Julian Assange: Πλησιάζει η ώρα μηδέν για την έκδοσή του στις ΗΠΑ

Ολοκληρώθηκε χθες η ακροαματική διαδικασία στο Βασιλικό Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου για τη δυνατότητα του Julian Assange να ασκήσει έφεση στην απόφαση έκδοσής του στις ΗΠΑ, με τους δικηγόρους των Ηνωμένων Πολιτειών να αναλύουν τα επιχειρήματά τους και να ισχυρίζονται σύμφωνα με τη γραμμή που έχουν παρουσιάσει μέχρι σήμερα ότι ο ιδρυτής του Wikileaks απείλησε να βλάψει τα στρατηγικά συμφέροντα και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, θέτοντας σε κίνδυνο σοβαρής σωματικής βλάβης τα άτομα που κατονομάζονται στα έγγραφα που διέρρευσαν, συμπεριλαμβανομένων Ιρακινών και Αφγανών που είχαν βοηθήσει τις αμερικανικές δυνάμεις.

Η πιο σημαντική υπόθεση για την ελευθερία του τύπου

Το δικαστήριο δεν έχει διευκρινίσει ακόμη αν η απόφαση θα ανακοινωθεί , μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, στην οποία ανακοινώθηκε ότι τελικά δεν θα παραβρεθεί ο Ασάνζ εξαιτίας προβλήματος υγείας.

Αναμένοντας την απόφαση, o Edward Snowden που εργαζόταν ως τεχνικός υπολογιστών για τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες και είχε διαρρεύσει στα Wikilleaks απόρρητα έγγραφα σχετικά με προγράμματα μαζικής παρακολούθησης που χρησιμοποιούσε η NSA, σχολίασε στο λογαριασμό στο Χ ότι αυτήν την εβδομάδα θα υπάρξει απόφαση για την πιο σημαντική υπόθεση ελευθερίας του τύπου.

Ο νόμος του 1917

Για τη δίωξη του Assange, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίστηκαν σε ένα νόμο περί κατασκοπείας του 1917, τον οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποιεί η αμερικάνικη κυβέρνηση για μια τέτοια περίπτωση, σημειώνει ο Jamil Jaffer, καθηγητής Νομικής και Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, ο οποίος σχολίασε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Al Jazeera ότι «μια επιτυχής δίωξη του Ασάνζ με βάση αυτό το κατηγορητήριο θα ποινικοποιούσε μεγάλο μέρος της ερευνητικής δημοσιογραφίας που είναι απολύτως κρίσιμη για τη δημοκρατία».
«Πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί η κυβέρνηση Biden θα ήθελε αυτή η επικίνδυνη, κοντόφθαλμη δίωξη να είναι μέρος της κληρονομιάς της. Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ θα πρέπει να αποσύρει τις κατηγορίες του νόμου περί κατασκοπείας, οι οποίες δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν κατατεθεί εξαρχής» λέει κατηγορηματικά ο έγκριτος νομικός.
Ο νόμος περί κατασκοπείας ψηφίστηκε το 1917 για να αντιμετωπίσει απειλές κατασκοπείας που σχετίζονταν εκείνη την εποχή με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έχει παραμένει στα νομικά βιβλία, σχεδόν στην αρχική του μορφή, για περισσότερα από 100 χρόνια.
Η πεμπτουσία του νόμου είναι οι διατάξεις που καθιστούν έγκλημα την παροχή πληροφοριών σχετικά με την εθνική άμυνα σε οποιονδήποτε δεν είναι εξουσιοδοτημένος για να τις λάβει, εξηγεί η Emily Berman, η οποία διδάσκει συνταγματικό δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον.
Ο νόμος συντάχθηκε έχοντας υπόψη τη δίωξη κρατικών υπαλλήλων που ενδεχομένως παρέχουν απόρρητες πληροφορίες σε ξένες κυβερνήσεις, «όμως οι διατάξεις του ισχύουν αναμφισβήτητα για την περίπτωση του Julian Assange» σχολίασε η Berman, που όμως τονίζει ότι «ο νόμος συνήθως δεν χρησιμοποιείται εναντίον τέτοιων ατόμων, επειδή μια τέτοια χρήση θα επέτρεπε τη δίωξη των δημοσιογράφων που δημοσιεύουν πληροφορίες που έλαβαν από κρατικούς αξιωματούχους, αλλά η φυσιολογική διαδικασία θα ήταν να διώκονται αυτοί που διαρρέουν τις πληροφορίες, όχι αυτοί που τις δημοσιεύουν».
Η πανεπιστημιακή καθηγήτρια αναγνωρίζει ότι υπάρχει διάχυτος προβληματισμός για την ελευθερία του τύπου, αφού όπως λέει «η χρήση αυτού του νόμου κατά του Assange αντιπροσωπεύει μια επέκταση της χρήσης των διατάξεών του από την κυβέρνηση με τρόπους που αναμφισβήτητα αποτελούν απειλή για τους δημοσιογράφους, αφού η δουλειά τους, μεταξύ άλλων, είναι να αναφέρουν και θέματα εθνικής ασφάλειας και συχνά περιλαμβάνει πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες μέσω ανώνυμων κυβερνητικών πηγών»