Α.Κυπριανού:Το ΑΚΕΛ στηρίζει τον Πρόεδρο στο κυπριακό αλλά καταψηφίζει τους προϋπολογισμούς

Την πλήρη υποστήριξη του κόμματος του στους χειρισμούς του Προέδρου Αναστασιάδη επανέλαβε από το βήμα της Βουλής ο Γ.Γ. του ΚΕΛ Αντρος Κυπριανού ενώ στο οικονομικό σκέλος άσκησε έντονη κριτική στην κυβέρνηση λέγοντας πως το ΑΚΕΛ θα καταψφίσει τους προϋπολογισμούς του 2017.

Δειτε την Ομιλία του Γενικού Γραμματέα Κ.Ε. του ΑΚΕΛ,
Άντρου Κυπριανού, στη συζήτηση
του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2017

«Συζητώντας για τον προϋπολογισμό του 2017 έχουμε πλήρη συνείδηση ότι οφείλουμε να λειτουργήσουμε υπεύθυνα, όπως εξάλλου πράττουμε πάντα ως ΑΚΕΛ. Θα είμαι λοιπόν προσεχτικός στις διατυπώσεις αλλά όχι συγκαταβατικός στις διαπιστώσεις.
Δε θέλω να κρύψω την απογοήτευση μας από το περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις του υπό συζήτηση προϋπολογισμού.
Αναμέναμε να θέτει πραγματικά τέλος στη μνημονιακή εποχή. Δυστυχώς ο προϋπολογισμός που έχουμε μπροστά μας την παρατείνει επ’ αόριστο. Διαψεύδει έτσι με τον πιό λυπηρό τρόπο τις θριαμβολογίες της Κυβέρνησης ότι μπήκαμε σε μεταμνημονιακή εποχή.
Είναι αλήθεια ότι το περιβάλλον μέσα στο οποίο συζητούμε σήμερα τον προϋπολογισμό του 2017 είναι εξαιρετικά δύσκολο, σύνθετο και όχι θετικό για την χώρα μας.
Αν κοιτάξουμε έξω από το παράθυρο της μικρής μας πατρίδας θα δούμε ότι ολόκληρη η γειτονιά της Ανατολικής Μεσογείου, ολόκληρη η Ευρώπη και γενικά ο σύγχρονος κόσμος, διέρχονται μια γενικευμένη και πολυσύνθετη κρίση.
Οι συνέπειές της είναι πόλεμοι και προσφυγιά, οικονομική κρίση και έκρηξη των ανισοτήτων ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των απλών ανθρώπων και στους δισεκατομμυριούχους της ελίτ του χρήματος .
Βαθειά κοινωνική σήψη, διαφθορά και παρακμή από τη μια μεριά. Ύφεση, λιτότητα και αδικία από την άλλη.
Όλα αυτά ενώ η άλλη μεγάλη κρίση, η περιβαλλοντική, απειλεί τη ζωή στον πλανήτη.
Δε χρειάζεται προφητική ικανότητα για να αντιληφθούμε ότι οδηγούμαστε παγκοσμίως σε εκρηκτικές καταστάσεις.
Ποιοί επωφελούνται απ` αυτές;
Οι καθόλου φιλικές προς τη Δημοκρατία δυνάμεις. Αυτές που τρέφονται από τη δημαγωγία και εκτρέφουν το φασισμό.
Αυτό το σκηνικό περιέγραφε ο Γκράμσι λέγοντας “ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί. Είναι τώρα η εποχή των τεράτων”.
Μόνο που, δυστυχώς, στη δική μας περίπτωση η εποχή των τεράτων είναι μακράς διαρκείας.
Χρειάζεται τεράστια προσπάθεια από όλους όσοι αγαπούν τη ζωή και την ειρήνη για να τερματιστεί αυτή η εποχή. Χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να γεννηθεί ένας νέος κόσμος όπου θα επικρατούν η κοινωνική δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη. Όπου θα επικρατούν το δίκαιο και η ισότητα.
Από τις διεθνείς εξελίξεις θα αναφέρω τα δύο σημαντικότερα φαινόμενα.
Το πρώτο αφορά στις μεταβολές των συσχετισμών δύναμης.
Το μπλοκ της Δύσης βλέπει το μερίδιό του επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) να υποχωρεί. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η Ευρωζώνη δεν ξεπέρασαν ακόμη την κρίση.
Από την άλλη, οι ανερχόμενες δυνάμεις της Κίνας, της Ρωσίας και των άλλων χωρών της BRICS κερδίζουν έδαφος. Συντελείται σταδιακή, αλλά σταθερή μετακίνηση κεφαλαίου, εμπορίου και βιομηχανικής παραγωγής από τη Δύση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεψε ότι μέχρι το 2030 το κέντρο της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής θα βρίσκεται στην Ανατολή και την Ασία. Πρόκειται για ανακατατάξεις που λειτουργούν ως θρυαλλίδα. Εξ ου και η δραματική ένταση επιθετικότητας και επεμβατισμού από τις ΗΠΑ αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο γεωπολιτικό, αλλά και το στρατιωτικό πεδίο.
Αλλού με το καρότο και αλλού με το μαστίγιο, προσπαθούν να προασπίσουν την ηγεμονία τους στην παγκόσμια σκηνή. Αλλού αιματηρές και αλλού αναίμακτες, ενεργειακές και άλλες τιτανομαχίες, κλιμακώνονται στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Επίκεντρο τους η καθημαγμένη Συρία, αλλά και το Ιράκ, η Λιβύη και η Παλαιστίνη. Στην Ανατολική Ευρώπη ανοικτή πληγή παραμένει η Ουκρανία. Στη Λατινική Αμερική έχει αρχίσει η έντονη υπονόμευση των μη αρεστών στις ΗΠΑ κυβερνήσεων. Όλη η περιοχή οδηγείται σε εντάσεις και αστάθεια. Ένταση προκαλείται και στη μακρινή Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Όλα αυτά αποτελούν έκφραση των εκρηκτικών αντιθέσεων και της στρατηγικής της Δύσης για παγκόσμιο έλεγχο.
Η πιο ανησυχητική και επικίνδυνη για τους λαούς εξέλιξη είναι, ωστόσο, η πρωτοφανής στρατιωτικοποίηση που προωθεί το ΝΑΤΟ, τόσο στη Μεσόγειο όσο και στα σύνορα με τη Ρωσία.
Έρχομαι τώρα στο δεύτερο χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής μας. Είναι η άνοδος σε σειρά χωρών του ακροδεξιού λαϊκισμού, ως δήθεν αντισυστημικής δύναμης.
Στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, στην Αυστρία και άλλες χώρες, ακροδεξιές δυνάμεις υποδαυλίζουν απροκάλυπτα το ρατσισμό, και καπηλεύονται την απόγνωση των εργαζομένων και της νεολαίας για την εκρηκτική κατάσταση που προκλήθηκε ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης.
Με άλλα λόγια, έχουμε από τη μια τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της παγκοσμιοποίησης των αγορών, της βαρβαρότητας του σύγχρονου καπιταλισμού, όπως την επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι εκλεκτές κυβερνήσεις τους. Μέσα από αυτή αναπαράγεται ο φαύλος κύκλος της ανεργίας, των ανισοτήτων και της φτώχειας.
Από την άλλη, εμφανίζεται ως εναλλακτική λύση, η καταφυγή στους εθνικισμούς, στον ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό και στο νεοφασισμό των διαφόρων αποχρώσεων.
Στη γειτονιά μας πρωταγωνιστικό ρόλο στις εκρηκτικές εξελίξεις διαδραματίζει η Τουρκία, με αποτέλεσμα να μπαίνουν νέα εμπόδια στη λύση του κυπριακού.
Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Τουρκία;
Μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου επικρατεί πρωτοφανής αυταρχισμός. Αυτός μπορεί να αποτυπωθεί σε αριθμούς που αποκαλύπτουν το αντιδημοκρατικό πογκρόμ που έχει εξαπολύσει η κυβέρνηση Ερντογάν σε βάρος δυνάμεων της αντιπολίτευσης, της Αριστεράς και του κουρδικού κινήματος.
Στην περίοδο που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα, οι τουρκικές αρχές έχουν συλλάβει 10 μέλη της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης που ανήκουν στο HDP και περίπου 150 δημοσιογράφους (ο μεγαλύτερος αριθμός συλλήψεων παγκοσμίως). Έχουν συλληφθεί 2.386 δικαστικοί και άλλοι 40.000 πολίτες, από τους οποίους περισσότεροι από 31.000 παραμένουν υπό κράτηση. 129.000 δημόσιοι υπάλληλοι είτε έχουν ανακληθεί από τα καθήκοντά τους (66.000) είτε έχουν απολυθεί (63.000), σύμφωνα με την φετινή Έκθεση Προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, χωρίς στους περισσότερους από αυτούς να έχουν απαγγελθεί κατηγορίες μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών, σχεδόν 3.400 δικαστές έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα και 2.900 εξακολουθούν να βρίσκονται στη φυλακή. Δεκάδες εκλεγμένοι της τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν αποπεμφθεί ή έχουν συλληφθεί και η κυβέρνηση έχει διορίσει επιτρόπους σε σειρά δήμων.
Ο εξαιρετικά ευρύς ορισμός της τρομοκρατίας επιτρέπει την ανεξέλεγκτη άσκηση μέτρων καταστολής σε βάρος δικαστικών και αντιπάλων της κυβέρνησης, ιδίως δε εκδοτών και δημοσιογράφων, υποστηρικτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικών, μελών μειονοτήτων και, βέβαια, ιδιαίτερα των Κούρδων. Ανάμεσα στις δεκάδες οργανώσεις των οποίων έχει απαγορευτεί η λειτουργία, συμπεριλαμβάνεται και η Επιτροπή Ειρήνης της Τουρκίας.
Σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, το εσωτερικό της Τουρκίας συνεχίζει να είναι διασταυρούμενα πολωμένο ανάμεσα στον ισλαμισμό, την κοσμικότητα, τον τουρκισμό και την κουρδική συνείδηση. Αυτή η πόλωση θα συνεχίζεται, αφού υποδαυλίζεται από τον ίδιο τον Ερντογάν. Η πόλωση οδηγεί την εσωτερική κατάσταση στα άκρα. Ταυτόχρονα, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για ολοένα και βαθύτερη συμμαχία ανάμεσα στο AKP και το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Ενότητας (MHP). Ουσιαστικά, πρόκειται για ιδεολογικοπολιτική συνάντηση των ρευμάτων του ισλαμισμού και τουρκισμού, που θα σημάνει διαμόρφωση ενός τεράστιου κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Αυτό θα σπρώχνει σε ολοένα και μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, σοβινισμό, αυταρχισμό του κράτους (με την υιοθέτηση ενός συγκεντρωτικού προεδρικού συστήματος), βάναυση καταστολή σε βάρος των Κούρδων και, τέλος, σε εξάρσεις αλυτρωτισμού και επιθετικότητας στην εξωτερική πολιτική.
Η τάση αυτή μεταφέρεται στην εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία στα ζητήματα της Συρίας και του Ιράκ, τα οποία παρουσιάζονται ως «ζητήματα επιβίωσης και ύπαρξης του κράτους». Η έντονη στρατιωτική εμπλοκή (ως «προληπτική στρατιωτική δράση» ενάντια σε «τρομοκρατικές οργανώσεις») σχετίζεται άμεσα με την απαίτηση της Τουρκίας να έχει λόγο στον καθορισμό του μέλλοντος της Συρίας και του Ιράκ, ή, με άλλα λόγια, να έχει σταθερό της στόχο τη δημιουργία μόνιμων ζωνών επιρροής του τουρκικού κράτους εκτός των συνόρων του. Η στρατηγική αυτή, «ντύνεται» ιδεολογικά με την έννοια των «πνευματικών συνόρων» της Τουρκίας, τα οποία επεκτείνονται πολύ πέραν των πολιτικών συνόρων της χώρας και έχουν ως στόχο την «προστασία» συγγενικών κοινοτήτων/λαών.
Αυτή η εξωτερική πολιτική, εκφράζεται πρακτικά και στην ενίσχυση της στρατιωτικοποίησης της Τουρκίας με συγκεκριμένα βήματα: μεταρρύθμιση του στρατού, ώστε να μπορεί να εκτελεί περισσότερες επιχειρήσεις εκτός συνόρων, δημιουργία στρατιωτικών βάσεων σε ξένες χώρες, ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας και αναδιάρθρωση του τομέα εξωτερικών πληροφοριών της ΜΙΤ.
Η αντιδυτική ρητορική που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν, αλλά και η φραστική κριτική που δέχεται ο ίδιος σε διάφορες διαβαθμίσεις από πλευράς της Δύσης, ουσιαστικά είναι η έκφραση μιας ενδοϊμπεριαλιστικής διελκυστίνδας και της τάσης της τουρκικής αστικής τάξης να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο, μεγαλύτερη αυτονομία και μεγαλύτερο μερίδιο στη γεωπολιτική και οικονομική «πίτα» στην περιοχή. Αυτό, πράττουν, άλλωστε, και άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιφέρεια, όπως η Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Εντούτοις, το μπλοκ ΝΑΤΟ-ΗΠΑ-ΕΕ σε καμία περίπτωση δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Ερντογάν. Αντιθέτως, της παρέχει στήριξη, δεδομένης της σημασίας που έχει η Τουρκία και της επιδίωξης του να αποτρέψει έναν αναπροσανατολισμό της προς τη Ρωσία. Η φασίζουσα πορεία της κυβέρνησης Ερντογάν και η βάρβαρη καταστολή σε βάρος της αντιπολίτευσης, του εργατικού κινήματος και των Κούρδων της χώρας, η εισβολή στη Συρία και στο Ιράκ, η τουρκική στήριξη στο «Ισλαμικό Κράτος», η συνεχιζόμενη για 42 χρόνια κατοχή της Κύπρου, οι προκλήσεις σε βάρος της Ελλάδας, οι ωμοί εκβιασμοί σε σχέση με το προσφυγικό δεν αποτέλεσαν και δεν αποτελούν, δυστυχώς, λόγους ενόχλησης για τη Δύση.
Την ίδια στιγμή, η κατάσταση στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα εξελίσσεται πολύ ανησυχητικά. Η Τουρκία ακολουθεί συνειδητή και συνεπή πολιτική από το 1974 μέχρι σήμερα. Ενσωματώνει τα κατεχόμενα σε πολλά επίπεδα και με πολλούς τρόπους. Αναπτύσσει πολιτικές που εμβαθύνουν την εξάρτηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από την Άγκυρα και την εκμηδενίζουν.
