Παρέμβαση Γ. Γ. ΑΚΕΛ στο συνέδριο της ΟΕΒ

Στη δική του παρέμβαση ο Γ.Γ. της  Κ.Ε. του ΑΚΕΛ Α. Κυπριανού στο συνέδριο της ΟΕΒ με Θέμα: «Οι προκλήσεις της Κυπριακής Επιχειρηματικότητας: Επιχειρείν – Επενδύσεις – Εξωστρέφεια » ανέφερε:20150108_antros-300x193

«Για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες η κυπριακή οικονομία αναπτυσσόταν σταθερά με βασικά χαρακτηριστικά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, μέσα σε ένα κοινωνικά ισορροπημένο περιβάλλον. Η ιδιωτική πρωτοβουλία υπήρξε ένας από τους πυλώνες στους οποίους κτίστηκε η ανάπτυξη και η ευημερία της χώρας. Σε συνεργασία με το δημόσιο τομέα και τη συνεργατική οικονομία οικοδομήθηκε στην Κύπρο ένα μοντέλο που βοήθησε την οικονομία να αναπτυχθεί και ν’ αντιμετωπίσει τις δυσκολίες αμέσως μετά το ’74. Πιστεύω ακράδαντα πως η ίδια φιλοσοφία θα πρέπει να μας καθοδηγεί και σήμερα.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία σε συνεργασία με τη δημόσια και τη συνεργατική οικονομία αποτελούν τους πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας. Δυστυχώς σήμερα βλέπουμε προσπάθειες αλλοίωσης αυτού του μοντέλου. Γίνεται προσπάθεια να απαξιωθούν οι δημόσιες επενδύσεις˙ οι δημόσιοι και συνεργατικοί οργανισμοί. Θεωρούμε πως μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση θα είναι επιζήμια για το οικονομικό μας μοντέλο.
Οι Κυπριακές επιχειρήσεις, στην πλειονότητα τους μικρομεσαίες, έχουν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν στην ανάπτυξης της οικονομίας. Να μεγαλώσουν χρησιμοποιώντας τη γνώση και την καινοτομία, αξιοποιώντας σύγχρονές μεθόδους ηγεσίας και διαχείρισης, στηριζόμενες στη διαφάνεια και την ισονομία.
Θέλω να σταθώ στη διαφάνεια και την ισονομία. Αλλοίμονο αν επιτρέψουμε στην ασυδοσία και τη διαφθορά να κυριαρχήσουν. Η επιχειρηματική κοινότητα στην Κύπρο είναι απαραίτητο να σέβεται πλήρως τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Να τερματίσει αθέμιτες πρακτικές. Να σέβεται την κοινωνία στην οποία απευθύνεται, μακριά από μεθόδους εκμετάλλευσης και παραπλάνησης. Να συνεχίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της απέναντι στο Κράτος και την πολιτεία. Αυτές οι αρχές πρέπει να αποτελούν το πρότυπο κάθε επιχείρησης.
Την ίδια ώρα οι κυπριακές επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι υπόδειγμα σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων. Κάτι τέτοιο θα αποβεί προς όφελος, όχι μόνο των εργαζομένων αλλά και των ιδίων˙ προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας. Επιχειρήσεις στις οποίες οι εργαζόμενοι νιώθουν ασφάλεια και σεβασμό για το εργασιακό τους περιβάλλον βελτιώνουν την παραγωγικότητα τους, αναπτύσσονται και αντεπεξέρχονται πιο εύκολα στις σημερινές δυσκολίες.
Στις σημερινές συνθήκες η μικρομεσαία επιχείρηση αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Κυπριακής Οικονομίας. Η ασύμμετρη πίεση που δέχονται οι μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις από τον εγχώριο και διεθνή ανταγωνισμό, η έλλειψη της απαραίτητης τεχνολογίας, η έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων και η χαμηλή παραγωγικότητα τις οδηγούν σε αδιέξοδα.
