Συγκλονιστικές είναι οι ανακοινώσεις που έγιναν στην επιστημονική ημερίδα με κεντρικό θέμα «Νέα ευρήματα από τον τάφο Ι των Αιγών» στο αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης” με ομιλητές μεταξύ άλλων τον Θεόδωρο Αντίκα, υπίατρος – καθηγητή της Ανατομίας και Φυσιολογίας σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και τον Γιάννη Μανιάτη επικεφαλής του εργαστηρίου Αρχαιομετρίας του “Δημόκριτου”.
Για πρώτη φορά δίνεται η “υγειονομική ταυτότητα” των τεφρών και για πρώτη φορά αποκαλύπτεται ότι η Σκύθισσα πριγκίπισσα το πτώμα της οποίας βρέθηκε αποτεφρεωμένο στον προθάλαμο ήταν ανάπηρη! Δεν βρέθηκε
κανένας τραυματισμός γύρω από το μάτι που να δικαιολογεί τύφλωση, όπως μαρτυρίες αναφέρουν ότι είχε ο Φίλιππος ο Β’. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν είναι ο Φίλιππος ο Β’ αφού η τύφλωση στο ένα μάτι (όλες οι πηγές βεβαιώνουν ότι ήταν τυφλός από το ένα μάτι) μπορεί να προερχόταν από τραύμα κατ’ευθείαν στο εσωτερικό του. Να σημειώσουμε ότι ορισμένοι ιστορικοί τα τελευταία χρόνια υποστηρίζουν ότι στο τάφο είναι θαμμένοςο στρατηγός Γονατάς και όχι ο Φίλιππος ο Β’…Η εργασία των επιστημονικών ομάδων που μελετούν την τελευταία τετραετία τα ευρήματα από τα υπολείμματα της καύσης των οστών από τους τάφους των Αιγών, είναι πραγματικά ενυτπωσιακή σε ότι αφορά τα συμπεράσματά τους.
Θεωρούν βέβαιο ότι στο Βασιλικό Τάφο ΙΙ των Αιγών βρίσκονται τα οστά του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου του Β΄.
Από που προκύπτει αυτό το συμπέρασμα:
Ο νεκρός ήταν άνδρας, ηλικίας 41-49 ετών (45+4), είχε υποστεί τραύμα στο 4ο μετατάρσιο του αριστερού χεριού του (όχι όμως και στα οστά του προσώπου του -πέριξ του ματιού, χωρίς όμως αυτό να αποκλείει την τυφλότητά του από τραύμα το οποίο όμως δεν έπληξε τα οστά), έπασχε από χρόνια ιγμορίτιδα (πιθανόν λόγω της μόλυνσης που υπέστη από τραύμα), έπασχε από χρόνια πλευρίτιδα (πιθανόν από φυματίωση), από οστεόφυτα (παρατηρήθηκαν κατά τη μελέτη των οστών εκφυλιστικές αλλοιώσεις στα οστά της σπονδυλικής στήλης, γεγονός που αποδόθηκε από τον κ. Αντίκα, στην έντονη ιππική δραστηριότητα του Φιλίππου, όπως και πάχυνση της κνήμης).
Στους αυχενικούς σπονδύλους και τα οστά της ωμοπλάτης του βασιλιά Φιλίππου εντοπίστηκαν κατά τη σάρωση από τον αξονικό τομογράφο, ίχνη χρυσού, τα οποία αποδίδονται στην εγγύτητα των συγκεκριμένων σπονδύλων με το κρανίο και το χρυσό στεφάνι που έφερε και το οποίο πιθανόν να αλλοίωσε η πυρά της άμεσα μεταθανάτιας καύσης, σε υψηλή θερμοκρασία.
Η νεκρή του προθαλάμου του ίδιου τάφου, είναι γυναίκα ηλικίας 30-34 (32+_2) ετών, υπέστη κι αυτή άμεση μεταθανάτια καύση, είχε κι αυτή στη διάρκεια της ζωής της έντονη ιππική δραστηριότητα και ήταν … ανάπηρη!