Ο τουρκικός στρατός, μαζί με τους μηχανισμούς της τουρκικής πρεσβείας στα κατεχόμενα, αμέσως μετά το 1974, ανέλαβαν αυτό το ρόλο, τον οποίο διατηρούν μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα, προωθείται η οικονομική ενσωμάτωση των κατεχομένων μέσω χρηματοδοτήσεων στον κατασκευαστικό και τουριστικό τομέα και όχι μόνο. Υπενθυμίζω τον υποθαλάσσιο αγωγό μεταφοράς νερού που ενσωματώνει πλήρως τα κατεχόμενα στην Τουρκία από πλευράς υδάτινων πόρων. Η γη που αφορά στο χερσαίο τμήμα του αγωγού στα κατεχόμενα θεωρείται τουρκική ιδιοκτησία, ενώ οι υπόγειες και επιφανειακές πηγές των κατεχομένων πέρασαν στη διαχείριση της ιδιωτικής εταιρείας που θα αναλάβει το διαμοιρασμό του νερού, με το τέλος των διαδικασιών. Σε τουρκική εταιρεία παραδόθηκε και το παράνομο αεροδρόμιο, ενώ μέχρι το 2018 προγραμματίζεται η πλήρης ιδιωτικοποίηση των λιμανιών και της ηλεκτρικής ενέργειας, στα πρότυπα της ιδιωτικοποίησης του νερού. Σε τουρκικές εταιρείες, μέσω συνεταιρισμών με τουρκοκύπριους, ανήκουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία και πολλά από τα λεγόμενα πανεπιστήμια, ενώ γράφτηκε ότι εκκρεμούν αιτήσεις δεκαπέντε τουρκικών πανεπιστημίων που επιθυμούν να ανοίξουν παραρτήματα στα κατεχόμενα. Σε όλα αυτά προστίθεται και η προσπάθεια για συμφωνία ίδρυσης «γραφείου συντονισμού» του Υπουργείου Νεολαίας και Αθλητισμού της Τουρκίας, αλλά και η διαρκής αύξηση παρέμβασης και κονδυλίων από την Τουρκία σε θέματα ενίσχυσης της δημόσιας παρουσίας της θρησκείας.
Είναι αλήθεια ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα προβάλλει αντιστάσεις στο διχοτομικό πλαίσιο που προσπαθεί να επιβάλει η Τουρκία. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για το κατά πόσο ακόμα μια μικρή κοινότητα θα μπορεί να αντισταθεί σε μια μεγάλη δύναμη. Για το κατά πόσο ακόμα θα μπορεί να υφίσταται δίχως να τη νικήσει ο ιδιότυπος τουρκοκυπριακός εθνικισμός, που παίρνει αποστάσεις τόσο από την Τουρκία, όσο και από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Αν, μάλιστα, την απογοητεύσουμε για ακόμα μια φορά με την αλλαγή του πλαισίου λύσης, όπως κάποιοι εισηγούνται, θα την αποδυναμώσουμε εντελώς.
Όλα αυτά δεν τα λέω για να υπαινιχθώ ότι πρέπει να αποδεχτούμε την όποια λύση και, ακόμα περισσότερο, μια κακή λύση. Αντιθέτως, είμαστε οι πρώτοι που θα απορρίψουμε τυχόν κακή πρόταση. Είμαστε, όμως, υποχρεωμένοι να συνυπολογίζουμε τα πάντα όταν καλούμαστε να αποφασίσουμε για τα ουσιαστικά ή τα διαδικαστικά θέματα που αφορούν στο Κυπριακό.
Πριν δύο βδομάδες συζητήσαμε για ολόκληρη μέρα το Κυπριακό στην Ολομέλεια της Βουλής. Δεν έχω πρόθεση σήμερα να επαναλάβω τις θέσεις του ΑΚΕΛ για τις αρχές λύσης του Κυπριακού. Ούτε τις απαντήσεις μας για τα διάφορα επιχειρήματα που προτάσσονται από άλλα πολιτικά κόμματα. Θεωρώ, όμως, υποχρέωσή μου να σχολιάσω τις εξελίξεις στο Μοντ Πελεράν και την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε τώρα. Να δώσω τις απόψεις μας για το ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα μας βήματα.
Οι εξελίξεις στο Μοντ Πελεράν μας στεναχώρησαν, αλλά δεν μας εκτροχίασαν από το στρατηγικό στόχο της λύσης. Δεν μας αποθάρρυναν. Αντιθέτως, μας πείσμωσαν και μας ώθησαν να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειες μας για να ξεπεραστούν εμπόδια και δυσκολίες.
Από την πρώτη στιγμή υποστηρίξαμε ότι δεν έπρεπε να αναλωθούμε σε παιχνίδια αλληλοεπίρριψης ευθυνών. Ότι προτεραιότητα μας έπρεπε να είναι η δημιουργία συνέχισης ουσιαστικών διαπραγματεύσεων. Οι δύο ηγέτες χρειαζόταν να λειτουργήσουν ως πραγματικά τέτοιοι. Να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αναζητήσουν από κοινού μεθόδους εξόδου από το προσωρινό αδιέξοδο. Καλέσαμε τους δύο ηγέτες να απέχουν από σχόλια και τοποθετήσεις που θα δυσκόλευαν την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.
Την ίδια στιγμή επιχειρήσαμε να συμβάλουμε στη συνέχιση των συνομιλιών. Στα πλαίσια αυτά εντάξαμε τη συνάντησή μας με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Εξωτερικών. Το ίδιο επιδιώξαμε και στις συναντήσεις μας με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον κ. Έϊντε και Τουρκοκυπριακά πολιτικά κόμματα.
Σ’ αυτό το σημείο θέλω να ξεκαθαρίσω τα της συνάντησης μας με τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Τη συνάντηση εμείς τη ζητήσαμε. Δεν της δώσαμε δημοσιότητα, γιατί μας ενδιάφερε η ουσία και όχι η πίστωση με πόντους για την πρωτοβουλία μας. Δηλώσεις που έγιναν επιχειρώντας να ερμηνεύσουν το στόχο της επίσκεψης είναι προσβλητικές για μας, αλλά, κυρίως, για τον Έλληνα Πρωθυπουργό. Λέτε να ανέμενε ο Έλληνας Πρωθυπουργός το ΑΚΕΛ για να του υποδείξει πώς να τοποθετηθεί; Λέτε το ΑΚΕΛ να λειτουργεί ως δούρειος ίππος για να περάσουν άνομα σχέδια σε βάρος της Κύπρου; Η 90χρονη μας ιστορία άλλα αποδεικνύει. Επαναλαμβάνουμε: Είμαστε Κόμμα πατριωτικό που ενδιαφέρεται για την επιβίωση του Κυπριακού λαού, στο σύνολο του, στη γη που τον γέννησε. Δεν μας αφορούν κατηγορίες που εκτοξεύονται είτε από πολιτικά Κόμματα, ή πρόσωπα, ή από δημοσιογράφους που αμφισβητούν τον πατριωτισμό μας. Θα παραμείνουμε προσηλωμένοι στο στόχο δίκαιης, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης. Όλες μας οι ενέργειες στοχεύουν στο πώς θα βρεθούμε πιο κοντά στο στόχο της απελευθέρωσης και της επανένωσης.
Οι δύο ηγέτες αποφάσισαν, την περασμένη Πέμπτη, ότι θα επαναρχίσουν τις διαπραγματεύσεις στη βάση συγκεκριμένης διαδικασίας. Η απόφαση λήφθηκε αποκλειστικά και μόνο από τον κ. Αναστασιάδη, σε ότι αφορά την ελληνοκυπριακή πλευρά. Η συμφωνία εμπερικλείει προοπτικές αλλά και δικαιολογημένες ανησυχίες. Από τη στιγμή που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε να προχωρήσει, ως ΑΚΕΛ θα στηρίξουμε την προσπάθεια.
Απευθύνουμε έκκληση στον κ. Αναστασιάδη να καταβάλει προσπάθεια μεγιστοποίησης των προοπτικών. Να εργαστεί για να περιορίσει τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Να διαπραγματευτεί στη βάση αρχών και συλλογικά. Να βρίσκεται σε μόνιμη διαβούλευση με την Ελληνική Κυβέρνηση για τα θέματα της Ασφάλειας.
Καλούμε και τους δύο ηγέτες αλλά και τα πολιτικά κόμματα, εκατέρωθεν, να σκεφτούμε τις επόμενες γενιές και όχι τις επόμενες εκλογές. Να δημιουργήσουμε συνθήκες μεγίστης ενότητας. Να δώσουμε περισσότερη έμφαση στα θέματα ουσίας, παρά της διαδικασίας. Να προσπαθήσουμε να συμβάλουμε εποικοδομητικά στην προσπάθεια λύσης που θα βασίζεται σε αρχές. Αυτό θα πράξουμε ως ΑΚΕΛ. Θα εργαστούμε ως πραγματικοί Κύπριοι που θέλουμε επιτέλους να δούμε την κοινή μας πατρίδα επανενωμένη.
