Το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο του 1939: Μύθος και Πραγματικότητα

 

Β’ Μέρος

Του JACQUES PAUWELS

 

 Το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης

ob_971b7f_capture-d-ecran-2019-10-02-a-15-07Μόνο τον Αύγουστο, όμως, και αφού οι Σοβιετικοί ηγέτες κατάλαβαν ότι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι δεν είχαν ταξιδέψει στη Μόσχα προκειμένου να διεξάγουν καλή τη πίστη διαπραγματεύσεις, κόπηκε ο κόμπος και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε σύμφωνο μη επίθεσης με τη Ναζιστική Γερμανία, δηλαδή στις 23 Αυγούστου. Η συμφωνία αυτή ονομάστηκε Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, από τα ονόματα των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών, αλλά έμεινε επίσης γνωστό και ως Σύμφωνο Χίτλερ – Στάλιν. Το ότι υπεγράφη μια τέτοια συμφωνία μετά δυσκολίας προκάλεσε έκπληξη: αρκετοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες στη Βρετανία όπως επίσης και στη Γαλλία είχαν προβλέψει σε πολλές περιπτώσεις ότι η πολιτική κατευνασμού των Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ θα έριχνε τον Στάλιν “στην αγκαλιά του Χίτλερ”.

Η φράση “στην αγκαλιά” είναι στην πραγματικότητα εντελώς ακατάλληλη δεδομένων των συνθηκών. Και βεβαίως το σύμφωνο δεν αντανακλούσε οιαδήποτε θερμά αισθήματα μεταξύ αυτών που το υπέγραψαν. Ο Στάλιν μάλιστα απέρριψε εισήγηση να συμπεριληφθούν στο κείμενο της συμφωνίας λίγες συμβατικές αράδες περί υποτιθέμενης φιλίας μεταξύ των δύο λαών. Επιπλέον, η συμφωνία ΔΕΝ ΗΤΑΝ μια συμμαχία, αλλά απλά ένα σύμφωνο μη επίθεσης. Ως τέτοιο, ήταν παρόμοιο με αρκετά άλλα σύμφωνα μη επίθεσης που είχαν υπογραφεί ενωρίτερα με τον Χίτλερ, όπως για παράδειγμα εκείνο που υπεγράφη από την Πολωνία το 1934. Ισοδυναμούσε με μιαν αμοιβαία υπόσχεση να μην επιτεθεί μια χώρα εναντίον της άλλης αλλά να διατηρούν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τους, μια υπόσχεση την οποία θα μπορούσε το κάθε μέρος να τηρεί για όσο χρόνο το βόλευε. Στη συμφωνία επισυνάφθηκε και μία μυστική ρήτρα σχετικά με την οριοθέτηση σφαιρών επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη για τα δύο συνυπογράφοντα μέρη. Η γραμμή αυτή αντιστοιχούσε λίγο πολύ στη Γραμμή Κέρζον, έτσι που η λεγόμενη “Ανατολική Πολωνία” βρέθηκε στη Σοβιετική σφαίρα επιρροής. Εκείνο που μπορούσε πρακτικά να σημαίνει αυτός ο θεωρητικός διακανονισμός δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρο, αλλά το σύμφωνο σίγουρα δεν υπονοούσε διχοτόμηση ή εδαφικό ακρωτηριασμό της Πολωνίας, κάτι ανάλογο με την τύχη που επεφύλαξαν στη Τσεχοσλοβακία οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στο σύμφωνο που συνυπέγραψαν με τον Χίτλετ στο Μόναχο.

Το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση απαίτησε μια σφαίρα επιρροής πέραν των συνόρων της, ενίοτε χαρακτηρίζεται ως απόδειξη δόλιων επεκτατικών προθέσεων. Ωστόσο, η εγκαθίδρυση ζωνών επιρροής, μονομερώς, διμερώς ή πολυμερώς, ήταν μια προ πολλού αποδεκτή πρακτική μεταξύ δυνάμεων μεγάλων και μεσαίων, και συχνά προορισμός της ήταν η αποφυγή συγκρούσεων. Το Δόγμα Μονρόε, για παράδειγμα, το οποίο “αξίωνε όπως ο Νέος Κόσμος και ο Παλιός Κόσμος παραμείνουν διακριτές σφαίρες επιρροών” (Wikipedia) σκόπευε να ματαιώσει νέες διατλαντικές αποικιακές εκστρατείες εκ μέρους Ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες μπορούσαν να έρθουν σε σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρομοίως, όταν ο Τσώρτσιλ επισκέφθηκε τη Μόσχα το 1944 και πρότεινε στον Στάλιν να μοιραστεί η Βαλκανική Χερσόνησος σε σφαίρες επιρροής, πρόθεση ήταν η αποφυγή των συγκρούσεων μεταξύ των δύο χωρών τους μετά το τέλος του πολέμου κατά της Ναζιστικής Γερμανίας.

