Σχέδιο Β’ κι ο κίνδυνος αδιεξόδου

 

Του Νίκου Κατσουρίδη

images-2 copyΕδώ στην Κύπρο τα πιο φυσιολογικά και λογικά πράγματα ιδωμένα μέσα από το φακό της κρυμμένης σκέψης προβάλλονται διαστρεβλωμένα.  Δυστυχώς αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του κυπριακού.  Του προβλήματος ύπαρξης του λαού και του τόπου μας.  Ακόμα και αυτό και κυρίως αυτό, προβάλλεται μέσα από διαστρεβλωτικούς φακούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ή αναγκαιότητα ή όχι ύπαρξης Σχεδίου Β΄.  Ο καθένας αντιμετωπίζει αυτήν την εντελώς λογική και φυσιολογική ανάγκη κάθε προνοητικού σχεδιαστή να έχει πάντα ένα δεύτερο σχέδιο δράσης σε περίπτωση που το πρωταρχικό σχέδιο αποτύχει, καθίσταται αιτία σύγκρουσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των πολιτών.  Ο λόγος;  Ότι σταθερά αποφεύγεται η σύγκρουση ιδεών ευθέως και επι της ουσίας και δίδεται αυτή η μάχη πλαγίως ή διαστρεβλωμένα.  Τι εννοώ; Αυτοί που πολεμούν την ιδέα του Σχεδίου Β΄  στο Κυπριακό το κάνουν γιατί θεωρούν ότι όσοι προβάλλουν αυτήν την θέση υπονοούν αλλαγή στρατηγικού στόχου.  Τους καταλογίζουν δηλαδή προκαταβολικά άρνηση λύσης Ομοσπονδίας και ειδικότερα της δικοινοτικής – διζωνικής Ομοσπονδίας  Ορισμένοι πάλιν που προβάλουν την ιδέα του Σχεδίου Β΄ θεωρούν εκ προοιμίου ότι αυτοί που την αρνούνται στοχεύουν στον εκβιασμό της αποδοχής της όποιας λύσης έναντι του διλήμματος «λύση ή διχοτόμηση».  Ας είμαστε ειλικρινείς.  Ναι υπάρχουν αυτοί που όταν μιλούν για Σχέδιο Β΄ υπονοούν και στοχεύουν στη εγκατάλειψη της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας.  Και ναι υπάρχουν, ορισμένοι από όσους απορρίπτουν την ιδέα ενός Σχεδίου Β΄  οι οποίοι στοχεύουν να οδηγηθεί ο κύπριος πολίτης στο εκβιαστικό δίλημμα «λύση ή διχοτόμηση»  χωρίς να πολυνοιάζονται αν το περιεχόμενο της λύσης είναι λειτουργικό και βιώσιμο και αποδίδει λύση αρχών ή όχι.

Ας δούμε όμως ψύχραιμα και νηφάλια ποια είναι τα δεδομένα μας και που οδηγεί με βάση αυτά η κοινή λογική.

