Από μια κλωστή κρέμμεται η διαδικασία των συνομιλιών

Από μια κλωστή κρέμμεται η διαδικασία των συνομιλιών μετά τις προφάσεις που αναζητούσε ο κατοχικός ηγέτης για να διακόψι τις συνομιλίες και να κξεκινήσει το παιγνίδι της επίρριψης ευθυνών. imagew-5.aspx

Μετά την προκλητική αποχώρηση του κατοχικού ηγέτη απο τη συναντηση του την Παρασκευή με τον Πρόεδο της Δημοκρατίας και τις προκητικές δηλώσεις του στα κατεχόμενα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε διάσκεψη τύπου τόνισε πως ο ίδιος θα συνεχίσει τις προσπάθειες γι λύση του Κυπριακού.

Σε δηλώσεις του στα Μ/Μ.Ε  την Παρασυή ο Πρόεδρος αφού εξέφρασε τη λύπη του για την κατάληξη της συναντησης ανέφερε, ότι « ενώ η όλη συζήτηση διεξαγόταν σε ένα –οφείλω να ομολογήσω- φιλικό και εποικοδομητικό πνεύμα και κλίμα, σε μια στιγμή που υπήρξε σύντομη διακοπή σαν αποτέλεσμα μιας διαφωνίας που ανεφύη μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών και της δικής μας πλευράς, η τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία αποχώρησε από τη συνάντηση χωρίς λόγο και καμιά αιτία. Παρά τις προσπάθειες του Ειδικού Συμβούλου του ΟΗΕ να επαναφέρει την τουρκοκυπριακή πλευρά στη συνάντηση, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ήταν ανένδοτος.

Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της συνάντησης που προηγήθηκε ο κ. Akinci επανέλαβε τα όσα δημοσίως ανέφερε σε σχέση με τις ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας με αφορμή την απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων.»

Οπως ανέφερε ο Πρόεδρος αναέρθηκε εκτενώς  και  ι επεξήγησε τους λόγους, για τους οποίους δεν δικαιολογούνται οι εκφρασθείσες ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας (για το ενωτικό δημοψήφισμα).Και πρόσθεσε:

«Ανέφερα, μεταξύ άλλων, την ομόφωνη απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου, υπερτονίζοντας πως η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν δικαιολογείται να αμφισβητεί τις αποφάσεις ή τις προθέσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας, αφού στην ομόφωνη απόφαση γίνεται ξεκάθαρο ότι η επιδιωκόμενη λύση δεν είναι ούτε η ένωση, όπως δεν είναι βεβαίως και η διχοτόμηση.

Αντίθετα, επαναλαμβάνεται η προσήλωση σε μια λύση που θα είναι απόλυτα συμβατή με τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις κατά καιρούς ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου.

Περαιτέρω, όπως είχα αναφέρει και σε προχτεσινή μου δήλωση, «δεν θα επιτρέψω σε κανένα να αμφισβητεί τις ειλικρινείς προθέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς για την προσπάθεια εξεύρεσης μιας αποδεκτής και από τις δυο κοινότητες λύσης, όπως ξεκάθαρα αποτυπώνεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Πρόσθετα, έκανα εκτενή αναφορά σε γεγονότα που παραγνωρίζουν από τουρκοκυπριακής πλευράς τις ευαισθησίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας και παρά ταύτα δεν επιζήτησα τη διακοπή του διαλόγου, ούτε αξίωσα όπως ο Τουρκοκύπριος ηγέτης αναλάβει τις ευθύνες και επανορθώσει συμπεριφορές πολιτικών δυνάμεων της κοινότητάς του.

Υπερτόνισα τη σημασία της προόδου που έχει επιτευχθεί και πως αυτό που έχει σημασία είναι η επικέντρωσή μας στη συνέχιση του διαλόγου, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις εναπομείνασες διαφορές. Υπογράμμισα ακόμα ότι η πλευρά μας προσήλθε στη σημερινή συνάντηση καθ’ όλα έτοιμη και προετοιμασμένη για ουσιώδη διαπραγμάτευση, ως η συμφωνηθείσα ημερήσια διάταξη.

Μετά τα πιο πάνω, επεσήμανα πως δεν θα πρέπει να επιζητούνται προσχήματα προκειμένου να αποφευχθεί η ανάληψη των ευθυνών που φέρει η Τουρκία, ούτε να της επιτρέπεται να θέτει αξιώσεις και προϋποθέσεις που δεν αφορούν τα συμφέροντα του κυπριακού λαού.

