To σκεπτικό του Κακουργιοδικείου για τις ποινές σε Ερωτοκρίτου,Κυπρίζογλου και Νεοκλέους

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας «συνεκτιμώντας αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την ανάγκη για αποτροπή και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων και αφετέρου όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες σε συνδυασμό με τις προσωπικές, οικογενειακές, imagew.aspxεπαγγελματικές περιστάσεις των κατηγορουμένων», αποφάσισε πως η μόνη αρμόζουσα ποινή για τους Ρίκκο Ερωτοκρίτου, Ανδρέα Κυπρίζογλου και Παναγιώτη Νεοκλέους είναι η φυλάκιση και για το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Νεοκλέους η χρηματική ποινή.

Στον Ρίκκο Ερωτοκρίτου, το Κακουργιοδικείο επέβαλε ποινής φυλάκισης 3,5 ετών στην κατηγορία του Δεκασμού δημοσίου λειτουργού και ποινή φυλάκισης 1,5 έτους στην κατηγορία της Κατάχρησης εξουσίας. Δεν επέβαλε καμία ποινή στις κατηγορίες της Δωροληψίας οικείων δημόσιων αξιωματούχων, των συναλλαγών με αντιπροσώπους, οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, της συνωμοσίας προς ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και της συνωμοσίας προς καταδολίευση.

Στον Ανδρέα Κυπρίζογλου, επιβλήθηκε ποινή 1,5 έτους στην κατηγορία της συνωμοσίας προς καταδολίευση και καμία ποινή στην κατηγορία της συνωμοσίας προς ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης.

Στο δικηγορικό Γραφείο Νεοκλέους, επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο €70.000 στην κατηγορία του Δεκασμού δημοσίου λειτουργού, ενώ δεν επιβλήθηκε καμία ποινή στης κατηγορίες της ενεργούς δωροδοκίας οικείων δημόσιων αξιωματούχων, των συναλλαγών με αντιπροσώπους, οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, της συνωμοσίας προς ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και της συνωμοσίας προς καταδολίευση.

Στον Παναγιώτη Νεοκλέους, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2,5 ετών στην κατηγορία του δεκασμού δημοσίου λειτουργού και καμία ποινή στις κατηγορίες της ενεργούς δωροδοκίας οικείων δημόσιων αξιωματούχων, των συναλλαγών με αντιπροσώπους, οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, της συνωμοσίας προς ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και συνωμοσίας προς καταδολίευση.
Η απόφαση προνοεί άμεση φυλάκιση για τους Ρίκκο Ερωτοκρίτου και Παναγιώτη Νεοκλέους και αναστολή φυλάκισης για τον Ανδρέα Κυπρίζογλου. Οι ποινές φυλάκισης για τον Ρίκκο Ερωτοκρίτου συντρέχουν.

Το Δικαστήριο στην απόφαση του, κατά πλειοψηφία, για αναστολή της ποινής του Κυπρίζογλου αναφέρει συγκεκριμένα ότι «χωρίς να υποβιβάζουμε τη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων αποφασίσαμε να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ της αναστολής έκτισης των ποινών για περίοδο 3 ετών από σήμερα». «Συμφωνούμε ότι ο ρόλος του διαφοροποιείται από όλους τους υπόλοιπους Κατηγορούμενους και δικαιολογείται ανάλογη διαφοροποίηση και στην ποινή που θα του επιβληθεί», σημειώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.

Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι στην παρούσα περίπτωση οι σοβαρότερες των κατηγοριών αφορούν τους Ερωτοκρίτου, το δικηγορικό Γραφείο Νεοκλέους και τον Παναγιώτη Νεοκλέους «δηλαδή ουσιαστικά τα αδικήματα δεκασμού, δωροληψίας ή δωροδοκίας, και της διαφθοράς».

Για τα αδικήματα αυτά, σημειώνει, ο Ποινικός Κώδικας (Άρθρο 100), ο Ν.23(III)/2000 και ο περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμος, Κεφ. 161, προνοούν αντίστοιχα ποινές φυλάκισης μέχρι 7 έτη ή πρόστιμο μέχρι €100.000 ή και τις δύο ποινές, προστίθεται στην απόφαση.