Η βελτίωση της υφιστάμενης υποδομής τους, η παροχή κινήτρων για εισαγωγή νέων τεχνολογιών, η ανάπτυξη της έρευνας και της καινοτομίας, η συνεχής βελτίωση της παραγωγικότητας που θα βασίζεται στην τεχνολογική αναβάθμιση, η βελτίωση των τεχνικών διεύθυνσης των κυπριακών επιχειρήσεων και η συνεχής επιμόρφωση των εργαζομένων είναι ενέργειες προτεραιότητας που θα βοηθήσουν στον εκσυγχρονισμό και την αναστήλωση τους.
Από πλευράς του Κράτους η εισαγωγή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης σε όλους τους τομείς και όλες τις βαθμίδες των κρατικών υπηρεσιών είναι απαραίτητη για την ενίσχυση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Οι κρατικές υπηρεσίες χρειάζεται να γίνουν πιο ευέλικτες και αποτελεσματικές, μειώνοντας σημαντικά το χρόνο και το κόστος που λειτουργεί σε βάρος των κυπριακών επιχειρήσεων. Το Κράτος καλείται επίσης να συνεχίσει και να αναβαθμίσει τη στήριξη που δίνει προς τη νεανική και τη γυναικεία επιχειρηματικότητα και να καταστήσει τη χρηματοδότηση της καινοτομίας και της έρευνας βασικό πυλώνα δράσης στο μέλλον.
Κλείνοντας αυτή την ενότητα θέλω να υπογραμμίσω ότι οι κυπριακές επιχειρήσεις διαθέτουν σήμερα εξαιρετικά ικανό ανθρώπινο δυναμικό. Αξιοποιώντας τις διεθνείς εμπειρίες και γνώσεις τους οι κυπριακές επιχειρήσεις μπορούν και πάλι να αποτελέσουν μοχλό ευημερίας και ανάπτυξης.
Η καταστροφή της παραγωγής στα πλαίσια του μνημονίου είναι τεράστια, αφού τα τελευταία τρία χρόνια η συνολική παραγωγή έχει μειωθεί κατά €2 δις. Για να επανακτήσουμε τις παραγωγικές δυνατότητες που έχουμε χάσει χρειάζεται να κινητοποιήσουμε κάθε διαθέσιμο πόρο για νέες επενδύσεις και αναπτυξιακά έργα.
Βασική πηγή είναι ο κρατικός προϋπολογισμός και τα ταμεία και προγράμματα χρηματοδότησης που υπάρχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είχαμε κατά το παρελθόν προτείνει τη δημιουργία ειδικού ταμείου επενδύσεων για αναπτυξιακά έργα, με προικοδότηση από δημοσίους πόρους και χρηματοδότηση τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και από φτηνό μακροπρόθεσμο δανεισμό με τη στήριξη του κράτους.
Αντί αυτού σήμερα βλέπουμε να εδραιώνεται μια διαφορετική λογική. Εδραιώνεται η πολιτική κατεύθυνση δημιουργίας όσο το δυνατό μεγαλύτερων δημοσιονομικών πλεονασμάτων, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούσαν και τις απαιτήσεις των διεθνών δανειστών. Στα πλαίσια αυτής της φιλοσοφίας ο αναπτυξιακός προϋπολογισμός του Κράτους μειώθηκε σημαντικά και παρά τις εξαγγελίες για νέα αναπτυξιακά έργα η συνολική δαπάνη μειώθηκε. Αυτή η φιλοσοφία χρειάζεται ν’ αλλάξει.
Θέλω όμως να κάνω ακόμα μια παρατήρηση. Η προσέλκυση ξένων αλλά και η πραγματοποίηση εγχώριων επενδύσεων δεν σημαίνει και ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου. Συχνά αυτά τα δυο ταυτίζονται υποστηρίζοντας ότι η ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο είναι λανθασμένο. Η στρατηγική του Κράτους για την προσέλκυση επενδύσεων δεν μπορεί να εξαντλείται στο πως θα πωληθεί ο δημόσιος πλούτος. Θα πρέπει να είναι στρατηγική ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατότητων και μεγέθυνσης της οικονομίας. Το όραμα μας δεν μπορεί να είναι πως θα μετατρέψουμε το δημόσιο σε ιδιωτικό αλλά πώς να μεγαλώσουμε το εισόδημα και την ευημερία της οικονομίας μας. Χρειάζεται να αναβαθμίσουμε την πολιτική του κράτους με στόχο την προσέλκυση ξένων παραγωγικών επενδύσεων σε μεγάλα αναπτυξιακά έργα και σε τομείς όπως η έρευνα, η καινοτομία και η ψηφιακή τεχνολογία.