Ο Χίτλερ ήταν τώρα έτοιμος να επιτεθεί κατά της Πολωνίας χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να έχει να διεξάγει πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης όπως επίσης και εναντίον του Γαλλο-Βρετανικού ντουέτου, ωστόσο ο Γερμανός δικτάτορας είχε κάθε λόγο να αμφιβάλλει ότι το Λονδίνο και το Παρίσι θα κήρυτταν πόλεμο. Ήταν ολοφάνερο ότι χωρίς τη Σοβιετική στήριξη καμιά πρακτική βοήθεια δεν μπορούσε να προσφερθεί στην Πολωνία, έτσι η Γερμανία δεν χρειαζόταν και πολύ χρόνο προκειμένου να νικήσει αυτή τη χώρα. (Μόνο οι συνταγματάρχες στη Βαρσοβία πίστευαν ότι η Πολωνία ήταν ικανή να αντέξει στη σφοδρή επίθεση των πανίσχυρων Ναζιστικών ορδών.) Ο Χίτλερ γνώριζε πολύ καλά ότι οι αρχιτέκτονες του κατευνασμού εξακολουθούσαν να ελπίζουν ότι΄ο Γερμανός δικτάτορας, αργά ή γρήγορα, θα υλοποιούσε τελικά την πιο τρελλή τους επιθυμία και θα κατέστρεφε τη Σοβιετική Ένωση, ήταν δε έτοιμοι να κλείσουν τα μάτια μπροστά σε ενδεχόμενη επίθεσή του κατά της Πολωνίας. Ήταν επίσης πεπεισμένος ο Χίτλερ ότι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, ακόμη και αν κήρυτταν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, δεν θα επιτίθεντο δυτικά.

Η Γερμανική εισβολή στην Πολωνία

Η Γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας εκδηλώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1939. Το Λονδίνο και το Παρίσι ακόμη δίσταζαν για μερικές μέρες προτού αντιδράσουν με κήρυξη πολέμου κατά της Ναζιστικής Γερμανίας. Ωστόσο, δεν επιτέθηκαν εναντίον του Ράιχ τη στιγμή που ο όγκος των ενόπλων δυνάμεών του εισέβαλλε στην Πολωνία, όπως φοβόντουσαν κάποιοι Γερμανοί στρατηγοί. Στην πραγματικότητα, οι πρωταγωνιστές του κατευνασμού κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Χίτλερ μόνο επειδή η κοινή γνώμη των χωρών τους το απαιτούσε, Κρυφίως ήλπιζαν ότι η Πολωνία σύντομα θα υπέκυπτε, ώστε να μπορέσει τελικά ο “Χερ Χ’ιτλερ” να στρέψει την προσοχή του προς στη Σοβιετική Ένωση. Ο πόλεμος τον οποίο διεξήγαν ήταν ενας “ψεύτικος πόλεμος”, όπως πολύ ορθά θα ονομαζόταν, μια κοροϊδία στην οποία τα στρατεύματά τους, τα οποία ουσιαστικά θα μπορούσαν να εισβάλουν στη Γερμανία, παρέμειναν αδρανή και βολεμένα πίσω από τη Γραμμή Μαζινό. Είναι σήμερα σχεδόν σίγουρο ότι τα φιλο-χιτλερικά στοιχεία στο Γαλλικό στρατόπεδο -πιθανό δε και στο Βρετανικό- είχαν καταστασήσει γνωστό στον Γερμανό δικτάτορα ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλη τη στρατιωτική του ισχύ για να αποτελειώσει την Πολωνία χωρίς να φοβάται μιαν επίθεση από τις Δυτικές δυνάμεις. (Αναφερόμαστε στα βιβλία της σημαντικής Γαλλίδας ιστορικού Annie Lacroix-Riz, Η επιλογή της ήττας. Οι Γαλλικές ελίτ την δεκαετία του 1930 – Le choix de la défaite. Les élites françaises dans les années 1930 και Από το Μόναχο στο Βισύ. Η δολοφονία της Τρίτης Δημοκραρτίας – De Munich à Vichy. L’assassinat de la 3e République.)

