Απάντηση έδωσε σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με ανάρτηση άρθρου στον ιστότοπο SigmaLive, ημερομηνίας 31 Ιανουαρίου 2016, σχετικά με διερευνώμενες από την Αστυνομία υποθέσεις του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (ΣΑΛ), στην οποία φέρεται να εμπλέκονται ο Δήμαρχος Λάρνακας, εργοληπτικές εταιρείες, ο νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ, ο συνήγορος του τελευταίου και ανώνυμος/ ανύπαρκτος επιστολογράφος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι αναγκαία η δημόσια τοποθέτησή του καθώς αφήνονταν υπονοούμενα και αιχμές ως προς την αμεροληψία Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Σώματος.
“Το άρθρο, ενώ φαίνεται να παραθέτει γεγονότα που αφορούν στη διερεύνηση υπόθεσης από την Αστυνομία, που αφορά στο ΣΑΛ και τα δικαστικά ένδικα μέσα που λήφθηκαν από πρώην νομικό σύμβουλο του ΣΑΛ, με σκοπό την αποτροπή εκτέλεσης διαταγμάτων που εκδόθηκαν από τα Επαρχιακά Δικαστήρια, εμβόλιμα αφήνει σοβαρά υπονοούμενα εναντίον της αμεροληψίας Δικαστή του Ανωτάτου, ορμώμενο εκ της στενής συγγενικής σχέσης του και μόνο με δικηγόρο που εργοδοτείται στο γραφείο του συνηγόρου του νομικού συμβούλου του ΣΑΛ”, αναφέρεται.
Προστίθεται ότι “θέτει το άρθρο, με φαινόμενη αναφορά στα γεγονότα, ρητορικά ερωτήματα επί σαθρού υποβάθρου, στα οποία βεβαίως και δεν απαντά. Προσποιούμενο την άντληση των πληροφοριών του από τα δημόσια έγγραφα της διαδικασίας σκοπίμως παραλείπει να αναδείξει τη δήλωση εμπιστοσύνης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην εντιμότητα και το ακέραιο του χαρακτήρα του Δικαστή, ο οποίος ανέλαβε δικαιοδοσία στη βάση της απρόσωπης κατανομής των υποθέσεων που γίνεται από το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο”.
“Απομονώνεται και χρησιμοποιείται υβριστικός χαρακτηρισμός για το Ανώτατο Δικαστήριο ως Σώμα, από επιστολή ανώνυμου και αποδεδειγμένα κατόπιν έρευνας της Αστυνομίας ανύπαρκτου προσώπου, για να αφεθούν υπόνοιες ως προς την αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου: ότι έγινε υποχείριο επώνυμου δικηγόρου. Δημιουργεί ύποπτο παρασκήνιο για τον Δικαστή που επιλήφθηκε αίτησης του νομικού συμβούλου του ΣΑΛ για ακύρωση του εντάλματος έρευνας του γραφείου του, αίτημα το οποίο έκανε αποδεκτό, με αιτιολογημένη απόφασή του, ενώ απέρριψε και πάλι αιτιολογημένα αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή της απόφασης αυτής εκκρεμούσης της έφεσης” σημειώνει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Αναφέρει ακόμη ότι στο άρθρο αναφέρονται οι αποφάσεις των δύο Επαρχιακών Δικαστηρίων που εξέδωσαν τα εντάλματα έρευνας και αποκάλυψης τραπεζικών δεδομένων, αντίστοιχα, κρίση που ελέγχεται δικαστικά από το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρωτόδικη διαδικασία, η κρίση του οποίου επίσης ελέγχεται κατ’ έφεση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οπως σημειώνει, το Σύνταγμα κατοχυρώνει τον δημόσιο χαρακτήρα των συνεδριάσεων και τη δημόσια απαγγελία των δικαστικών αποφάσεων και είναι με αυτό τον τρόπο που δημιουργούνται οι προϋποθέσεις άσκησης ελέγχου στο έργο της δικαστικής εξουσίας από τους πολίτες και κατ’ επέκταση από τον κυρίαρχο λαό.
Αναφέρει ακόμη ότι οι εργασίες του Δικαστηρίου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, είναι διαφανείς και ανοικτές για το κοινό κατά τρόπο που εξυπηρετείται θεμελιώδης όρος του πολιτεύματος και παρέχεται παράλληλα προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των διαδίκων, των δικηγόρων και τέλος του δημοσίου συμφέροντος.
Έτσι, προσθέτει, ικανοποιείται το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση και εξασφαλίζεται η τήρηση των εχεγγύων που πρέπει να διέπουν ιδιαιτέρως την ποινική διαδικασία και των δικαιωμάτων που πρέπει να απολαμβάνει ο κάθε διάδικος, μέχρι την τελική διάγνωση της υπόθεσης του.
“Η προσωπικότητα, ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων πρέπει να τυγχάνει σεβασμού. Το δε τεκμήριο της αθωότητας δεσμεύει ευρύ κύκλο προσώπων, Δικαστές, δημόσιους λειτουργούς και ιδιώτες υπό τη δικονομική τους ιδιότητα, των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας μη εξαιρουμένων” προστίθεται.
Στην ανακοίνωση σημειώνεται ακόμη ότι η κοινωνία ως σύνολο πρέπει να διατηρήσει τη νηφαλιότητα και αυτοκυριαρχία της, ώστε τα Δικαστήρια να αφεθούν απερίσπαστα να ασκήσουν ανεπηρέαστα τα καθήκοντα τους σε ένα τέτοιο περιβάλλον που θα σέβεται τη δικαστική λειτουργία και θα πρέπει να επιδείξει κατανόηση για το βάρος και τη δυσκολία του έργου των Δικαστών, αλλά και των άλλων παραγόντων της δίκης.
“Ο δημόσιος λόγος και η ποιότητα του θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτή τη θέση. Η ανεκτικότητα στην αντίθετη γνώμη και τον πλουραλισμό, είναι σεβαστή. Η ατεκμηρίωτη διαμόρφωση όμως μιας άλλης παραμορφωμένης εικόνας, μέσω ραδιοφώνου και τηλεόρασης ή διαδικτυακών ιστότοπων με τη δημιουργία εντυπώσεων, μόνο ανεύθυνα λειτουργεί και σε βάρος του καλώς νοουμένου συμφέροντος της δικαιοσύνης, των ατομικών δικαιωμάτων των διαδίκων ή του δημοσίου συμφέροντος” αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο.
Καταλήγοντας, σημειώνει ότι “δημοσιεύματα όπως το υπό συζήτηση πλήττουν καίρια τον νηφάλιο και αντικειμενικό τρόπο άσκησης του δικαστικού έργου και λόγου και, ενδεχομένως, συνιστούν παρέμβαση σε εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες, ζήτημα το οποίο εμπίπτει στο πλαίσιο ευθύνης και στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας”.