Λόγος και Μνήμη στα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου

 

Του Ανδρέα Νεοφυτίδη*

Αντρέας ΝεοφυτίδηςΠοιητής και στιχουργός, πεζογράφος και συλλέκτης-σχολιαστής έργων ιστορικής μνήμης, ο Μάνος Ελευθερίου πήρε το μεγάλο χωρίς γυρισμό δρόμο στις 22 Ιουλίου του 2018, σε ηλικία 80 ετών. Άφησε πίσω του έργο σημαντικό, κυρίως ποιητικό, είτε με τα κατευθείαν ποιήματά του είτε, εξόχως,  με τους τραγουδισμένους στίχους του. Από το πρώτο του τραγούδι «Το σπίτι γέμισε με λύπη» (μελοποιημένο από τον Χρήστο Λεοντή – 1963) και τα «Λαϊκά» (μουσική Μίκη Θεοδωράκη), τους εμβληματικούς κύκλους τραγουδιών «Άγιος Φεβρουάριος» (μουσική Δήμου Μούτση) και «Θητεία» (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου) και μέχρι τη «Μαρκίζα» (μουσική Γιάννη Σπανού) και «Στων αγγέλων τα μπουζούκια» (μουσική Χρήστου Νικολόπουλου) περνώντας με την μελοποιημένη από τον Θάνο Μικρούτσικο ποίηση των «Τροπαρίων για Φονιάδες», ο λόγος του Μάνου Ελευθερίου γέμισε κάθε γωνιά της ψυχής μας, δίνοντας νέα πνοή στην ελληνική στιχουργική και φέρνοντάς την σε απόσταση αναπνοής από την καθαυτό ποίηση. Το παρόν κείμενο, υπό μορφή σημειώσεων, μπορεί να διαβαστεί ως μικρή εισαγωγή σε μια μελλοντική και εν εκτάσει αναφορά στην ποιητική του Μάνου Ελευθερίου που προβάλλει δύο σοβαρές παραμέτρους της: το Λόγο και τη Μνήμη.   

Έφερε το τραγούδι πιο κοντά στην ποίηση ή την ποίηση πιο κοντά στο τραγούδι; Ιδού το ερώτημα, ουσιώδες,  που ανακύπτει κάθε φορά που κάποιος σκύβει πάνω στον μελοποιημένο Λόγο του Μάνου Ελευθερίου, Λόγο ο οποίος και έντυσε με στοχαστική λαμπρότητα το σύμπαν του ελληνικού τραγουδιού για πέντε σχεδόν δεκαετίες. Αν ο Νίκος Γκάτσος  (1911-1992) «εγκατέλειψε» την αυστηρή (ή ακραιφνή, ή καθαρή)  ποίηση μετά την εμβληματική Αμοργό του (1943), προκειμένου να μπολιάσει το ελληνικό τραγούδι με μια έξοχη και υψηλών προδιαγραφών ποιητικότητα και, μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι – κυρίως αλλά και όχι μόνο- να θέσει τον κανόνα του ελληνικού ποιητικού (και ποιοτικού) τραγουδιού, ο Μάνος Ελευθερίου «απελευθέρωσε» με τρόπο έξοχα ποιητικό τον ελληνικό τραγουδισμένο λόγο από τα «στενά» ή τετριμμένα πλαίσια των καθημερινών (σχεδόν αποκλειστικά ερωτικών) ανθρωπίνων σχέσεων για να το οδηγήσει στις πλατειές πεδιάδες της ιστορίας όπως αυτή μεταλαμπαδίζεται στο κοινωνικό, πολιτικό και δια-ανθρώπινο γίγνεσθαι προσκομίζοντας πίκρα, νοσταλγία, ντροπαλή ελπίδα και προπαντός μιαν ιεροτελεστία της μνήμης, η οποία λειτουργεί ως εργαλείο κατανόησης του παρόντος και στοχαστικής, ίσως και καχύποπτης, ενατένισης του όποιου μέλλοντος.