Έρχομαι τώρα στην ετήσια συζήτηση του Προϋπολογισμού, που δίνει σε κάθε πολιτική δύναμη την ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις της.
Για την Κυβέρνηση και το Δημοκρατικό Συναγερμό θα είναι μια ακόμα ευκαιρία να διαφημίσει το success story της. Έστω και αν αυτό το βιώνουν μονάχα οι λίγοι και οι εύποροι.
Για το ΑΚΕΛ είναι η ευκαιρία να μιλήσει για τον απλό άνθρωπο και την κοινωνία. Να μιλήσει για τους εργαζόμενους, που αγωνίζονται να τα φέρουν βόλτα με μειωμένους μισθούς και αυξημένα χρέη. Να μιλήσει για τα νέα ζευγάρια, που δύσκολα πια μπορούν να αποκτήσουν τη δική τους στέγη.
Να μιλήσει για εκείνους τους συμπολίτες μας που χρειάζονται περισσότερο από όλους μας την κοινωνική στήριξη και αρωγή της πολιτείας και δεν την έχουν.
Να μιλήσει για τους συνταξιούχους, που ζητούν αξιοπρεπή σύνταξη, φροντίδα και περίθαλψη.
Να μιλήσει για τους νέους που ψάχνουν απεγνωσμένα δουλειά. Που στο τέλος υποχρεώνονται να μεταναστεύσουν για να αναζητήσουν αλλού μέλλον και προοπτική.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την ανάπτυξη. Ακούμε συνεχώς την Κυβέρνηση να μιλά για εδραίωση και ενίσχυση της ανάκαμψης. Το Υπουργείο Οικονομικών επαναλαμβάνει ότι έχουμε μια από τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση˙ ότι αναβαθμίζεται η οικονομία από τους οίκους αξιολόγησης και τόσα άλλα. Την ίδια ώρα, οι κοινωνικές συνθήκες μέρα με την ημέρα αλλάζουν, αλλά, δυστυχώς, προς το χειρότερο. Η καθημερινότητα των πολιτών στα νοσοκομεία έχει γίνει αφόρητη τα τελευταία χρόνια. Η ανεργία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, παραμένει ψηλή. Το κράτος πρόνοιας καταρρέει.
Για ποιά, λοιπόν, ανάπτυξη μιλάμε; Ποιος επωφελείται από αυτήν; Τι κερδίζει η κοινωνία από την βελτίωση των οικονομικών δεικτών;
Με την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας, με τη μεταφορά του βάρους της κρίσης στους ώμους των εργαζομένων, με τις καθολικές περικοπές σε μισθούς και ωφελήματα, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, ένα μόνο αποτέλεσμα παράγεται: εισοδηματική ανισότητα.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Κύπρος είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας.
Αδιάψευστος μάρτυρας: οι μεταβολές του συντελεστή Gini.
Είναι από τους βασικούς δείκτες μέτρησης της. Την περίοδο 2008 – 2011 ο δείκτης ήταν κατά μέσο όρο στο 29,5. Σήμερα έχει αυξηθεί στο 33,6.
Για το ΑΚΕΛ έξοδος από την κρίση δεν σημαίνει μόνο να μεγαλώνει ξανά η οικονομία μας. Σημαίνει να βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο για το σύνολο της κοινωνίας. Σημαίνει να δημιουργούνται θέσεις εργασίας με δικαιώματα˙ που να εξασφαλίζουν επαρκές εισόδημα για τους εργαζόμενους. Σημαίνει ποιοτική δημόσια υγεία, παιδεία και μέριμνα. Σημαίνει στήριξη των ευάλωτων στρωμάτων του πληθυσμού.
Δυστυχώς, για την Κυβέρνηση, έξοδος από την κρίση σημαίνει οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Σημαίνει ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου. Ξεπούλημα του Συνεργατισμού. Κατάρρευση των δημόσιων νοσηλευτηρίων. Απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της Κυβερνητικής πολιτικής.
Λέει η Κυβέρνηση ότι οι τράπεζες ανακάμπτουν και ότι δημιουργούνται νέες προοπτικές για την οικονομία. Χαράσσουν νέα πορεία.
Μήπως πρέπει να θυμηθούμε ότι οι τράπεζες ήταν αυτές που συνέβαλαν στην οικονομική καταστροφή και την επιβολή του μνημονίου;
Μήπως πρέπει να θυμηθούμε ότι οι πολιτικές αποφάσεις του Μάρτη του 2013 μετέφεραν τα βάρη και τους κινδύνους της κρίσης από τις τράπεζες στην πλάτη των πολιτών;
Μήπως πρέπει να θυμηθούμε πόσο μειώθηκαν τα εισοδήματά τους;
Μήπως πρέπει να θυμηθούμε ότι οι περιουσίες τους κινδυνεύουν να ξεπουληθούν επειδή οι πολίτες δεν μπορούν να διαχειριστούν τα χρέη που δημιούργησαν στη βάση των υπολογισμών που έκαναν και των προσδοκιών που είχαν πριν την κρίση;
Γι’ αυτή την κρίση, την κρίση του ιδιωτικού χρέους, η Κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα κανένα σχεδιασμό. Έχει φροντίσει, όμως, να προστατεύσει τον τραπεζικό τομέα. Να του δώσει απλόχερα εργαλεία και να επιταχύνει τις διαδικασίες ξεπουλήματος των περιουσιών. Έχει φροντίσει, επίσης, να ακυρώσει κάθε προσπάθεια που έκανε το ΑΚΕΛ και άλλοι για να προστατεύσουμε τον κόσμο.
Έχουμε το ψηλότερο ποσοστό ιδιωτικού χρέους μετά το Λουξεμβούργο. Έχουμε το ψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων και από τα ψηλότερα επιτόκια στην Ευρωζώνη. Αυτά φαίνεται δεν αρκούν για να υπάρξει πολιτική βούληση από την Κυβέρνηση και την Κεντρική Τράπεζα για αλλαγές. Τους αρκεί να μπορούν οι τράπεζες να καταγράφουν κέρδη, έστω και αν αυτό σημαίνει ξεπούλημα περιουσιών και συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων. Έστω και αν αυτό σημαίνει κοινωνία χωρίς όραμα και μέλλον.
Ας πάμε στην απασχόληση και την ανεργία.
Ακούμε την Υπουργό Εργασίας να δηλώνει ότι υπάρχει μείωση των ποσοστών ανεργίας, αύξηση της απασχόλησης και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Δεν αναφέρει ότι αυτά συμβαίνουν ως αποτέλεσμα του εργασιακού μεσαίωνα που έχει επιβληθεί και της μαζικής φυγής ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό.
Συνεχής μείωση των μισθών, εργασία με κουτσουρεμένα δικαιώματα, απορυθμισμένα ωράρια και ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, είναι τα φαινόμενα που επικρατούν σήμερα στον ιδιωτικό τομέα.
Η Κύπρος κατέχει θλιβερά πρωτεία στα ποσοστά υποαπασχολούμενων ατόμων. Αυτών, δηλαδή, που εργάζονται με μερική απασχόληση και με λειψό μισθό. Εδώ και 15 συνεχόμενα τρίμηνα οι μισθοί μειώνονται. Το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας έχει διπλασιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια.
Θα μας πει η Κυβέρνηση ότι όλα αυτά γίνονται για να εργάζονται περισσότεροι. Βεβαίως και δεν προτιμούμε την ανεργία από την εργασία. Απαιτούμε, όμως, εργασία με δικαιώματα. Απαιτούμε εργασία με αξιοπρέπεια. Απαιτούμε μέλλον για τους νέους μας.
