Περί πολιτικής ισότητας

Του Ανδρέα Θεοφάνους*

Ολοένα και περισσότερο Unknown-4η κοινωνία αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει το Κυπριακό καθώς και τις σοβαρές δυσκολίες στην υλοποίηση του ενεργειακού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η στάση της Τουρκίας υποχρεώνει ακόμη και πολλούς υποστηρικτές της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπως συζητείται τα τελευταία χρόνια να κατανοήσουν ότι η συγκεκριμένη πολιτική δεν μπορεί να υλοποιηθεί. Ολοένα και περισσότερο καθίσταται προφανής ο έλεγχος της Τουρκίας στην κατεχόμενη Κύπρο και η αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης. Παράλληλα διαφαίνεται ότι η τουρκοκυπριακή ηγεσία, ακόμη και το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, συμπορεύεται με την Άγκυρα.

Ως εκ τούτου δεν αποτέλεσε έκπληξη η πρόσφατη συνέντευξη του πρώην Τουρκοκύπριου ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στην οποία υπογράμμισε ότι η πραγματικά κόκκινη γραμμή για την τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι «η πολιτική ισότητα». Ταυτόχρονα σημείωσε ότι είτε είναι είτε όχι εγγυήτρια δύναμη η Τουρκία θα επέμβει αν κινδυνεύσει η ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων.

Υπενθυμίζεται ότι τον Αύγουστο του 2016 σε συνέντευξή του ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ υποστήριξε σε σχέση με την προοπτική αλλαγής του συστήματος εγγυήσεων ότι θα πρέπει να πάψει η Αγγλία να είναι εγγυήτρια δύναμη αλλά να παραμείνουν η Τουρκία και η Ελλάδα. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει επιδείνωση για την ελληνοκυπριακή πλευρά.

Αναμφίβολα οι στόχοι της τουρκοκυπριακής ηγεσίας συμβαδίζουν με αυτούς της Άγκυρας. Επιπρόσθετα, η νομιμοφροσύνη της πλειοψηφίας των Τουρκοκυπρίων δεν είναι προς την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά προς την «ΤΔΒΚ» και την Τουρκία. Αυτό αποτελεί μείζον θέμα καθώς η νομιμοφροσύνη προς το νόμιμο κράτος είναι καθοριστικής σημασίας για ένα συνεταιρισμό. Επαναλαμβάνω τη θέση ότι δεν μπορεί καμία πλευρά να επικαλείται κατά το δοκούν τα δικαιώματα που πηγάζουν από την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά την ίδια ώρα να παραγνωρίζει τις υποχρεώσεις.

Στα αρχικά στάδια όταν συζητείτο το διζωνικό δικοινοτικό ομοσπονδιακό πλαίσιο λύσης η ερμηνεία που εδίδετο για την πολιτική ισότητα ήταν ότι οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων δεν θα είναι «σχέσεις πλειοψηφίας μειοψηφίας». Παράλληλα εγένετο λόγος για αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στα ομοσπονδιακά όργανα της κυβέρνησης. Στη σημερινή συγκυρία η έννοια της πολιτικής ισότητας έχει διαφοροποιηθεί άρδην. Παραπέμπει πλέον σχεδόν σε μια αριθμητική ισότητα η υλοποίηση της οποίας θα οδηγήσει στην τυραννία της μειοψηφίας/μειονότητας η οποία σε συνδυασμό με τον ρόλο της Τουρκίας θα οδηγήσει σε οδυνηρά αποτελέσματα για τους Ελληνοκύπριους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Κραν Μοντάνα τον περασμένο Ιούλιο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πρότεινε το κοινό ψηφοδέλτιο Προέδρου και Αντιπροέδρου αποδεχόμενος ταυτόχρονα την εκ περιτροπής προεδρία στα πλαίσια αυτά. Σημειώνω ότι την πρόταση για κοινό ψηφοδέλτιο χωρίς όμως την εκ περιτροπής προεδρία την είχα καταθέσει μαζί με συνεργάτες μου λίγο μετά το δημοψήφισμα το 2004. Η πρόταση αυτή είχε ως βασικό στόχο αφ’ ενός την αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων και αφ’ ετέρου την προώθηση κοινών επιδιώξεων. Η εισήγηση αυτή εντασσόταν πλήρως στη φιλοσοφία ενός διπεριφερειακού δικοινοτικού ομοσπονδιακού πλαισίου. Και όμως η τουρκική πλευρά την απέρριψε ενώ ταυτόχρονα επέμενε και στις εγγυήσεις.

Είναι προφανές ότι οι τουρκικές μαξιμαλιστικές επιδιώξεις παραπέμπουν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον καθοριστικό ρόλο της Τουρκίας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα η οποία έχει αλλοιωθεί δραστικά από τον εποικισμό καμιά απόφαση δεν θα λαμβάνεται χωρίς την έγκριση της Άγκυρας. Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την πολιτική που έχει ακολουθηθεί μέχρι σήμερα καθώς είτε δεν οδηγεί πουθενά είτε εάν υλοποιηθεί θα οδηγήσει σε σαφή επιδείνωση του status quo.

* Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.