Ο λόγος στα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου εκφέρεται κουβαλώντας υψηλές αρετές ποιητικότητας, επεξεργασμένης στο εργαστήρι της πάμπλουτης ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Το δημοτικό τραγούδι, με τις βυζαντινές καταβολές του, και η νεώτερη ποίησή μας με τους μεγάλους θεράποντές της Παλαμά, Καβάφη, Σικελιανό, Καρυωτάκη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο έως και Καρούζο, άφησαν τη σφραγίδα τους πάνω στον τραγουδισμένο στίχο του, ο οποίος προσέδωσε στο ελληνικό τραγούδι ανεπανάληπτο ποιητικό οίστρο, υψηλή στιχουργική ποιότητα και σημαντική υπεραξία νοήματος. Στις δραματικές εκφάνσεις του λόγου του ανιχνεύονται έντεχνα αφομοιωμένες καβαφικές («Μη χτυπάς σε μια πόρτα κλειστή» – Μουσική Λουκιανός Κηλαηδόνης),  καρυωτακικές (ενότητα «Νύχτα Θανάτου» – Μουσική Μίκης Θεοδωράκης)  και σεφερικές (ενότητα «Θητεία» – Μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος και «Του κάτω κόσμου τα πουλιά» – Μουσική Σταύρος Κουγιουμτζής)  επιδράσεις, ενώ στις πιο λαϊκότροπες επιδόσεις της στιχουργικής του διακρίνονται ίχνη της ποίησης του Ελύτη,  («Αν ήταν άστρα τα φιλιά σου» – Μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος). Η κοινωνική, πολιτική και  εθνική παράμετρος του λόγου του, υπόρρητες σχεδόν πάντα, έχουν, μπορούμε να πούμε, τις πηγές τους στο Βάρναλη και το Ρίτσο.

Η στιχουργική του Ελευθερίου δένεται κατ’ αυτόν τον τρόπο άρρηκτα με τον κορμό της ελληνικής ποίησης και στις καλύτερες στιγμές της, που είναι πάρα πολλές, γίνεται κομμάτι της ελληνικής ποίησης. Ας θυμηθούμε το ανεπανάληπτο «Τα Λόγια και τα χρόνια» (το οποίον τραγούδι αν δεν με απατά η μνήμη μου καταγράφεται αρχικά ως ποίημα) ή το εμβληματικό «Του Κάτω Κόσμου τα Πουλιά». Η αφαίρεση, τόσο συχνή στους τραγουδισμένους στίχους του, οι εκπληκτικές εικόνες του και η χαρακτηριστική εγκεφαλικότητά του λόγου του συνθέτουν ένα κόσμο αυθεντικής ποιητικότητας και μας προσκαλούν σε βαθύτερες προσεγγίσεις αλλά και σε πολλαπλές ερμηνείες του. Ακόμη, οι στίχοι που πέρασαν -είτε από άποψη θεματογραφίας είτε από άποψη τεχνοτροπίας- ως καθαρά λαϊκοί, όπως λόγου χάρη «Τα Λαϊκά», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, έχουν «βαφτιστεί» στα νάματα της λαϊκής/δημοτικής παράδοσης και βαδίζουν παράλληλα με τους στίχους/ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη («Δραπετσώνα», «Σαββατόβραδο», «Τα Λυρικά», όλα σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.

Ο στίχος του Μ. Ε. χαρακτηρίζεται άλλοτε από αυστηρή μετρική (απόλυτος σεβασμός των νόμων και των κανόνων που διέπουν τη στιχουργική τέχνη) και άλλοτε από μια «χαλαρή» προσέγγιση και διάταξη των λέξεων, οι οποίες λάμπουν μοναδικά στην επιλογή τους κουβαλώντας πλούτο εικόνων, καλπάζουσα φαντασία και νοηματική αφαίρεση, με το όλον να δένεται σε μια ταυτόχρονα λαϊκότατη και «διανοουμενίστικη» ομοιοκαταληξία που εκπλήσσει με την πρωτοτυπία της. Αρετές που αποκτούν ιδιαίτερη αξία όταν σκεφτούμε ότι πολλοί από τους στίχους του Μ.Ε. γράφτηκαν πάνω σε προϋπάρχουσες μελωδίες, όπως λόγου χάρη το υπέροχο «Στων αγγέλων τα μπουζούκια», αλλά και τόσα άλλα.