Οι Πολωνοί υπερασπιστές της χώρας τους υπερκεραστήκαν και πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι οι συνταγματάρχες που κυβερνούσαν τη χώρα θα έπρεπε να παραδοθούν. Ο Χίτλερ είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι θα έκαναν κάτι τέτοιο και οι όροι που θα επέβαλλε θα σήμαιναν αναμφίβολα εδαφικές απώλειες για την Πολωνία, ειδικά βεβαίως στις δυτικές της περιοχές οι οποίες συνόρευαν με τη Γερμανία. Ωστόσο, μια κολοβή Πολωνία θα μπορούσε πολύ πιθανό να συνεχίσει να υπάρχει, όπως ακριβώς η Γαλλία στην οποία μετά την παράδοσή της στον Χίτλερ τον Ιούνιο του 1940 επετράπη να υπάρχει ως Γαλλία του Βισύ. Αλλά στις 17 Σεπτεμβρίου η Πολωνική κυβέρνση απέδρασε προς την γειτονική Ρουμανία, χώρα που παρέμενε ουδέτερη. Με τούτη την ενέργειά της ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει επειδή, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όχι μόνο το στρατιωτικό προσωπικό αλλά επίσης και τα μέλη της κυβέρνησης μιας χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο πρέπει να τεθούν υπό κράτηση μόλις εισέλθουν σε μιαν ουδέτερη χώρα και να παραμείνουν υπό κράτηση καθ’ όλη τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Αυτή ήταν μια εντελώς ανεύθυνη ακόμη και δειλή ενέργεια, με ειδεχθείς συνέπειες για τη χώρα. Χωρίς κυβέρνηση, η Πολωνία πρακτικά εκφυλίστηκε σε ένα είδος no man’s land – μια terra nullius για να χρησινοποιήσουμε τη νομική ορολογία – στην οποία οι Γερμανοί κατακτητές έκαναν ό,τι τους άρεσε αφού δεν υπήρχε κανείς για να διαπραγματευτεί για την τύχη της ηττημένης χώρας.

Η Σοβιετική επέμβαση στην Πολωνία            

Η κατάσταση που προέκυψε έδωσε στους Σοβιετικούς το δικαίωμα να επέμβουν. Γειτονικές χώρες μπορούν να καταλαμβάνουν μια δυνητικά αναρχοκρατούμενη terra nullius, επιπλέον δε, εάν δεν επενέβαιναν οι Σοβιετικοί, οι Γερμανοί χωρίς αμφιβολία θα καταλάμβαναν κάθε τετραγωνική ίντσα του Πολωνικού εδάφους, με ό,τι αυτό συνεπάγετο. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που, την ίδια ακριβώς ημέρα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1939 δηλαδή, ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλε στην Πολωνία και κατέλαβε τις ανατολικές περιοχές της χώρας, δηλαδή την προαναφερθείσα  “Ανατολική Πολωνία”. Η σύγκρουση με τη Γερμανία αποφεύχθηκε για το λόγο ότι αυτή η περιοχή ανήκε στη Σοβιετική σφαίρα επιρροής που εγκαθιδρύθηκε από το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ. Όπου είχαν διεισδύσει Γερμανικά στρατεύματα εντός της περιοχής που εκτείνετο ανατολικά της διαχωριστικής γραμμής έπρεπε να αποχωρήσουν παραχωρώντας τη θέση τους στους άνδρες του Κόκκινου Στρατού. Σε όποιο σημείο ήρθαν σε επαφή, οι Γερμανοί και Σοβιετικοί στρατιωτικοί συμπεριφέρθηκαν σωστά και σεβάστηκαν το παραδοσιακό πρωτόκολλο. Αυτό το τελευταίο παριελάμβανε κάποιου είδους τελετές, αλλά ποτέ δεν υπήρξαν κοινές “παρελάσεις νίκης”.