Την ίδια ώρα όμως θέλω να τονίσω ότι ο αναπτυξιακός σχεδιασμός μιας χώρας και η προσέλκυση επενδύσεων δεν εξαρτάται μόνο από τους διαθέσιμους πόρους. Η θεσμική ικανότητα απορρόφησης των επενδύσεων είναι εξίσου σημαντική. Είτε πρόκειται για τη δημόσια υπηρεσία, είτε πρόκειται για τις τράπεζες και τις διαδικασίες που ακολουθούν είτε ακόμα και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις και την ικανότητα τους να πραγματοποιήσουν νέα έργα ενόσω προσπαθούν να διαχειριστούν το υφιστάμενο ιδιωτικό χρέος τους.
Στην περίπτωση της δημόσιας υπηρεσίας οι χρονοβόρες διαδικασίες πρέπει να τερματιστούν. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η γραφειοκρατία και ο κακός συντονισμός μεταξύ τμημάτων και υπηρεσιών στερεί από την οικονομία την άμεση υλοποίηση έργων. Στόχος μας πρέπει να είναι ένα κράτος υπόδειγμα οργάνωσης και αποτελεσματικότητας.
Αντίστοιχη βελτίωση απαιτείται και στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στις τράπεζες. Αν και σήμερα ο τραπεζικός τομέας παρουσιάζεται με αυξημένη ρευστότητα, η επικέντρωση των τραπεζών στη διαχείριση των κόκκινων δανείων έχει περιορίσει τη δυνατότητα αξιολόγησης και χρηματοδότησης νέων έργων με αποτέλεσμα οι νέες επενδύσεις να είναι πιο δύσκολες. Σημειώνω επίσης το ψηλό κόστος χρήματος, μιας και οι τράπεζες στην Κύπρο διαθέτουν τα ψηλότερα δανειστικά επιτόκια στην Ευρωζώνη. Ο τραπεζικός τομέας πρέπει να προχωρήσει στην ανασυγκρότηση του με μεγαλύτερη ταχύτητα και να επικεντρώσει εκ νέου τις προσπάθειες του στη χρηματοδότηση νέων έργων.
Η προσέλκυση επενδύσεων και η ενίσχυση των αναπτυξιακών δαπανών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της οικονομίας. Είμαι βέβαιος ότι όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η μεγαλύτερη ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας μπορεί να προέλθει από την οριστική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος και την εδραίωση συνθηκών ειρήνης σε όλο το νησί. Για το ΑΚΕΛ αυτή θα είναι η καλύτερη επένδυση για το μέλλον.
Ένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετώπισε η κυπριακή οικονομία, ιδιαίτερα μετά την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και των κυπριακών προϊόντων. Η μετάβαση σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό μέχρι τότε και η άμεση επαφή με την εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιούργησε αυξημένες προκλήσεις για την οικονομία μας.
Σήμερα καλούμαστε να εκμεταλλευτούμε τις περιφερειακές και τις διεθνείς εξελίξεις και να βελτιώσουμε την πρόσβαση μας στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές. Είμαι σίγουρος ότι πολλά μπορούν να λεχθούν για την εξωστρέφεια της Κυπριακής οικονομίας και των κυπριακών επιχειρήσεων. Θέλω όμως να σταθώ σε τρεις τομείς με ιδιαίτερη σημασία, την αγροτική οικονομία, τον τουρισμό και τις χρηματοοικονομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Αρχίζοντας από την αγροτική οικονομία θα πω ότι ο πρωτογενής τομέας καταλαμβάνει ένα μικρό μερίδιο στη συνολική ετήσια παραγωγή. Εντούτοις διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον εξαγωγικό τομέα. Το 35% των συνολικών εξαγωγών της Κύπρου προέρχεται από φρέσκα και μεταποιημένα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα με πολύ ενθαρρυντικές προοπτικές ανάπτυξης.