Υπάρχει ακόμα ένα σημείο. Τα τελευταία χρόνια, παρά την αποκλιμάκωση των ποσοστών ανεργίας, ο αριθμός των αδρανών πολιτών, των ατόμων, δηλαδή, που δεν αναζητούν πλέον εργασία, αυξήθηκε δραματικά. Όσο, λοιπόν, και αν η Κυβέρνηση αρνείται να το παραδεχτεί, η πραγματικότητα είναι ότι στην κοινωνία επικρατεί απογοήτευση.
Η αποθάρρυνση ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας για συμμετοχή στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας και η άρνηση μεγάλου μέρους των ατόμων που σπουδάζουν σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό να επιστρέψουν για εργασία στην Κύπρο, θα έχει ισχυρές κοινωνικές και οικονομικές επιδράσεις στο μέλλον. Αφενός επιδεινώνει την ήδη επιβαρυμένη δημογραφική σύνθεση της χώρας, αφετέρου διαβρώνει το εργατικό δυναμικό και μειώνει τις παραγωγικές δυνατότητες της.
Η ανάπτυξη νέου εργατικού δυναμικού με εμπειρίες που να μπορεί να στηρίξει την παραγωγική διαδικασία αποτελεί ισχυρή πρόκληση για το μέλλον. Αυτό πρέπει να είναι το ζητούμενο μέσα από τις Κυβερνητικές πολιτικές και όχι το αντίθετο.
Εξάλλου, η βελτίωση των όρων και των συνθηκών εργασίας αποτελεί για το ΑΚΕΛ συστατικό της ύπαρξης του. Κατ’ επέκταση, θα πρέπει να δούμε την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σήμερα. Δυστυχώς, καλούμαστε ξανά να παλέψουμε για τα αυτονόητα.
Το 29% του λαού μας βρίσκεται στα όρια της φτώχειας.
Η Eurostat σημείωσε ότι η Κύπρος είναι η τελευταία χώρα σε δαπάνες κοινωνικής προστασίας.
Το βιοτικό επίπεδο στην χώρα έχει μειωθεί τόσο που αν σήμερα μετρούσαμε τη φτώχεια με βάση τα οικονομικά δεδομένα του 2008, το ποσοστό φτώχειας θα ήταν υπερδιπλάσιο. Αυτό είναι το success story της Κυβέρνησης∙ η μαζική φτωχοποίηση του λαού!!!
Θύματα των πολιτικών της Κυβέρνησης είναι όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά, ιδιαίτερα, η τρίτη ηλικία. Δέκα μόνο μέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές η Κυβέρνηση Αναστασιάδη εξήγγειλε αύξηση από 6 μέχρι και 20 ολόκληρα ευρώ για τους χαμηλοσυνταξιούχους, ξεπερνώντας τα όρια του πολιτικού θράσους. Αφού πρώτα τους αφαίρεσε τη συμπληρωματική σύνταξη. Αφού κατάργησε το πασχαλινό επίδομα επιβάλλοντας το όριο των 750 ευρώ για να το δικαιούται κάποιος, ώστε να το πάρουν ελάχιστοι. Αφού κατάργησε τη δωρεάν μεταφορά και τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αφού έκοψε τη μικρή σύνταξη από χιλιάδες συνταξιούχους, υπολογίζοντας μέχρι και το 1 ευρώ από τόκους. Αφού συνέβηκαν όλα αυτά, πέταξε ως ελεημοσύνη στα πόδια των χαμηλοσυνταξιούχων λίγα ψίχουλα, μερικές μέρες πριν τις εκλογές.
Η βελτίωση στους οικονομικούς δείκτες και οι καλές δημοσιονομικές επιδόσεις δεν αρκούν. Ούτε η πολιτική που στοχεύει σε βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, αλλά διαιωνίζει παράλληλα τις διαρθρωτικές και εισοδηματικές ανισότητες. Δεν αρκεί να μας λένε μπράβο οι δανειστές μας. Πρέπει να πει μπράβο και ο λαός.
Πώς να πει μπράβο ο λαός όταν πληρώνει τη νύφη κι ακόμα δε βλέπει φώς;
Στηρίζουμε τη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων και το νοικοκυρεμένο προϋπολογισμό. Την ίδια στιγμή όμως απαιτούμε εφαρμογή πολιτικών που ν’ αντιμετωπίζουν τη φτώχεια, την ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Θέλουμε σχεδιασμό και όραμα που να δίνει λύσεις στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ακούμε με προβληματισμό τις πανηγυρικές δηλώσεις της Κυβέρνησης για την «έξοδο» της χώρας από το μνημόνιο. Ένα χρόνο πριν, από αυτό το βήμα, λέγαμε ότι ο τερματισμός της καταβολής των δόσεων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας δε σημαίνει και το τέλος της εποπτείας από τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς. Χλευαστήκαμε για αυτή μας την άποψη˙ χαρακτηριστήκαμε ως κινδυνολόγοι.
Σήμερα, Κυβέρνηση και Δημοκρατικός Συναγερμός τ΄ αλλάζουν. Θα επαναλάβω αυτά που είχε πει ο Κλάους Ρέγκλινγκ:
«Θα είμαστε σε στενή επαφή με την κυβέρνηση για πολύ καιρό ακόμη… Η συνθήκη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης απαιτεί από εμάς να το κάνουμε αυτό, να είμαστε σε επαφή, δεδομένων των χρημάτων που έχουμε εκταμιεύσει προς την Κύπρο. […] Θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις στη χώρα, γιατί πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι θα λάβουμε πίσω έγκαιρα τα ποσά που έχουμε δώσει. Η πρώτη αποπληρωμή του κεφαλαίου έχει οριστεί για το 2025 και η τελευταία πληρωμή οφείλεται στο 2031».
Αυτό, όμως, οι κ.κ. Αναστασιάδης, Νεοφύτου και Γεωργιάδης παριστάνουν ότι δεν το άκουσαν ποτέ.
Σε μας η Ευρωπαϊκή Ένωση και, ιδιαίτερα, η Ευρωζώνη δε δημιούργησε ποτέ αυταπάτες και υπέρμετρες προσδοκίες. Γνωρίζουμε ξεκάθαρα το χαρακτήρα των οικονομικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι με τον τρόπο που λειτουργεί θέτει πάνω από τα συμφέροντα των λαών τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών και των πολυεθνικών εταιρειών.
Για αυτή μας τη θέση δεχθήκαμε ισοπεδωτική, αφοριστική κριτική. Τι απαντούν, όμως, σήμερα, μετά και την τελευταία παρέμβαση των Βρυξελλών, όσοι έτρεξαν να μας χλευάσουν; Συνεχίζουν, ακόμα και σήμερα, μετά το κούρεμα, την επιβολή μνημονίων, τον κοινωνικό στραγγαλισμό της ευρωπαϊκής περιφέρειας, να νιώθουν εμπιστοσύνη στις οικονομικές πολιτικές και τους θεσμούς της Νομισματικής Ένωσης; Θα συνεχίσουν να μας παρουσιάζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως λέσχη αγγέλων;
Τα παραδείγματα για τον χαρακτήρα και τη φιλοσοφία της είναι, άλλωστε, πολλά. Πιο πρόσφατα η τραπεζική ένωση, η εμπορική συμφωνία με τον Καναδά και η προσπάθεια για συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες (TTIP).
Με την τραπεζική ένωση η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε τον έλεγχο των συστημικών τραπεζικών ιδρυμάτων, σε όλες τις χώρες, υποστηρίζοντας ότι θα βελτιώσει τις ικανότητες πρόγνωσης, πρόληψης και αντιμετώπισης μελλοντικών κρίσεων. Αυτά, όμως, σε βάρος της πραγματικής οικονομίας. Έχει συνειδητά δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για περαιτέρω συγκέντρωση και συγχώνευση των τραπεζών, προς όφελος των μεγάλων τραπεζικών κολοσσών. Αυτό εκτυλίσσεται σήμερα. Οι τράπεζες έχουν χάσει το ρόλο τους ως υποστηρικτικοί μηχανισμοί της ανάπτυξης. Δεν τους ενδιαφέρει ο αντίκτυπος των αποφάσεων τους στην αναπτυξιακή προοπτική της κάθε χώρας. Τους ενδιαφέρει μόνο η πιστή τήρηση των στόχων που θέτει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μεγαλύτερη κερδοφορία, περισσότερα κεφάλαια, σκληρότεροι κανόνες λειτουργίας για την κοινωνία. Μ’ αυτή τη φιλοσοφία δεν υπάρχει προοπτική για τους Λαούς.