Άλλη βασική παράμετρος του τραγουδισμένου λόγου του Μάνου Ελευθερίου είναι η Μνήμη. Ο λόγος του αναδύει έξοχα αρώματα μνήμης, προσκυνά και υπηρετεί εικόνες του παρελθόντος, τις οποίες ανασυνθέτει και χρωματίζει με ποιητική δεξιοτεχνία και ενίοτε με έντονη μεταφυσική διάθεση, για να καταλήξει να ορθώνεται εις το διηνεκές ως Λόγος που πάνω του «η μνήμη καίει άκαυτη βάτος» όπως θα έλεγε και ο Ελύτης. Ένας κόσμος που «έχει πεθάνει» παρελαύνει μέσα στα λόγια του σαν φωτερός θίασος αλλοτινών καιρών που πασχίζει να αναβιώσει στα χείλη μας και μπροστά στα μάτια μας, όπως λόγου χάρη:

Η σούστα πήγαινε μπροστά
κι ο μάγκας τοίχο τοίχο
δεν έτυχε στα χρόνια αυτά
τίποτα να πετύχω

Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αη Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που `χουν πεθάνει

(Από τον κύκλο «Άγιος Φεβρουάριος»)

Φανατικός πολέμιος της λήθης, ο λόγος του Μάνου Ελευθερίου αναδεικνύει και αναδεικνύεται μέσα από το σεβασμό στη Μνήμη, που αποτελεί, πιστεύουμε, τη μούσα του, η οποία τον βοηθά να ανέβει τα σκαλοπάτια της υψηλής τέχνης του στίχου. Σ’ αυτήν την άνοδο, ο Ελευθερίου σηκώνει μαζί του όλη την πίκρα και τη νοσταλγία του λαού του για εκείνα που χάθηκαν αλλά που ωστόσο πάντα θα ανασταίνονται και θα ζουν μέσα στα λόγια, μέσα στους στίχους, μέσα στα τραγούδια.  Η Ιστορία πάντα επιστρέφει ή ευελπιστεί να επιστρέψει μέσα από τα νοερά(;) ταξίδια του ποιητή/στιχουργού για να μας «ξαναβρεί στους μπαξέδες» προκειμένου να βρούμε ξανά την ψυχή μας.

Ως φορέας μνήμης ο τραγουδισμένος λόγος του Μ.Ε. προβάλλει τις δραματικές πλευρές, που είναι πάρα πολλές, της ιστορίας του λαού του,  της «μνήμης του λαού του», όπως πάλι θα έλεγε και ο Ελύτης, και ως προς τούτο αναδεικνύεται εξόχως λαϊκός και δεμένος με τις πολλές και πολυσχιδείς παραδόσεις του Ελληνισμού κρούοντας, ταυτόχρονα, τους κώδωνες των κινδύνων που καραδοκούν μέσα στο σημερινό κυκεώνα του πολυδιαφημισμένου «πολυπολιτισμού» και της ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης.

Ο φορτωμένος μνήμες,  βάσανα, όνειρα που βούλιαξαν και θάνατο, στίχος του Μάνου Ελευθερίου μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί έτσι απλά, μέσα σε ένα βιβλίο (άλλο στοιχείο συντήρησης της μνήμης κι αυτό) χωρίς τις μελωδίες που τον «σεργιάνισαν στον κόσμο» πενήντα τόσα χρόνια και θα τον σεργιανίζουν ες αεί, σ’ ένα βιβλίο με συγκεντρωμένα τα τραγούδια του: «Τα λόγια και τα χρόνια: 1963-2013: Τα τραγούδια».

Ο Μάνος Ελευθερίου έγραφε ό, τι έγραφε έχοντας πάντα πικρή επίγνωση των «δυνατοτήτων» του ποιητικού λόγου γενικότερα. Είναι με βαθειά απογοήτευση, φαντάζομαι, που καταγράφει, ίσως ως κατάθεση αυτογνωσίας αλλά και κληροδότημα στους επερχόμενους αγωνιζόμενους, τους παρακάτω υπέροχους στίχους των «Γενεθλίων» από τον κύκλο τραγουδιών «Νύχτα Θανάτου» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη:

Μου διάβασες ξανά Σεφέρη

το ίδιο που έκανες και χτες

μα εμένα η καρδιά μου ξέρει

πως δε μας σώζουν ποιητές.

 

 

*Συνταξιούχος δημοσιογράφος, ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής. Σπούδασε φιλοσοφία στην Αγγλία και στη Γαλλία.