Από το 1977 έχει συμφωνηθεί η βάση λύσης του κυπριακού όπως αυτή κωδικοποιήθηκε μέσα από τις αποφάσεις του ΟΗΕ,  τόσον της Γενικής Συνέλευσης όσον και του Συμβουλίου Ασφαλείας, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και τα Κοινά Ανακοινωθέντα μεταξύ των ηγετών των δύο Κοινοτήτων.  Στη συνέχεια αυτή η βάση συμπληρώθηκε από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης για την Κύπρο. Η βάση λύσης αυτονόητα περιλαμβάνει τις αρχές και αξίες πάνω στις οποίες εδράζονται και λειτουργούν τόσον ο ΟΗΕ όσον και η Ευρωπαϊκή ΄Ένωση.  Ταυτόχρονα στη βάση λύσης περιλαμβάνονται άτυπα και όχι νομικά δεσμευτικά τα κατά καιρούς συμφωνηθέντα στις συνομιλίες.  Από την άλλη όμως έστω  και αν δεν είναι δεσμευτικά είναι όμως κεκτημένο των συνομιλιών στα μάτια του ΟΗΕ και του διεθνούς παράγοντα ευρύτερα.  Και αυτό θα το βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας, ειδικά και κύρια εμείς, η ε/κ  πλευρά ως ο αδύναμος κρίκος στο πρόβλημα μας.  Ο ισχυρός, δηλαδή η Τουρκία για λόγους που όλοι κατανοούμε μπορεί να παρασπονδεί δυστυχώς χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.  Βέβαια να αποδεχτούμε ότι οι τουρκικές παρασπονδίες και εκτροπές έγιναν κατορθωτές για δύο λόγους:  α) Την εύνοια προς την Τουρκία διεθνών παραγόντων όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα και β) από  δικά μας λάθη όπως ήταν π.χ.  η αποδοχή στη δεκαετία του 1990 του όρου «όλα στο τραπέζι.  Η σοβαρότερη εκτροπή που έχει σημειωθεί όμως στα 44 χρόνια από το 1974 είναι ότι και με δικές μας ευθύνες η Τουρκία, ο θύτης και υπαίτιος της Κυπριακής τραγωδίας, θεωρείται τρίτος στο πρόβλημα. Ο κύριος ένοχος, παρουσιάζεται και γίνεται αποδεκτός ως ένας παράγοντας για εξεύρεση λύσης, περίπου όπως η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τούτων λεχθέντων η Διεθνής Κοινότητα δεν αποδέχεται να επανακαθορισθεί νέος στρατηγικός στόχος λύσης του κυπριακού δηλαδή ανατροπή ενός βασικότατου στοιχείου της βάσης λύσης, δηλαδή της Ομοσπονδίας, όπως αυτή περιγράφεται στις βασικές πτυχές της από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ.  Από την άλλη, ακριβώς με την ίδια λογική δεν αποδέχεται διχοτομική λύση – π.χ. Δύο Κρατών ή αποσχιστική όπως π.χ.  αναγνώριση του ψευδοκράτους ή ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία.  Την ίδια ώρα όμως πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο συνδυασμός των όποιων αλλαγών στο ισοζύγιο δυνάμεων το οποίο συνθέτει το κυπριακό μπορεί να οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα, είτε με τη συναίνεση μας, είτε defacto.  Κατά συνέπεια εμείς οφείλουμε να είμαστε σημαιοφόροι της συνέχειας και συνέπειας εφαρμογής των αποφάσεων του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και των βασικών αρχών συμφωνίας μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων, με στόχο μια λειτουργική και βιώσιμη λύση αρχών η οποία να αποδώσει ένα «φυσιολογικό και κανονικό κράτος» όπως έχει διακηρύξει και ο Γ.Γ.  του ΟΗΕ.

Συμπερασματικά, από τα πιο πάνω προκύπτει, ότι ένα Σχέδιο Β΄  δεν μπορεί να είναι η αποδοχή μιας διχοτομικής ή συνομοσπονδιακής λύσης, απλά για να πούμε λύθηκε.  Ούτε φυσικά η αλλαγή στρατηγικού στόχου μετά από 44 χρόνια.  Είτε η μια επιλογή, είτε η άλλη θα είναι καταστροφικές. Είναι ως εκ τούτων αναπόφευκτο λογικό συμπέρασμα, ότι Σχέδιο Β΄ μπορεί να σημαίνει μόνο αναζήτηση απαντήσεων στο μέγα και κεφαλαιώδες ερώτημα τι κάνουμε αν η Τουρκία τορπιλίσει και τη νέα προσπάθεια.  Αν ως αποτέλεσμα ο Γ.Γ  του ΟΗΕ κηρύξει αδιέξοδο στη διαδικασία.  Σχέδιο Β΄ σημαίνει επίσης αναζήτηση τρόπων αντιμετώπισης των τουρκικών σχεδιασμών και δράσεων όπως διακηρύκτηκαν  και όπως υλοποιούνται.  Πολύ περισσότερο που ο Γ.Γ.  του Διεθνούς Οργανισμού έχει ευθύς εξ΄ αρχής ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται σε περίπτωση αδιεξόδου να κατανείμει ευθύνες.  Ηδη η Τουρκία εξαγγέλλει γεωτρήσεις με τη βοήθεια του Αζερμπαϊτζάν. Αρα λοιπόν είναι επικίνδυνο και ανεύθυνο να αρνούμαστε να συζητήσουμε και να εκπονήσουμε ένα τέτοιο Σχέδιο Β΄,  γιατί ουσιαστικά αυτό σημαίνει για μια ακόμα φορά να αφήσουμε την Πατρίδα ανυπεράσπιστη, με τραγικές και ανέκκλητες πλέον συνέπειες.  Εδώ και τώρα η πολιτική ηγεσία οφείλει να υπερβεί εαυτόν και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα υπεύθυνα και πατριωτικά.