Αντίστοιχα χαρακτηριστικά έχει και η εμπορική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νέα εμπορική και εταιρική σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Καναδά, αλλά και η επιδιωκόμενη συμφωνία με τις ΗΠΑ στοχεύουν στη δραστική συμπίεση των εργασιακών δικαιωμάτων. Στοχεύουν στη χαλάρωση των κανονισμών στους τομείς του περιβάλλοντος και της ασφάλειας τροφίμων. Επιδιώκουν την απελευθέρωση – απορρύθμιση – ιδιωτικοποίηση της αγοράς υπηρεσιών στην υγεία, την παιδεία και το νερό.
Στο σύνολο τους αυτές οι πολιτικές έχουν ως στόχο να δώσουν περισσότερα κίνητρα για κέρδη στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, αγνοώντας τους κίνδυνους για τους εργαζόμενους, για την ασφάλεια και για την ποιότητα της ζωής των πολιτών. Αγνοώντας τον οικονομικό αντίκτυπο στις μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις που αποτελούν τη βάση της κυπριακής, αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Είναι συμφωνίες στα μέτρα των επιχειρηματικών και βιομηχανικών ελίτ, για να παραμερίζουν τη δημοκρατική βούληση των λαών και των πολιτικών τους εκπροσώπων.
Η Ευρωζώνη επιβάλλει πλέον ξεκάθαρα φιλοσοφία και γραμμή στην κοινωνικό οικονομική πολιτική των κρατών. Στη δική μας περίπτωση όμως η Κυβέρνηση και ο Δημοκρατικός Συναγερμός κάθε άλλο παρά ανησυχούν. Αυτό γιατί βρίσκουν ένα ακόμα σύμμαχο για να επιβάλλουν πολιτικές και μέτρα που αποτελούν την πεμπτουσία της δικής τους φιλοσοφίας.
Αυτό που εφαρμόζεται είναι ουσιαστικά οι δικές τους πολιτικές. Έλεγαν κάποτε ότι είναι αναγκασμένοι να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις, επειδή, δήθεν, τις συμφώνησε ο Χριστόφιας. Έλεγαν ότι το Μνημόνιο είναι η κατάρα που τους κληροδότησε. Σήμερα λένε, ανοικτά πλέον, άλλα. Ομολογούν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις είναι γι’ αυτούς ιδεολογικό ζήτημα. Περηφανεύονται ότι το Μνημόνιο είναι το ιδεολογικό τους μανιφέστο. Ότι και να μη μας το επέβαλλαν οι Ευρωπαίοι «εταίροι» μας, θα το εφάρμοζαν.
Κομπάζουν για τα νέα έργα ανάπτυξης, που μοιάζουν κομμένα και ραμμένα στα μέτρα των λίγων. Ξέρουν ότι στηρίζουν και ενισχύουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Δεν τους ενδιαφέρει η ευημερία της κοινωνίας, αλλά προτεραιότητα τους είναι η βελτίωση των προοπτικών κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων.
Τέσσερα χρόνια τώρα η Κυβέρνηση δεσμεύεται για το Γενικό Σχέδιο Υγείας, αλλά με επιμέλεια το στέλνουν στις ελληνικές καλένδες.
Ξεπουλούν το Συνεργατισμό που χτίστηκε με πολύ κόπο και θυσίες από χιλιάδες απλών ανθρώπων˙ εργαζομένων και αγροτών.
Βλέπουν τα νοικοκυριά να μην μπορούν να ανταποκριθούν στα δάνεια τους, αλλά επικροτούν τη μείωση των μισθών στην οικονομία.
Έχουν ως όραμα τους, για την ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, το χαμηλό εργατικό κόστος, τους μειωμένους μισθούς και μια αγορά εργασίας απορυθμισμένη και χωρίς δικαιώματα.
Φωνάζουν για νοικοκυρεμένο Κράτος, αλλά παρέχουν με τη μεγαλύτερη ευκολία αστόχευτες φορολογικές ελαφρύνσεις που, πρώτα και κύρια, βοηθούν εκείνους που έχουν τη λιγότερη ανάγκη. Θέλουν ισοζυγισμένα δημόσια οικονομικά, αλλά μέσω του δημόσιου χρέους, μας μετέτρεψαν σε όμηρους των διεθνών δανειστών.
Αυτές οι αντιφάσεις περιγράφουν τη φιλοσοφία της πολιτικής τους. Αντιφάσεις καθόλου τυχαίες, αλλά με στόχο να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των λίγων και προνομιούχων. Αντιφάσεις που έχουν ως στόχο να περιορίσουν το Κράτος, αλλά και να αυξήσουν την εκμετάλλευση. Να μειώσουν τη φορολογία σε βάρος της κοινωνικής πρόνοιας. Να μειώσουν τους μισθούς, έστω και αν πλήττουν έτσι ολόκληρη την οικονομία.
Να εφαρμόσουν πιστά το νεοφιλελευθερισμό, ιδεολόγημα γεμάτο αδικίες και ανισότητες. Δόγμα αντιαναπτυξιακό και βαθιά αντιδραστικό.
Η φιλοσοφία και οι προτεραιότητες του ΑΚΕΛ είναι διαφορετικές.
Δεν είναι δογματικές, ούτε εξωπραγματικές.
Δεν αρνείται το ΑΚΕΛ την ανάγκη της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Δεν αρνείται την ανάγκη να νοικοκυρευθεί το Κράτος.
Ούτε αρνείται το ΑΚΕΛ ότι ο προς ψήφιση Προϋπολογισμός αντανακλά τη σαφώς βελτιωμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κυπριακή οικονομία. Ούτε αρνείται ότι στον Προϋπολογισμό υπάρχουν στοιχεία πιο ισορροπημένης δημοσιονομικής προσαρμογής, χωρίς τη βιαιότητα που χαρακτήριζε την αντίστοιχη των τριών προηγούμενων χρόνων.
Απλώς, το ΑΚΕΛ θεωρεί ότι ο Προϋπολογισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κυπριακής κοινωνίας. Εξακολουθεί να βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες επιδεινώνοντας τη θέση της μεσαίας τάξης και των εργαζομένων. Δεν απομακρύνει από τη χώρα τον κίνδυνο της πλήρους διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση της ανεργίας, τη διαιώνιση της ετεροαπασχόλησης και την απομείωση του μεγάλου πλούτου μας που είναι το εξαιρετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό μας. Το κυριότερο: δεν περιέχει ούτε ψήγμα ενός παραγωγικού μοντέλου, διαφορετικού από αυτό που οδήγησε την κυπριακή οικονομία σε κατάρρευση˙ την κοινωνική πλειοψηφία στον αδιέξοδο δρόμο της φτώχειας και της ανασφάλειας.
Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι η βιωσιμότητα της ανάπτυξης που υπόσχεται στηρίζεται στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας.