Η Αγροτική Οικονομία μπορεί να έχει ουσιαστική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, αν εκσυγχρονισθεί, αναβαθ μιστεί τεχνολογικά και καταρτίσει κατάλληλα το ανθρώπινο δυναμικό.
Θεωρούμε ότι είναι αναγκαία η εισαγωγή αγροτικής μεταρρύθμισης στη βάση ολοκληρωμένου σχεδίου ανάπτυξης της υπαίθρου με ανάδειξη όλων των οικονομικών, πολιτιστικών και περιβαλλοντικών πλεονεκτημάτων που τη χαρακτηρίζουν.
Αυτή πρέπει να στηρίζεται:
Στη μείωση του κόστους για τον παραγωγό
Στη διάθεση της παραγωγής και την ενδυνάμωση των εξαγωγών
Στη βελτίωση της γνώσης και τη στήριξη των αγροτών
Σε ειδικές δράσεις για τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας όπως το χαλλούμι και τα αμπελοοινικά προϊόντα

Αναφορικά με τον τουρισμό δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αποτελεί τον κύριο αιμοδότη της οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα στα πλαίσια της κρίσης. Οι αντοχές που έδειξε το τουριστικό προϊόν αποτέλεσαν στήριγμα για το σύνολο της οικονομίας. Βέβαια για να συνεχίσει να στηρίζει την οικονομία απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε να τον καταστήσουν πιο ποιοτικό, με μεγαλύτερη διάρκεια και αειφορία .
Πρόσφατα προχωρήσαμε ως ΑΚΕΛ στη διενέργεια μελέτης για το τουριστικό προϊόν. Σε αυτή εντοπίζουμε ως βασικά προβλήματα την εποχικότητα, τη μειωμένη προσβασιμότητα προς την Κύπρο μετά και το κλείσιμο των Κυπριακών Αερογραμμών, τις πεπαλαιωμένες υποδομές, τη μείωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και το ψηλό κόστος του τουριστικού πακέτου.
Είναι για αυτό που παρά τα πολύ θετικά αποτελέσματα πιστεύουμε ότι έχουμε ανάγκη από τον εκσυγχρονισμό και τη ριζική μεταρρύθμιση της τουριστικής μας πολιτικής με ένα νέο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης. Θέλουμε ο κυπριακός τουρισμός στη βάση σύγχρονης υποδομής, να καταστεί πιο ποιοτικός, ν’ αποκτήσει ταυτότητα και ν’ αντιμετωπίσει με επιτυχία την εποχικότητα.
Προχωρώντας στον κλάδο των χρηματοοικονομικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών αναμφίβολα αποτελεί σταθερή αξία για τη χώρα μας και την ατμομηχανή για την ανάπτυξη και άλλων τομέων της οικονομίας μας. Ανεξάρτητα από τα σοβαρά πλήγματα που επέφερε στον κλάδο η βίαιη συρρίκνωση του τραπεζικού τομέα πιστεύουμε ότι η Κύπρος εξακολουθεί να είναι αξιόλογο Διεθνές Επιχειρηματικό Κέντρο.
Συνεχίζουμε να τονίζουμε την ανάγκη δημιουργίας μονάδας μονοθυριδικής πρόσβασης. Ταυτόχρονα πιστεύουμε ότι χρειάζεται η προώθηση πιο ευφάνταστης πολιτικής για μετατροπή της Κύπρου σε κέντρο παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Η χώρα μας μπορεί με συντονισμένες πολιτικές και δράσεις να αναπτυχθεί ως διεθνές κέντρο παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου στους τομείς των χρηματοοικονομικών, ναυτιλιακών, νομικών, συμβουλευτικών και άλλων υπηρεσιών.»