπισης Δημήτρης Αραούζος, υποστηρίζοντας ότι διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι λόγω της φύσης των ποινών ποινική διαδικασία.

Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγορά πήρε την απόφασή της χωρίς να δώσει το δικαίωμα στους κατηγορούμενους, πέραν της Τράπεζας Κύπρου, να τοποθετηθούν για την ουσία του ζητήματος. Απευθυνόμενος στο τριμελές δικαστήριο επιχειρηματολόγησε ότι «δεν υπάρχουν εκείνες οι συνθήκες που να επιτρέπουν την συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον σας».

Είπε επίσης ότι στην Αγγλία γίνεται συντονισμός μεταξύ διωκτικών αρχών και της αντίστοιχης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως προς την εξέταση ή έρευνα τέτοιων αδικημάτων, κάτι που δεν συμβαίνει στην Κύπρο. Αν αφήσετε αυτή τη διαδικασία να εξελιχθεί, πρόσθεσε, θα καταλήξει σε κατάχρηση χρόνου, χρήματος και ταλαιπωρίας.

Από την πλευρά του ο Ευστάθιος Ευσταθίου αρκέστηκε να πει ότι η υπόθεση εμπίπτει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια της αμερόληπτης κρίσης του έναντι των διάδικων μερών. Αναφερόμενος στη διαδικασία των προσφυγών που βρίσκεται ενώπιον του Ανωτάτου, είπε ότι υπάρχει προσδοκία να υπάρξει μια ερμηνεία όρων και θα ήταν προς το συμφέρον όλων να αναμένουν να δουν ποια θα είναι η αυθεντική αυτή ερμηνεία του Ανωτάτου. Κάλεσε το δικαστήριο στην ουσία να αναβάλλει ουσιαστικά την υπόθεση για ένα προβλέψιμο χρονικό διάστημα.

Στη δική του αγόρευση ο Κρις Τριανταφυλλίδης υποστήριξε ότι το δικαστήριο πρέπει να σταθεί αρωγός και να διασφαλίσει ότι δεν θα γίνει κατάχρηση της διαδικασίας. Δεν μπορεί, πρόσθεσε, το κράτος να εκμεταλλεύεται την ύπαρξη και του θεσμού της δικαιοσύνης για να παίξει το παιχνίδι του ασύδοτου κράτους ενάντια στον πολίτη.

Το δικαστήριο σύμφωνα με τον ίδιο οφείλει είτε να αναστείλει, είτε να διακόψει τη διαδικασία.

Τέλος ο Ηλίας Στεφάνου αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση του ΕΔΑΔ διευκρινίζοντας ότι σημασία έχει το αποτέλεσμα, δηλαδή η ποινή που επιβλήθηκε. Έκανε λόγο για κατάχρηση διαδικασίας λόγω πολλαπλότητας διαδικασίας και ζήτησε όπως αποφασιστεί απόρριψη ή αναστολή της.

Πέραν της εταιρείας, κατηγορούμενοι είναι οι πρώην Πρόεδροι του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας Θεόδωρος Αριστοδήμου και Αντρέας Αρτέμης, οι πρώην διευθύνοντες σύμβουλοι Ανδρέας Ηλιάδης και Γιάννης Κυπρή και ο πρώην αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας και υπεύθυνος για τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα Γιάννης Πεχλιβανίδης.

Όλοι οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες της συνωμοσίας προς καταδολίευσης και της χειραγώγησης της αγοράς αναφορικά με «τη μη ενημέρωση του κοινού ότι οι κεφαλαιουχικές ανάγκες της 1η κατηγορούμενης (η τράπεζα) είχαν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το ποσό των €200 εκατ. που είχε ανακοινωθεί στις 10 Μαΐου του 2012».