Επειδή η κυβέρνησή τους εξανεμίστηκε, οι Πολωνικές στρατιωτικές δυνάμεις που συνέχιζαν να προβάλλουν αντίσταση, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι υποβαθμίστηκαν στο επίπεδο άτακτων φαντάρων, παρτιζάνων, που ήταν εκτεθειμένοι σε όλους τους κινδύνους που συνδέονται μ’ αυτό τον ρόλο. Οι περισσότερες Πολωνικές στρατιωτικές μονάδες αφέθηκαν να αφοπλιστούν και να τεθούν υπό κράτηση από τον καταφθάνοντα Κόκκινο Στρατό, ωστόσο μερικές φορές προέβαλαν όντως αντίσταση, για παράδειγμα κάποιες μονάδες που διοικούνταν από αξιωματικούς οι οποίοι διέκειντο εχθρικά προς τους Σοβιετικούς. Πολλοί τέτοιοι αξιωματικοί είχαν πολεμήσει στον Ρωσο-Πολωνικό πόλεμο του 1919-1921 και φέρονται να έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου όπως εκτελέσεις αιχμαλώτων πολέμου. Είναι ευρύτατα αποδεκτό πως τέτοιοι αξιωματικοί εκτελέστηκαν αργότερα από τους Σοβιετικούς στο Κατίν και αλλού. (Αν και σε σχέση με το Κατίν αναδύθηκαν πρόσφατα ορισμένες αμφιβολίες.  Το ζήτημα αυτό αναλύθηκε λεπτομερώς στο βιβλίο του Grover Furr, Το Μυστήριο της Σφαγής του Κατίν (The Mystery of the Katyn Massacre).

Πολλοί Πολωνοί στρατιώτες και αξιωματικοί τέθηκαν υπό κράτηση από τους Σοβιετικούς σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Μετά την εμπλοκή της στον πόλεμο το 1941, η Σοβιετική Ένωση και αφού πλέον δεν δεσμευόταν από κανόνες που διέπουν τη συμπεριφορά ουδετέρων κρατών, αυτοί οι Πολωνοί στρατιώτες μεταφέρθηκαν στη Βρετανία (μέσω Ιράν) για να ενταχθούν στον αγώνα εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας εκ νέου, αυτή τη φορά στο πλευρό των Δυτικών συμμάχων. Η συνεισφορά τους, μεταξύ 1943 και 1945, στην απελευθέρωση σημαντικού μέρους της Δυτικής Ευρώπης υπήρξε μεγάλη (μια πολύ πιο τραγική μοίρα περίμενε τους Πολωνούς φαντάρους που είχαν πέσει στα χέρια των Γερμανών). Ανάμεσα σε εκείνους που ευνοήθηκαν από τη σοβιετική κατοχή των ανατολικών περιοχών της Πολωνίας ήταν και οι Εβραϊκοί πληθυσμοί. Όλοι αυτοί μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης και κατ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκαν από εκείνο που θα υφίσταντο εάν παρέμεναν στους οικισμούς τους κατά την άφιξη των Γερμανικών κατακτητικών ορδών το 1941. Πολλοί από αυτούς επέζησαν του πολέμου για να ξαναρχίσουν μετά μια καινούρια ζωή στις ΗΠΑ, τον Καναδά και, βεβαίως, στο Ισραήλ.