Μπορεί, όμως, να υπάρξει αύξηση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας, αν αυτή δε συνδεθεί με την πλήρη αξιοποίηση του μοναδικού συγκριτικού μας πλεονεκτήματος που είναι το κεφάλαιό μας σε ανθρώπινο και επιστημονικό δυναμικό;
Πόσο βιώσιμο μπορεί να παραμείνει το συγκριτικό μας αυτό πλεονέκτημα όταν το μεγαλύτερο μέρος ετεροαπασχολείται και το υπόλοιπο μέρος του μεταναστεύει; Πώς θα αξιοποιηθεί πλήρως αυτό το ανθρώπινο και επιστημονικό δυναμικό όταν δεν προβλέπονται επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, στην έρευνα και στην καινοτομία; Όταν δεν ενισχύονται οι προσπάθειες να αναπτυχθούν τομείς της οικονομίας των οποίων η ανταγωνιστικότητα να βασίζεται στην κεφαλαιοποίηση της τεχνογνωσίας των ανθρώπων και στην προαγωγή τεχνολογιών και υποδομών αιχμής; Όταν, με άλλα λόγια, δε δημιουργούνται προϋποθέσεις και ευκαιρίες ανάπτυξης μιας υγιούς επιχειρηματικότητας με εξωστρεφή χαρακτηριστικά που να ανταποκρίνεται στη διεθνή ζήτηση έξυπνων υπηρεσιών και προϊόντων;
Ισχυρίζεται ακόμα η κυβέρνηση ότι θα καταπολεμήσει την ανεργία και θα αυξήσει την απασχόληση προσελκύοντας επενδύσεις για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Λεμεσού, την κατασκευή μαρίνων στην Αγία Νάπα και την Πάφο, τη λειτουργία καζίνο, την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων.
Όμως, ακόμα κι αν αντιπαρέλθουμε την εμμονή της στις αυταπάτες της λογικής των ιδιωτικοποιήσεων, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είδους θα είναι αυτή η ανάπτυξη που, με εξαίρεση τους υδρογονάνθρακες, επενδύει σε αμφίβολης προστιθέμενης αξίας τομείς.
Τι είδους θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν στο λιμάνι, τις μαρίνες και το καζίνο; σε ποιόν θα απευθύνονται και με ποιό τρόπο θα απορροφήσουν εξειδικευμένους τεχνικούς και επιστήμονες που, στην καλύτερη περίπτωση, θα υποχρεωθούν να κάνουν μεροκάματα επιβίωσης απαξιώνοντας τις σπουδές τους και το γνωστικό τους κεφάλαιο;
Τι είδους παραγωγικά πρότυπα θα δημιουργήσουν και τι είδους προοπτικές θα δώσουν σε μία οικονομία εξαρτώμενη από απρόσμενες και, σε κάθε περίπτωση, μεταβλητές διεθνείς συγκυρίες;
Δεδομένης της κατάστασης στον τραπεζικό τομέα και του σημαντικού ποσοστού ιδιωτικού χρέους, οι δυνατότητες χρηματοδότησης σημαντικών αναπτυξιακών έργων από τον ιδιωτικό τομέα είναι περιορισμένες. Η Κύπρος έχει ανάγκη για ενισχυμένες αναπτυξιακές δαπάνες από το Κράτος, ιδιαίτερα μετά το κούρεμα των δαπανών της τελευταίας τριετίας. Δεν αρκεί, όμως, μόνο η ενίσχυση της παραγωγής.
Επιβάλλεται άμεσα η αντιμετώπιση των εισοδηματικών ανισοτήτων, με πολιτικές ενίσχυσης του εισοδήματος των νοικοκυριών και στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η πολιτική ενίσχυσης των εισοδημάτων δεν είναι πολιτική σπατάλης, είναι εξ ολοκλήρου αναπτυξιακή πολιτική.
Απαιτούνται, επίσης, ενεργητικές πολιτικές από το Κράτος για ενίσχυση της επιδοματικής πολιτικής και για στήριξη των ανέργων. Περισσότερο, όμως, χρειάζονται αποφάσεις και δράσεις για τη δημιουργία υποδομών και θεσμών που να καλύπτουν βασικές κοινωνικές ανάγκες, ανάγκες θεμελιώδεις σε κάθε κοινωνία, όπως:
• ​Η προσφορά ποιοτικής υγείας – με την υλοποίηση του Γενικού Σχεδίου Υγείας.
•​ Η διασφάλιση της στέγασης για όλους – με την επαναφορά της ολοκληρωμένης στεγαστικής πολιτικής που με κόπο υλοποίησε η προηγούμενη Κυβέρνηση και φρόντισε να κουτσουρέψει η σημερινή.
•​ Η δημιουργία βασικών υποδομών κοινωνική πολιτικής – με φιλόδοξα προγράμματα κοινωνικής μέριμνας, στήριξης των αναπήρων, βρεφονηπιακής φροντίδας και αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών.
Βεβαίως, για όλα τα πιο πάνω χρειάζονται πόροι, οικονομικοί και ανθρώπινοι. Γι’ αυτό και η χώρα χρειάζεται βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης ιδιαίτερα από τα ψηλά εισοδηματικά στρώματα. Χρειάζεται φορολογική πολιτική που να κατανέμει πιο δίκαια τα βάρη και ν’ αντιμετωπίζει τις σημερινές πραγματικότητες της κρίσης. Πολιτικές για φορολόγηση του πλούτου. Πολιτικές που βάζουν τάξη στις φορολογικές υποχρεώσεις και ενισχύουν τις οικονομικές δυνατότητες του Κράτους.
Χρειαζόμαστε, επίσης, εμπέδωση της διαφάνειας και της ισονομίας. Αλλοίμονο αν επιτρέψουμε στην ασυδοσία και τη διαφθορά να κυριαρχήσουν.
Πώς, όμως, να πιστέψει η κοινωνία τα όσα λέμε για διαφάνεια όταν καθημερινά καταρρακώνονται οι θεσμοί; Όταν διορίζονται στους ανώτατους θεσμούς του κράτους άνθρωποι επειδή ανέβαιναν με τον κ. Αναστασιάδη στις προεκλογικές εξέδρες. Άνθρωποι που εξευτέλισαν τα αξιώματά τους με το χειρότερο τρόπο; Όταν άνθρωποι, τους οποίους ο Πρόεδρος εμπιστεύθηκε ως άριστους των αρίστων, αποδεικνύονται ως κατώτεροι και του μετρίου; Όταν αυτοί που μας παρέδιδαν μαθήματα να σεβόμαστε τους ανεξάρτητους θεσμούς, σήμερα που ελέγχονται οι ίδιοι, συγκρούονται με όλους;
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η κοινωνία απαιτεί την αντιμετώπιση των φαινομένων διαπλοκής και διαφθοράς. Απαιτεί εξυγίανση και θεσμικό εκσυγχρονισμό.
Επειδή, όμως, ο πολίτης περιμένει ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη διαφάνεια και τη λογοδοσία από τα του οίκου μας, ως ΑΚΕΛ έχουμε έγκαιρα παραδώσει στον Έφορο Πολιτικών Κομμάτων τους ετήσιους εξελεγμένους λογαριασμούς της Κ.Ε. ΑΚΕΛ και έχουμε προχωρήσει στη δημοσιοποίηση τους. Στηρίζουμε την πιστή εφαρμογή του νόμου για την Χρηματοδότηση των Πολιτικών Κομμάτων και ιδιαίτερα τα θέματα συμμόρφωσης με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Επίσης, στα πλαίσια της διαφάνειας, πήραμε απόφαση να συζητούμε τις οικονομικές καταστάσεις του Κόμματος στην παρουσία των ΜΜΕ στα εκάστοτε συνέδρια μας.
Διαφάνεια και εκσυγχρονισμό, όμως, απαιτούμε και στη λειτουργία του Κράτους.
Ως ΑΚΕΛ έχουμε επεξεργαστεί και καταθέσει στο δημόσιο διάλογο σημαντικό αριθμό εισηγήσεων για πάταξη της διαπλοκής και της διαφθοράς, καθώς και για θεσμικό εκσυγχρονισμό, όπως:
•​ Θεσμική ρύθμιση περιορισμού θητειών σε διάφορα πολιτειακά αξιώματα και εναλλαξιμότητα σε νευραλγικές θέσεις της Δημόσιας Υπηρεσίας.
•​ Εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις προσφορές και αγορές εξοπλιστικών προγραμμάτων της Εθνικής Φρουράς. Δυνατότητα δημοσίου ελέγχου όλων των προσφορών που κατακυρώνονται στο δημόσιο και ημιδημόσιο τομέα, ανεξαρτήτως ποσού.