Μάλλον η αναπηρία της προήλθε από κάταγμα της αριστερής κνήμης, γεγονός που τους οδήγησε μετά από μετρήσεις των άνισων (η μία έχει 41,5 -35 και η δεύτερη 33,5-30 cm) στο συμπέρασμα πως ανήκουν όχι στο βασιλιά Φίλιππο (στον οποίο είχαν αρχικά αποδοθεί) αλλά στην ανώνυμη Σκύθισσα πριγκίπισσα, κόρη του βασιλιά της Σκυθίας Ατέα, 6η σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου, την οποία ο μελετητής κ. Αντίκας χαρακτήρισε ως ”Σκύθισσα αμαζόνα” αλλά και ”την πρώτη στην ιστορία περίπτωση βασιλικού ΑΜΕΑ”.
Φαίνεται ότι η γυναίκα θανατώθηκε μαζί ή αμέσως μετά την δολοφονία του Φιλίππου από τους αυλικούς που είχε βάλει να σκοτώσουν τον άνδρα της η Ολυμπιάδα.
Ο κ. Αντίκας ολοκλήρωσε την εισήγησή του τονίζοντας πως “η επιστήμη δεν ψεύδεται ποτέ, οι ιστορικοί και οι συγγραφείς μπορεί και να ψεύδονται” ενώ ζήτησε και από του βήματος να εγκριθεί από το αρμόδιο υπουργείο πολιτισμού (ΚΑΣ) η ανάλυση αρχαίου DNA στα οστά αυτού – αλλά και “οποιουδήποτε άλλου αρχαίου τάφου χρειαστεί για τον εντοπισμό της ταυτότητας του νεκρού”.
Στη δεύτερη εισήγησή του ο ερευνητής του εργαστηρίου αρχαιομετρίας του Δημόκριτου κ. Γιάννης Μανιάτης αναφέρθηκε στις μικροσκοπικές σαρώσεις που έκανε με την ομάδα του στο υλικό (οστά άλλα και άλλα απροσδιόριστης μέχρι σήμερα υφής και συστατικών υλικά) από τη χρυσή λάρνακα του θαλάμου των τάφων των Αιγών (αυτή που φέρεται πως έχει τα οστά του βασιλιά Φιλίππου Β΄).
Μέσα στη λάρνακα και μαζί με τα οστά (σε ορισμένες περιπτώσεις “κολλημένο” στα οστά) οι ερευνητές εντόπισαν ίχνη άγνωστου υλικού με τρία χρώματα (σε στρώσεις μπεζ, λευκού και πορφυρού) και χαρακτηριστικές σ’ ορισμένες περιπτώσεις πτυχώσεις που σύμφωνα με τον κ. Μανιάτη, παραπέμπουν σε ύφασμα (σύνθετο συμπληρωματικό υλικό) με σπογγώδη δομή.
Στη λευκή επιφάνεια εντοπίστηκαν μάλιστα ίχνη του σπάνιου (εντοπίζεται μόνο στην Τυνησία, την Ανατολική Τουρκία και την Ελλάδα – η εταιρεία μάλιστα εξόρυξής του εδρεύει στην περιοχή “Λεύκαρα” της Κοζάνης) ορυκτού χουντίτη.
Στην απροσδιόριστη ακόμη αυτή μάζα “υφάσματος” οι ερευνητές εντόπισαν ίχνη από κερί και ρετσίνι πεύκου.
Με το δεδομένο πως ο χουντίτης, το εκτυφλωτικά λευκό υλικό, χρησιμοποιείται από το 1.500 π.Χ για την κατασκευή (με τη μέθοδο του car tonnage – των αλλεπάλληλων δηλαδή στρώσεων υφασμάτων εμποτισμένων με διάφορα υλικά) νεκρικών μασκών και καλυμμάτων στις μούμιες, οι ερευνητές κατέληξαν στην υπόθεση πως πρόκειται για υπολείμματα από κάποια μάσκα που φορούσε ο νεκρός βασιλιάς και στην περίοδο που βρισκόταν εν ζωή (καθώς φέρεται να ήταν και αρχιερέας των ορφικών μυστηρίων) και την τοποθέτησαν και στη λάρνακά του ως ανάθημα.
Αντίστοιχη μάσκα -όπως δήλωσε ο κ. Μανιάτης – εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Μάντσεστερ (αρ. εκθέματος 123) και προέρχεται από περιοχή της Αιγύπτου όπου ζούσαν οι περισσότεροι κατασκευαστές των πυραμίδων.