Η κατοχή της “Ανατολικής Πολωνίας” διεξήχθη σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, γι’ αυτό και η ενέργεια τούτη δεν συνιστούσε “επίθεση” εναντίον της Πολωνίας, όπως πάρα πολλοί ιστορικοί (και πολιτικοί) έχουν παρουσιάσει τα πράγματα, και οπωσδήποτε ΟΧΙ μια επίθεση σε συνεργασία με τον Ναζί Γερμανό “σύμμαχο”. Η Σοβιετική Ένωση ποτέ δεν έγινε σύμμαχος της Ναζιστικής Γερμανίας με το να συνάψει ένα σύμφωνο μη επίθεσης μαζί της και ούτε μετατράπηκε σε σύμμαχο με το Γ’ Ράιχ επειδή κατέλαβε τη λεγόμενη “Ανατολική Πολωνία”. Ο Χίτλερ αναγκάστηκε να ανεχτεί αυτή την κατοχή, αλλά σίγουρα θα προτιμούσε να μην είχαν επέμβει καθόλου οι Σοβιετικοί, ούτως ώστε να μπορέσει να αρπάξει το σύνολο της Πολωνίας. Στην Αγγλία, ο Τσώρτσιλ εξέφρασε δημόσια την επιδοκιμασία του για τη Σοβιετική πρωτοβουλία της 17ης Σεπτεμβρίου, ακριβώς επειδή εμπόδισε τους Ναζί να κατακτήσουν την Πολωνία in toto, δηλαδή εντελώς. Το ότι αυτή η Σοβιετική πρωτοβουλία δεν συνιστούσε επίθεση, και κατά συνέπεια όχι μια ενέργεια πολέμου κατά της Πολωνίας, φάνηκε ξεκάθαρα από το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, επίσημοι σύμμαχοι της Πολωνίας, δεν κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης όπως σίγουρα θα είχαν κάνει σε διαφορετικές συνθήκες. Επίσης, η Κοινωνία των Εθνών δεν επέβαλε καθόλου κυρώσεις εναντίον της Μόσχας, κάτι το οποίο θα συνέβαινε εάν θεωρούσε αυτή την πρωτοβουλία ως μία πραγματική επίθεση εναντίον μιας χώρας-μέλους της.

Από τη σκοπιά της Σοβιετικής Ένωσης, η κατοχή του ανατολικού μέρους της Πολωνίας σήμαινε την επιστροφή δικών της εδαφών που χάθηκαν κατά τη Ρωσσο-Πολωνική πολεμική σύγκρουση το 1919-1921. Αληθεύει το γεγονός ότι η Μόσχα είχε αναγνωρίσει αυτή την απώλεια στη Συνθήκη Ειρήνης της Ρίγας η οποία έθεσε τέρμα στον πόλεμο αυτό τον Μάρτιο του 1921, αλλά ωστόσο η Μόσχα είχε συνεχίσει να αναζητά ευκαιρία για να επανακτήσει αυτό που λαθεμένα ονομάστηκε “Ανατολική Πολωνία”, και το 1939 αυτή η ευκαιρία παρουσιάστηκε και δεν αφέθηκε να πάει χαμένη. Μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τους Σοβιετικούς για τούτο, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση οφείλει επίσης να κατακρίνει και τους Γάλλους για την επανάκτηση της Αλσατίας και της Λορραίνης στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μια και το Παρίσι είχε αναγνωρίσει την απώλεια αυτών των περιοχών στη Συνθήκη Ειρήνης της Φρανκφούρτης που έθετε τέρμα στον Γαλλο-Πρωσσικό Πόλεμο του 1870-1871.

Σημαντικότερο υπήρξε το γεγονός ότι η κατοχή – ή απελευθέρωση ή επανάκτηση, ανακατάληψη ή οτιδήποτε άλλο θέλει κανείς να το ονομάσει – της “Ανατολικής Πολωνίας” παρείχε στη Μόσχα ένα εξαιρετικά χρήσιμο κεφάλαιο το οποίο, στη γλώσσα της στρατιωτικής αρχιτεκτονικής, ονομάζεται “πρανές”, δηλαδή ένας ανοιχτός χώρος τον οποίο ο επιτιθέμενος πρέπει να διασχίσει προτού φτάσει στην αμυντική περίμετρο μιας πόλης ή ενός οχυρού. Ο Στάλιν γνώριζε ότι, ανεξάρτητα από το σύμφωνο μη επίθεσης, ο Χίτλερ θα προχωρούσε αργά ή γρήγορα σε επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης και ότι επιπλέον αυτή η επίθεση θα εκδηλωνόταν τον Ιούνιο του 1941. Εκείνη τη στιγμή οι στρατιές του Χίτλερ θα έπρεπε να επιτεθούν εκκινώντας από ένα σημείο που βρισκόταν πολύ μακρύτερα από τις σημαντικές πόλεις της Σοβιετικής επικράτειας απ’ότι εκείνο του 1939, όταν ο Φύρερ ήδη αδημονούσε να ξεκινήσει την επίθεση. Λόγω του συμφώνου μη επίθεσης, τα σημεία εκκίνησης για την επίθεση του Ιουνίου του 1941, βρίσκονταν πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρύτερα προς δυσμάς και συνεπώς σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τους στρατηγικούς στόχους βαθειά εντός της Σοβιτιεκής Ένωσης. Το 1941, οι Γερμανικές δνάμεις θα έφταναν σε απόσταση αναπνοής από τη Μόσχα. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς το σύμφωνο μη επίθεσης ήταν βέβαιο ότι θα καταλάμβαναν τη Σοβιετική πρωτεύουσα, κάτι που θα ανάγκαζε τους Σοβιετικούς να συνθηκολογήσουν.