• ​Νομοθετική ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων μη κυβερνητικών οργανώσεων, με στόχο τη διαφάνεια στη χρηματοδότησή τους.
•​ Δημοσιοποίηση των εξελεγμένων λογαριασμών των ΜΜΕ, έντυπων και ηλεκτρονικών, με ταυτόχρονη πληροφόρηση της κοινής γνώμης για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες (beneficial owners), περιλαμβανομένων θυγατρικών και συνδεδεμένων εταιρειών.
• ​Υποχρεωτική δήμευση περιουσίας πολιτειακών αξιωματούχων και δημοσίων λειτουργών, οι οποίοι καταδικάζονται για οικονομικά εγκλήματα και ειδικότερα για αδικήματα φοροδιαφυγής, δεκασμού, δωροληψίας και διασπάθισης δημοσίου χρήματος.
• ​Νομοθετική ρύθμιση αυστηρότερων ποινών, έτσι που οι επιπτώσεις από τυχόν διάπραξη αδικημάτων σε βάρος του Δημοσίου να είναι αποτρεπτικές για τη διάπραξή τους.
•​ Βελτίωση της προσβασιμότητας του πολίτη στις Αρχές, ειδικότερα σε θέματα εξασφάλισης δημοσίων εγγράφων, εξυπηρέτησης και διαφάνειας σε σχέση με αποφάσεις που τον επηρεάζουν, μέσα από δημόσιες ακροάσεις και λογοδοσία.
Διαφάνεια και εκσυγχρονισμό απαιτούμε, επίσης, και από την επιχειρηματική κοινότητα στην Κύπρο.
Ζητούμε να σέβεται πλήρως τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Να τερματίσει αθέμιτες πρακτικές. Να σέβεται την κοινωνία στην οποία απευθύνεται, μακριά από μεθόδους εκμετάλλευσης και παραπλάνησης. Να συνεχίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της απέναντι στο Κράτος και την πολιτεία. Αυτές οι αρχές πρέπει να αποτελούν το πρότυπο κάθε επιχείρησης.
Την ίδια ώρα, οι κυπριακές επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι υπόδειγμα σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων. Κάτι τέτοιο είναι προς όφελος όχι μόνο των εργαζομένων, αλλά και των ιδίων των επιχειρήσεων, είναι προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας. Επιχειρήσεις στις οποίες οι εργαζόμενοι νιώθουν ασφάλεια και σεβασμό για το εργασιακό τους περιβάλλον βελτιώνουν την παραγωγικότητα τους, αναπτύσσονται και αντεπεξέρχονται πιο εύκολα στις σημερινές δυσκολίες.
Καμώνεται η κυβέρνηση ότι δικαιώθηκε απέναντι στις Κασσάνδρες που επιμένουν ότι η λιτότητα προκαλεί κοινωνικές ανισότητες και αντιαναπτυξιακούς φαύλους κύκλους. Αγνοεί ότι η μείωση των ελλειμμάτων που επιτρέπει τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού επιτυγχάνεται μέσα από πρωτογενή πλεονάσματα που αφαιρούν πόρους από την ανάπτυξη και κεκτημένα από τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Υπερηφανεύεται σήμερα η κυβέρνηση ότι καταργεί τις έκτακτες εισφορές από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ότι καταργεί τους φόρους της ακίνητης περιουσίας, ότι παραχωρεί τις προσαυξήσεις στο δημόσιο, χωρίς να κατανοεί ότι, ακόμα κι αν δεν συνέβαλαν στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, οι φορολογικές ελαφρύνσεις από μόνες τους δεν μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των υπηρεσιών.
Στο νέο κόσμο της αυξημένης διαφάνειας που ξημερώνει, αναφορά σε παραδοσιακού τύπου αναπτύξεις και σε φορολογικά πλεονεκτήματα τείνει να χάσει παντελώς το νόημά της.
Τα φορολογικά πλεονεκτήματα που στο παρελθόν καθιστούσαν ορισμένες χώρες ανταγωνιστικότερες, δεν μπορούν στο μέλλον να αποτελέσουν τη βάση της νέας οικονομίας στην οποία οφείλουμε το ταχύτερο δυνατό να προσαρμοσθούμε.
Ένας άλλος δρόμος υπάρχει. Αυτός που η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί ή δεν τολμά να πάρει. Είτε διότι δε διαθέτει το σχέδιο. Είτε διότι δε διαθέτει τη θέληση. Προτιμά να βαυκαλίζεται προβάλλοντας το μύθο ενός ανύπαρκτου success story, αντί να παρουσιάσει ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο με σαφείς στρατηγικούς στόχους, ιεραρχημένες προτεραιότητες και βιώσιμες λύσεις.
Η παρούσα κυβέρνηση προτιμά να αντιγράφει τις έτοιμες συνταγές που της σερβίρουν όσοι ενδιαφέρονται μόνο για την εξόφληση των δανείων τους παρά να παίρνει πρωτοβουλίες ενεργοποίησης παραγωγικών τάξεων και πολιτικών κομμάτων για εθνική συνεννόηση πάνω στη βάση εναλλακτικών, εγχώριων και πραγματικά βιώσιμων αναπτυξιακών στρατηγικών.
Με παθητικές συμπεριφορές, αμήχανες τακτικές και σπρωξίματα των προκλήσεων και των προβλημάτων της εποχής κάτω από το χαλί της πολιτικής αυταρέσκειας και της κομματικής σκοπιμότητας, καμία δημοσιονομική προσαρμογή δεν πρόκειται να σημάνει το τέλος της μνημονιακής λογικής με την οποία εξακολουθεί να πορεύεται η κυβέρνηση.
Με την ιδιωτικοποίηση κερδοφόρων ημικρατικών οργανισμών και το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου δεν παράγεται νέος, ούτε κατανέμεται δικαιότερα και παραγωγικότερα o υφιστάμενος.
Με έργα που δεν ωφελούν το κοινωνικό σύνολο, αλλά ενισχύουν απλώς ορισμένες προνομιούχες κοινωνικές ομάδες δε γίνονται μεταρρυθμιστικές τομές, ούτε δημιουργούνται προϋποθέσεις ανάκαμψης με στρατηγικό και χρονικό βάθος.
Χωρίς μεταρρυθμίσεις σε στρατηγικούς τομείς, όπως είναι το ΓεΣΥ, δεν εκσυγχρονίζεται το Κράτος, ούτε ενισχύεται η οικονομία.
Με τον τραπεζικό τομέα να περιορίζεται στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η προοπτική επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας χάνεται από τον ορίζοντα και των επιχειρήσεων και των νέων επιχειρηματιών.
Χωρίς σημαντικές νέες επενδύσεις σε στρατηγικής σημασίας τομείς, η ανταγωνιστικότητα δεν πρόκειται να εξασφαλισθεί στηριζόμενη σε μείωση μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων.
Με τη διαρκή μείωση των δημόσιων δαπανών δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη όποια κι αν είναι η βελτίωση των δημοσίων εσόδων.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά ο προς ψήφιση προϋπολογισμός συνιστά απλώς ένα ακόμα βήμα στα τυφλά.
Η χώρα, όμως, δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται στα τυφλά, ούτε να την κατευθύνει ο αυτόματος πιλότος των μνημονιακών συνταγών.
Γι’ αυτό και θα καταψηφίσουμε τον προϋπολογισμό.
Στη βάση όλων των πιο πάνω καλούμε για στράτευση όλων των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας για να δώσουμε ελπίδα στην κοινωνία και για να δημιουργήσουμε συνθήκες νέας αρχής στην οικονομία.
Προμετωπίδα μας σ’ αυτό τον αγώνα θα είναι η επανένωση της πατρίδας μας μετά από 42 χρόνια. Αυτό ευχόμαστε και γι’ αυτό αγωνιζόμαστε.»