Τέτοιες προσεγγίσεις, υπογράμμισα, υποσκάπτουν τη διαδικασία και δεν εκφράζουν ειλικρινή προσέγγιση που να συνάδει με όσα δημοσίως διακηρύττονται. Αυτό που αναμένουμε από την Τουρκία είναι να συμβάλει ουσιαστικά στην επίλυση θεμελιωδών πτυχών του κυπριακού προβλήματος που άπτονται των ανησυχιών της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Με την ευκαιρία θα ήθελα για άλλη μια φορά να εκφράσω τη διαφωνία μου με άστοχες ή αχρείαστες αποφάσεις ή δηλώσεις που επιτρέπουν την προσχηματική εκμετάλλευση από την Τουρκία ή την τουρκοκυπριακή κοινότητα προκειμένου να αποφύγουν την ανάληψη των ευθυνών που τους βαρύνουν.

Την ίδια ώρα θέλω με έμφαση να τονίσω πως η πλευρά μας κι εγώ ο ίδιος προσωπικά παραμένουμε πλήρως προσηλωμένοι στην εξεύρεση βιώσιμης και λειτουργικής λύσης και στη συνέχιση του διαλόγου όπως συμφωνήθηκε ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στην Γενεύη στις 12 Ιανουαρίου 2017 και ως εκ τούτου καλώ τον Τουρκοκύπριο ηγέτη να εγκαταλείψει τις αιτιάσεις και να προσέλθει άμεσα με εποικοδομητική διάθεση για συνέχιση του διαλόγου, προκειμένου να πετύχουμε στις προσπάθειες για επίτευξη συνολικής λύσης που θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και των δυο κοινοτήτων.

Μετά την εναρκτήρια του δήλωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε παρατήρηση δημοσιογράφου ότι ο κ. Akinci ισχυρίζεται ότι πρώτος έφυγε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης από τις συνομιλίες, απάντησε ότι «μάρτυρες είστε εσείς οι δημοσιογράφοι που όταν πληροφορούσασταν από τα τουρκοκυπριακά ΜΜΕ ότι απεχώρησε ο κ. Akinci, ενώ η άφιξή μου στο Προεδρικό ήταν τουλάχιστον μετά μισής ώρας αναμένοντας και τις προσπάθειες του Ειδικού Σύμβουλου του ΓΓ του ΟΗΕ (κ. Eide), προκειμένου ο Akinci να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, διότι δεν δικαιολογείτο δική του αποχώρηση χωρίς λόγο και χωρίς αιτία».

Κληθείς να σχολιάσει την παρέμβαση του κ. Eide κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ότι «θα πρέπει να είμαι σαφής με τη διαφωνία που προέκυψε. Στην προσπάθεια ο κ. Eide να δημιουργήσει ένα κλίμα που να επιτρέπει την αλληλοκατανόηση και στην έκφρασή του για τις ανησυχίες της τουρκοκυπριακής κοινότητας, άφησε να νοηθεί πως ενδεχόμενα να έχουν δίκιο ή άδικο και σε αυτό αντέδρασα, λέγοντας δεν επιτρέπεται στον ίδιο, ύστερα από δύο χρόνια που είναι παρών και καταγράφεται η συμπεριφορά της ελληνοκυπριακής κοινότητας, να θέτει έστω και καθ’ υποψία εν αμφιβόλω τις προθέσεις της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Ζήτησα ολιγόλεπτη διακοπή και ενώ βρισκόμουν εκτός αίθουσας αποχώρησε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης και η αντιπροσωπεία του. Μάλιστα ο κ. Eide δεν αντελήφθη εν τη ουσία ότι αυτό συνέβη. Παρέμεινε στην αίθουσα χωρίς να αποχαιρετίσει ως συνηθίζει τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων και τις αντιπροσωπείες τους.

Συνεπώς αυτά που ισχυρίζεται ο κ. Akinci –και θέλω να είμαι πάρα πολύ φειδωλός, διότι δεν θέλω να μολύνω περαιτέρω το κλίμα-, δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά γεγονότα και είμαι βέβαιος ότι και ο Ειδικός Σύμβουλος του ΓΓ θα εκφράσει πώς επακριβώς έχουν επισυμβεί τα γεγονότα».