Χάρη στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, η Σοβιετική Ένωση κέρδισε όχι μόνο πολύτιμο χώρο αλλά, επίσης, και πολύτιμο χρόνο, δηλαδή τον επιπλέον χρόνο που είχε ανάγκη για να προετοιμαστεί για τη Γερμανική επίθεση η οποία επρόκειτο αρχικά να γίνει το 1939 αλλά αναβλήθηκε για το 1941. Μεταξύ του 1939 και του 1941, πολλές καίριας σημασίας υποδομές, πρωτίστως όλα τα εργοστάσια παραγωγής κάθε είδους στρατιωτικού υλικού, μεταφέρθηκαν ανατολικά των Ουραλίων. Επιπλέον, το 1939 και το 1940, οι Σοβιετικοί είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν και να μελετήσουν τον πόλεμο που εμαίνετο στην Πολωνία. στη Δυτική Ευρώπη και αλλού, και να αντλήσουν έτσι πολύτιμα μαθήματα γύρω από το Γερμανικό σύγχρονο, μηχανοποιημένο και “γρήγορο σαν αστραπή” στυλ επιθετικού πολέμου, το γνωστό Blitzkrieg. Οι Σοβιετικοί υπεύθυνοι στρατηγικής έμαθαν για παράδειγμα ότι η συγκέντρωση του όγκου των στρατιωτικών δυνάμεων κάποιου για αμυντικούς σκοπούς ακριβώς στα σύνορα θα ήταν μοιραία, και ότι μόνο μια “άμυνα σε βάθος” προσέφερε τη δυνατότητα αναχαίτησης του Ναζιστικού οδοστρωτήρα. Όπως αποδείχτηκε ήταν χάρη στα μαθήματα, μεταξύ άλλων, που αντλήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο που η Σοβιετική Ένωση θα κατάφερνε – με πολύ μεγάλες δυσκολίες βεβαίως – να επιβιώσει της Ναζιστικής σφορδής εφόδου το 1940 και να κερδίσει τελικά τον πόλεμο εναντίον αυτού του φοβερού εχθρού.

Για να καταστεί δυνατή η σε βάθος υπεράσπιση του Λένινγκραντ, πόλης με εργοστάσια παραγωγής οπλισμού ζωτικής σημασίας, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε στη γειτονική Φινλανδία το Φθινόπωρο του 1939, την ανταλλαγή εδαφών, ένα διακανονισμό ο οποίος θα μετατόπιζε το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών ακόμη πιο μακριά από τη Σοβιετική πόλη. Η Φινλανδία, που ήταν σύμμαχος με τη Ναζιστική Γερμανία, αρνήθηκε, αλλά διά του λεγόμενου “χειμερινού πολέμου” του 1939-1940, η Μόσχα κατόρθωσε τελικά να επιτύχει αυτή την αλλαγή των συνόρων. Λόγω αυτής της σύγκρουσης, που όντως ισοδυναμούσε με επίθεση, η Σοβιετική Ένωση αφορίστηκε από την Κοινωνία των Εθνών. Το 1941, όταν οι Γερμανοί, βοηθούμενοι από τους Φινλανδούς, επιτέθηκαν κατά της Σοβιετικής Ένωσης και επρόκειτο να ξεκινήσουν την πολιορκία του Λένινγκραντ, η οποία θα διαρκούσε πολλά χρόνια, αυτή η προσαρμογή συνόρων θα επέτρεπε στη σημαντική αυτή πόλη να αντισταθεί και να επιβιώσει.

