Τηλεφωνική επικοινωνία Τσίπρα με Μέρκελ-Ντάισελμπλουμ

Τηλεφωνική επικοινωνία με την Γερμανίδα καγκελάριο, ‘Ανγκελα Μέρκελ, είχε ο Ελληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές,  τις οποίες επικαλούνται Αθηναϊκά Μ.Μ.Ε οι οποίες σημείωναν ότι η συζήτηση έγινε σε θετικό κλίμα και σε συνέχεια της συνάντησης στις Βρυξέλλες. Σε εξέλιξη είναι αυτή την ώρα, σύσκεψη του οικονομικού επιτελείου στο Μέγαρο Μαξίμου υπό τον πρωθυπουργό, για την αποτίμηση των όσων συνέβησαν σε Eurogroup και Ecofin στη Λετονία.newego_LARGE_t_1101_54485573_type12713

Σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, στη συνομιλία Τσίπρα-Μέρκελ, εκφράστηκε η κοινή βούληση για σταθερή επικοινωνία καθ’ όλη την πορεία της διαπραγμάτευσης, προκειμένου να υπάρξει άμεσα μια αμοιβαία επωφελής λύση.
Ο πρωθυπουργός είχε τηλεφωνική επικοινωνία και με τον πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ.
Οι κυβερνητικές πηγές ανέφεραν επίσης ότι ο πρόεδρος του ΣΟΕ, Γιώργος Χουλιαράκης είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον αξιωματούχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ντέκλαν Κοστέλο. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες του «Brussels Group» και αύριο, Δευτέρα θα υπάρξει τηλεδιάσκεψη Το «Brussels Group» θα επαναληφθεί δια ζώσης την Τετάρτη με στόχο την επιτάχυνση των αποτελεσμάτων.
Αργά το απόγευμα ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας θα έχει σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη, τον υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο και στενούς του συνεργάτες με στόχο την αποτίμηση των όσων συνέβησαν σε Eurogroup και Ecofin και την χάραξη της στρατηγικής για τις επόμενες ημέρες..

Δραγασάκης: Μπορεί να υποχρεωθούμε να πάρουμε από μόνοι μας μέτρα

 Ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης δήλωσε νωρίτερα ότι το πρόβλημα ρευστότητας «είναι αποτέλεσμα διευθετήσεων του παρελθόντος»  και προσθέτει πως το ταμειακό αδιέξοδο, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, αντιμετωπίστηκε με την εντατικοποιήση των εσόδων και τη μετάθεση πληρωμών, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί καθώς δημιουργεί προϋποθέσεις ύφεσης.

«Αν αυτό συμβεί» συμπληρώνει ο κ. Δραγασάκης σε συνέντευξή του στην “Αυγή της Κυριακής”, «μπορεί να υποχρεωθούμε να πάρουμε από μόνοι μας μέτρα που ως τώρα προσπαθούμε να αποφύγουμε. Και ίσως αυτό θα επιθυμούσαν κάποιοι. Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει τμήμα της διαπραγμάτευσης και της λύσης, η αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας. Επί του παρόντος, ο κίνδυνος αυτός είναι αναστρέψιμος, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει συνεργασία των ευρωπαϊκών θεσμών και ακόμη μεγαλύτερη επιτάχυνση, εντατικοποίηση και συντονισμός της δράσης της κυβέρνησης».
Εκτιμά ότι το πρόβλημα επιτείνεται από τα περιοριστικά μέτρα της ΕΚΤ και την εισαγόμενη αβεβαιότητα, υποστηρίζει «ότι εφαρμόζεται σκόπιμα μια τακτική οικονομικού στραγγαλισμού», ενώ υπογραμμίζει πως εάν δεν αντιμετωπιστεί το θέμα από κοινού με τους θεσμούς «η ομαλή εξυπηρέτηση των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας θα έρχεται σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με τις ανάγκες επιβίωσης και τη δυνατότητα ικανοποίησης βασικών αναγκών του ελληνικού λαού». Επισημαίνει πως η παράταση της αβεβαιότητας δεν συμφέρει κανέναν και πως πρέπει να εργαστούμε για συμφωνία με βάση το πνεύμα της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου και όχι να επιστρέψουμε στην 5η αξιολόγηση του Μνημονίο και τονίζει: «υπάρχει σαφής δυνατότητα αλλά και επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί η μεταβατική συμφωνία τις πρώτες μέρες του Μαΐου, αν όχι και εντός του Απριλίου».
Αναφερόμενος στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τα ταμειακά διαθέσιμα, λέει πως οι αντιδράσεις εξηγούνται και είναι μάλλον δικαιολογημένες, λόγω του ότι «δεν ενημερώσαμε έγκαιρα για το πρόβλημα, τις αιτίες και τις διαστάσεις του… οι πικρές εμπειρίες και οι μνήμες από το κούρεμα των αποθεματικών με το PSI είναι ακόμη νωπές».
Επανέλαβε ότι «δεν τίθεται θέμα νέων μνημονίων…δεν έχει ούτε πολιτική ούτε οικονομική λογική η συζήτηση για νέα μνημόνια». Τα ζητούμενα, κατά τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, είναι η ρύθμιση για βιώσιμο και εξυπηρετούμενο χρέος, δημοσιονομική πολιτική χωρίς εξωπραγματικά πλεονάσματα, μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν ανισότητες, ισχυρό πρόγραμμα επενδύσεων και πηγές χρηματοδότησής τους για τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.
Και καταλήγει ο κ. Δραγασάκης: οι πιο σκληρές αντιδράσεις για τη νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ίσως να μην έρθουν από την Ευρώπη, αλλά από μέσα, «από τις εγχώριες ελίτ, τα “κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας”».