Σε ερώτηση αν εκτιμά ότι υπήρξε η σκοπιμότητα στη σημερινή κίνηση της τουρκοκυπριακής πλευράς, ώστε να υπάρξει παύση στις συνομιλίες μέχρι το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Τουρκία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απάντησε ότι «θα έλεγα πως η εικόνα που απεκόμισα είναι πως υπήρχε μια προειλημμένη απόφαση, έτσι ώστε να δικαιολογείται η στάση που τηρεί η τουρκοκυπριακή πλευρά. Συνεπώς, δεν διαφωνώ με τις διαπιστώσεις σας».

Ερωτηθείς αν στο επόμενο διάστημα θα ενημερώσει και τη διεθνή κοινότητα για αυτές τις εξελίξεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «και βεβαίως θα ενημερώσω τον Γενικό Γραμματέα για τα πραγματικά γεγονότα και είμαι βέβαιος ότι και ο Ειδικός Σύμβουλος θα ενημερώσει ανάλογα τα Ηνωμένα Έθνη για το τι ακριβώς επισυνέβη σήμερα. Εκείνο που δεν θέλω, είναι με δικές μου δηλώσεις να ενισχύσω τις προσπάθειες που καταβάλλονται από την άλλη πλευρά, προκειμένου να διακοπεί ο διάλογος για τους όποιους λόγους, είτε αφορούν την Τουρκία είτε τους Τουρκοκύπριους, έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε ένα αδιέξοδο.

Η δική μας θέση είναι ότι παραμένει η αποφασιστικότητά μας για συνέχιση του διαλόγου, γιατί εδώ και 43 χρόνια είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά που επιδιώκει τη λύση και αν δεν υπήρξε μέχρι σήμερα η επίλυση του κυπριακού προβλήματος δεν είναι γιατί ευθύνεται η ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά γιατί, δυστυχώς, υπάρχουν τέτοιες αξιώσεις είτε από πλευράς Τουρκίας είτε από προηγούμενους ηγέτες –και θέλω να ελπίζω ότι αυτό δεν υιοθετείται και από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη- τέτοιων αξιώσεων που δεν επέτρεπαν την επίλυση του Κυπριακού ή την αντιμετώπιση των ευλόγων ανησυχιών των Ελληνοκυπρίων.

Δεν δέχομαι ότι είναι δυνατόν ύστερα από δύο χρόνια εντατικού διαλόγου και της προόδου που έχει επιτευχθεί, για ένα ασήμαντο για όλους γεγονός που γίνεται κατανοητό, να διακόπτεται ο διάλογος κατά τον τρόπο που επιδιώκει ή που επεδίωξε η τουρκοκυπριακή πλευρά.

Είχα κάνει σαφή αναφορά ότι μέχρι σήμερα ουδέποτε ηγέρθη θέμα για τους εορτασμούς της 1ης του Απρίλη, που ήταν η ένοπλη εξέγερση και η επιδίωξη της Ένωσης μέσα από τον ένοπλο αγώνα. Και η απάντηση ήταν ότι ‘μα αυτό προϋπήρχε’.

Αλλά υπερτόνισα την ίδια ώρα ότι οι εορτασμοί ποτέ δεν ήταν συμβατοί και με μια αξίωση των Ελληνοκυπρίων για να επιδιώξουν την Ένωση. Ήταν μια απόδοση τιμής στον αντιαποικιακό αγώνα που στο τέλος αντί στην Ένωση οδήγησε σε υπερπρονόμια των Τουρκοκυπρίων.

Συνεπώς, αν όντως είχαν τόσες ευαισθησίες οι αντιδράσεις τους, θα έπρεπε να ήταν κατά τις εκδηλώσεις της 1ης Απριλίου και όχι στην έκφραση απλά μιας επιθυμίας των Ελληνοκυπρίων και σε ιστορικά γεγονότα.

Αλλά υπήρξε και σωρεία άλλων αναφορών από πλευράς μου που θα δικαιολογούσαν απόλυτα τη δική μου αρνητική στάση συμμετοχής σε ένα διάλογο, όταν προκλητικά παραγνωρίζονταν οι ανησυχίες και οι ευαισθησίες της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Για αυτό και θέλω να πιστεύω πως επιτέλους –αν όλοι επιθυμούμε αυτό που θα πρέπει να είναι στόχος όσων αγαπούν αυτή την πατρίδα- να εγκαταλείψουμε τις προφάσεις, να επικεντρωθούμε στην ουσία για να δούμε πώς μπορεί να δώσουμε ελπίδα σε αυτή την πατρίδα».