Δεν ήταν οι Σοβιετικοί αλλά οι Γερμανοί αυτοί που πήραν την πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή συνομιλιών οι οποίες και οδήγησαν στο σύμφωνο μη επίθεσης. Αυτό το έκαναν επειδή ανέμεναν να αντλήσουν ένα πλεονέκτημα απ’ αυτό, ένα προσωρινό αλλά πολύ σημαντικό πλεονέκτημα, δηλαδή την ουδέτερότητα της Σοβιετικής Ένωσης ενόσω η Βέρμαχτ θα επιτίθετο πρώτα κατά της Πολωνίας και έπειτα κατά της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά η Ναζιστική Γερμανία άντλησε επίσης ένα επιπρόσθετο κέρδος από την εμπορική συμφωνία η οποία συνδέθηκε με το σύμφωνο. Το Ράιχ υπέφερε από χρόνια έλλειψη κάθε είδους στρατηγικών πρώτων υλών, και τούτη η κατάσταση απειλούσε να αποδειχθεί καταστροφική όταν μια Βρετανική κήρυξη πολέμου θα οδηγούσε, όπως αναμενόταν, στον αποκλεισμό της Γερμανίας από το Βασιλικό Ναυτικό. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε εν μέρει μέσω της προμήθειας προϊόντων, όπως πετρέλαιο, από τους Σοβιετικούς που προέβλεπε η συμφωνία. Παραμένει αδιευκρίνιστο το πόσο καίριας σημασίας ήταν πραγματικά αυτές οι προμήθειες, ειδικά οι προμήθειες πετρελαίου: όχι σπουδαίας σημασίας, δηλώνουν αρκετοί ιστορικοί, ενώ άλλοι δηλώνουν ακριβώς το αντίθετο. ‘Οπως και να είχαν τα πράγματα, η Ναζιστική Γερμανία συνέχιζε να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εισαγόμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες πετρέλαιο – μέσω Ισπανικών λιμανιών κυρίως – τουλάχιστο μέχρι που μπήκε στον πόλεμο ο Θείος Σαμ τον Δεκέμβριο του 1941. Το καλοκαίρι του 1941, δεκάδες χιλιάδες Ναζιστικά αεροπλάνα, τεθωρακισμένα, καμιόνια και άλλες πολεμικές μηχανές που ενεπλάκησαν στην εισβολή κατά της Σοβιετικής Ένωσης εξακολουθούσαν να βασίζονται στα καύσιμα που τους προμήθευαν τα Αμερικανικά τραστ.

Ενώ παραμένει αβέβαιο το πόσο σημαντικές υπήρξαν ο Σοβιετικές προμήθειες πετρελαίου στη Ναζιστική Γερμανία, είναι απόλυτα βέβαιο ότι το σύμφωνο απαιτούσε από τη Γερμανική πλευρά να ανταποδώσει, προμηθεύοντας τους Σοβιετικούς με τελειωμένα βιομηχανικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και υπερσύγχρονων στρατιωτικών εξοπλισμών, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν από τον Κόκκινο Στρατό για την αναβάθμιση της αμυντικής τους μηχανής εναντίον μιας Γερμανικής επίθεσης την οποία και περίμεναν αργά ή γρήγορα. Αυτό ήταν μια σημαντική πηγή ανησυχίας για τον Χίτλερ, ο οποίος, ως εκ τούτου, καιγόταν να ξεκινήσει την αντισοβιετική του εκστρατεία το γρηγορότερο δυνατό. Αποφάσισε να το αποτολμήσει παρόλο που, μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, η Μεγάλη Βρετανία απείχε πολύ από του να μην υπολογίζεται. Συνεπώς, το 1941, ο Γερμανός δικτάτορας θα έπρεπε να διεξάγει το είδος του διμέτωπου πολέμου που είχε ελπίσει να αποφύγει το 1939 χάρη στο σύμφωνο που είχε υπογράψει με τη Μόσχα, και θα αντιμετώπιζε ένα Σοβιετικό αντίπαλο ο οποίος είχε γίνει πολύ πιο ισχυρός απ’ όσο ήταν το 1939.