Το Δικαστήριο σημειώνει πως τα τελευταία 20 χρόνια, περίπου, ο Νομοθέτης προέβη δύο φορές σε αύξηση της προβλεπόμενης ποινής για το δεκασμό δημοσίου λειτουργού. Αναμφίβολα, προσθέτει, οι διαδοχικές αυξήσεις των προβλεπομένων ποινών καταδεικνύουν και την αντίστοιχη πρόθεση του Νομοθέτη για αυστηρότερη αντιμετώπιση τέτοιου είδους αδικημάτων.

Το Κακουργιοδικείο αναφέρει επίσης ότι η ισχυρότερη ειδοποιός διαφορά άλλων υποθέσεων καθώς και όσων αφορούσαν το αδίκημα του δεκασμού από την παρούσα «είναι πως η παρούσα αποτελεί την πρώτη περίπτωση διαφθοράς, δεκασμού και ανεντιμότητας στην οποίαν εμπλέκεται υψηλόβαθμος ανεξάρτητος αξιωματούχος του Κράτους, του οποίου μάλιστα τα καθήκοντα σχετίζονται άμεσα με την απονομή της δικαιοσύνης».

Υπενθυμίζει επίσης πως το ίδιο το Σύνταγμα αναθέτει, μεταξύ άλλων, στον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέως και πάσαν εξουσία, υπηρεσία και καθήκον «εμπεπιστευμένον εις τον γενικόν εισαγγελέαν της Δημοκρατίας δυνάμει του Συντάγματος ή των νόμων υποκείμενος εις τας οδηγίας του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας» (Άρθρο 114) και στα οποία περιλαμβάνεται και η δίωξη οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε έγκλημα.

Είναι λοιπόν αυτονόητο, συνεχίζει, « πως τόσο το Σύνταγμα όσο και ο κάθε νομοταγής πολίτης αναμένει πως οι υπεύθυνοι για τη δίωξη του εγκλήματος δεν θα υποπίπτουν οι ίδιοι σε αδικήματα, όχι μόνο συνήθους φύσης, αλλά ιδίως αδικήματα τα οποία μολύνουν την άσκηση των καθηκόντων τους με στοιχεία ανεντιμότητας και τα οποία σχετίζονται με το βασικότερο καθήκον τους, ήτοι την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και γενικά σε αδικήματα από τα οποία πρέπει να προστατεύουν τον ίδιο τον πολίτη.

Το Κακουργιοδικείο αναφέρει ακόμη ότι «η βασικότερη απαξία της συμπεριφοράς όλων των εμπλεκομένων είναι ακριβώς πως γνώριζαν όλοι την εμπλοκή στη συναλλαγή ενός θεσμικού αξιωματούχου, η θέση του οποίου επέβαλλε όχι μόνον να μην αναμιχθεί σε τέτοιου είδους διευθετήσεις και συναλλαγές… αλλά να αποφεύγει ακόμα και την ελάχιστη δημιουργία υπόνοιας για τέτοιες καταδικαστέες συμπεριφορές, προστατεύοντας τον θεσμό και διατηρώντας ψηλά την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτόν (τον θεσμό)».

«Αδικήματα αυτής της φύσης τιμωρούνται αυστηρά μέσω ποινών οι οποίες ενέχουν έντονα το στοιχείο της αποτροπής για σκοπούς κυρίως γενικής και δευτερευόντως ειδικής πρόληψης. Δεν είναι μόνο η ατιμωρησία που υποθάλπει και ενθαρρύνει τα φαινόμενα του δεκασμού και της διαφθοράς. Είναι και η επιεικής αντιμετώπιση τέτοιων αξιόποινων συμπεριφορών, οι οποίες κατά γενική ομολογία προσβάλλουν τη χρηστή και αμερόληπτη λειτουργία των Θεσμών και του Κράτους Δικαίου, που ενδέχεται να δώσει λανθασμένα μηνύματα», σημειώνει.

Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του για την επιβολή της ποινής μια σειρά από ελαφρυντικούς παράγοντες όπως και το γεγονός ότι «οι Κατηγορούμενοι είναι πρόσωπα λευκού ποινικού μητρώου, γεγονός που τούς δίδει το δικαίωμα να κριθούν με κάθε δυνατή επιείκεια, δεδομένου ότι το στοιχείο αυτό δείχνει τη στάση τους μέχρι σήμερα απέναντι στο νόμο, καθώς και τον πρότερο έντιμο βίο τους».

Όσον αφορά τον Ρίκκο Ερωτοκρίτου, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη «τις συνέπειες που προκλήθηκαν ένεκα της καταδίκης του στην επαγγελματική φήμη τόσο του ιδίου προσωπικά όσο και εκείνη της δικηγορικής του εταιρείας της οποίας η διαχείριση, η οποία είχε αναληφθεί από τις 9/7/13, έχει μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης διακοπεί».

«Στοιχείο που συνυπολογίζουμε είναι ασφαλώς και το γεγονός ότι μετά την καταδίκη του στα επίδικα αδικήματα θα είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο, ο Ρίκκος Ερωτοκρίτου να επανέλθει στη δημόσια ζωή και δράση για οποιαδήποτε αιρετό ή διοριζόμενο αξίωμα».
Έλαβε υπόψη και τις «τις δυσμενείς συνέπειες που θα προκληθούν στην οικογένεια του εφόσον σε περίπτωση φυλάκισης του θα αποκοπούν οι πόροι επιβίωσης τόσο για τη σύζυγο του, η οποία δεν εργάζεται και δεν έχει οποιοδήποτε εισόδημα όσο και για τον υιό του, ο οποίος ακόμη να εγγραφεί στο Μητρώο Δικηγόρων και κατ΄επέκταση να αρχίσει να εργάζεται».

Για τον κ. Κυπρίζογλου, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ως ελαφρυντικό παράγοντα «τα προβλήματα υγείας του, τόσο ψυχολογικά όσο και παθολογικά, όσο και το ενδεχόμενο στην περίπτωση του η ενδεχόμενη φυλάκιση του να του προκαλέσει ταλαιπωρία ασυνήθιστου βαθμού».

Για τον Παναγιώτη Νεοκλέους, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και τις επιπτώσεις φυλάκισης στην οικογένεια και στον επτάχρονο γιο του.

Για όλους τους Κατηγορούμενους, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την αναμενόμενη πειθαρχική δίωξη τους από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των δικηγόρων με βάση τις προβλεπόμενες διατάξεις του περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ.215 και τη σοβαρή πιθανότητα επιβολής σε βάρος τους πειθαρχικών μέτρων.

Το Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι «δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως όντως συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα το γεγονός ότι δεν έχουν διωχθεί όλα τα πρόσωπα τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ουσιωδώς ή επουσιωδώς συμμετείχαν είτε στη συνωμοσία είτε σε διάφορες πράξεις υλοποίησης της μεταγενέστερα».

«Αναφερόμαστε κυρίως στον πατέρα (του Παναγιώτη Νεοκλέους) ο οποίος τόσο προσωπικά όσο και μέσω άλλου προσώπου είχε πολύ πιο δραστήριο ρόλο στα θέματα της Providencia και του οποίου οι πράξεις αποδόθηκαν στην κατηγορούμενη εταιρεία. «Θεωρούμε πως η μη δίωξη του ως συνεργού, χωρίς οποιαδήποτε βάσιμη εξήγηση, συνιστά άνιση μεταχείριση, όχι μόνον ως προς τον Παναγιώτη Νεοκλέους, αλλά και ως προς τους υπόλοιπους Κατηγορούμενους πράγμα το οποίο συνυπολογίζουμε ευμενώς υπέρ των Κατηγορουμένων στην παρούσα υπόθεση».

Οι Ερωτοκρίτου και Νεοκλέους μεταφέρθηκαν αμέσως μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου από την Αστυνομία στις Κεντρικές Φυλακές.