Συμπεράσματα

Ο Στάλιν υπέγραψε σύμφωνο με τον Χίτλερ επειδή οι αρχιτέκτονες του κατευνασμού στο Λονδίνο και στο Παρίσι απέρριψαν όλες τις Σοβιετικές προτάσεις για τη συγκρότηση κοινού μετώπου κατά του Χίτλερ. Και οι κατευναστές απέρριψαν αυτές τις προτάσεις επειδή ήλπιζαν ότι ο Χίτλερ θα βάδιζε προς ανατολάς και θα κατέστρεφε τη Σοβιετική Ένωση, μια δουλειά που γύρευαν να διευκολύνουν προσφέροντάς του ένα “εφαλτήριο” με τη μορφή Τσεχοσλοβακικού εδάφους. Είναι πρακτικά βέβαιο ότι, χωρίς το σύμφωνο μη επίθεσης ο Χίτλερ θα επιτίθετο κατά της Σοβιετικής Ένωσης το 1939. Εξαιτίας αυτού του συμφώνου όμως, ο Χίτλερ αναγκάστηκε να περιμένει δύο χρόνια προτού τελικά μπορέσει να εξαπολύσει την αντι-σοβιετική του σταυροφορία. Αυτό προσέφερε στη Σοβιετική Ένωση επιπλέον χρόνο και χώρο που επέτρεψαν στην άμυνά της να βελτιωθεί αρκετά ώστε να αντέξει απέναντι στη σφοδρή έφοδο όταν τελικά ο Γερμανός δικτάτορας αμόλησε τα σκυλιά του προς ανατολάς το 1941. Ο Κόκκινος Στρατός υπέστη τρομακτικές απώλειες αλλά τελικά πέτυχε να αναχαιτίσει τον Ναζιστικό Τζάγκερνοτ. Χωρίς αυτή τη Σοβιετική επιτυχία, ένα κατόρθωμα που ο ιστορικός Geoffrey Roberts περιγράφει ως “τον μεγαλύτερο άθλο των όπλων στην παγκόσμια ιστορία”, η Γερμανία θα είχε πολύ πιθανό κερδίσει τον πόλεμο, επειδή θα έθετε υπό τον έλεγχό της τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου, τα εύφορα εδάφη της Ουκρανίας και άλλες πολλές πηγές πλούτου της Σοβιετικής Ένωσης. Ένας τέτοιος θρίαμβος θα μεταμόρφωνε τη Ναζιστική Γερμανία σε αήττητη υπερδύναμη, ικανή να διεξάγει ακόμη πολέμους μακράς διαρκείας εναντίον οιουδήποτε, συμπεριλαμβανομένης και μιας Αγγλο-Αμερικανικής συμμαχίας. Μια νίκη επί της Σοβιετικής Ένωσης θα έδινε στη Ναζιστική Γερμανία την ηγεμονία επί της Ευρώπης. Σήμερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεύτερη γλώσσα δεν θα ήταν τα Αγγλικά αλλά τα Γερμανικά, και στο Παρίσι οι fashionistas θα σεργιάνιζαν στα Ηλύσια Πεδία με γερμανικά δερμάτινα παντελόνια (Lederhosen).

Χωρίς το Σύμφωνο μη επίθεσης, η απελευθέρωση της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της απελεύθέρωσης της Δυτικής Ευρώπης από τους Αμερικανούς, Βρετανούς, Καναδούς κλπ., ποτέ δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. Η Πολωνία θα έπαυε να υπάρχει και οι Πολωνοί θα ήταν απλώς Untermenschen-υπάνθρωποι, δουλοπάροικοι “Αρίων” εποίκων σε μια γερμανοποιημένη Ostland-Ανατολή που θα εκτεινόταν από τη Βαλτική ως τα Καρπάθια Όρη ακόμη και ως τα Ουράλια. Και μια Πολωνική κυβέρνηση ποτέ δεν θα διέταζε την καταστροφή των μνημείων προς τιμή του Κόκκινου Στρατού, όπως έχει κάνει πρόσφατα, όχι μόνο επειδή δεν θα υπήρχε Πολωνία και κατά συνέπεια Πολωνική κυβέρνηση, αλλά επειδή ο Κόκκινος Στρατός ποτέ δεν θα απελευθέρωνε καμιά Πολωνία και εκείνα τα μνημεία ποτέ δεν θα είχαν ανεγερθεί.

Η ιδέα ότι το Σύμφωνο Χίτλερ – Στάλιν ήταν αυτό που πυροδότησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι κάτι χειρότερο και από μύθο: είναι ένα ασύστολο ψέμα. Το αντίθετο είναι αλήθεια: το σύμφωνο υπήρξε η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ για την επιτυχή έκβαση του Αρμαγεδώνα του 1939-1945, δηλαδή της συντριβής της Ναζιστικής Γερμανίας.

Απόδοση από τα Αγγλικά: Ανδρέα Νεοφυτίδη