Δεμένα τα χέρια της Αστυνομίας για την κρίση στη Γ.Εισαγγελία

Τα χέρια της Αστυνομία είναι δεμένα και δεν μπορεί να πράξει ότιδήποτε σε σχέση με τις καταγγελίες του βοηού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκου Ερωτοκρίτου εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα χωρίς την έγκριση του κ.Κώστα Κληρίδη.ÃÅÍÉÊÏÓ ÅÉÓÁÃÃÅËÅÁÓ Ê.ÊËÇÑÉÄÇÓ ÄÉÁÓÊÅØÇÓ ÔÕÐÏÕ

Ο αρχηγός  της Αστυνομίας Ζαχαρίας Χρυσοστόμου,  αναφερόμενος στο όλο ζήτημα  ανέφερε πως ενημέρωσε τον Γ.Εισαγγελέα υποδεικνύοντας  πως υπάρχει νομικό κενό καθότι ο βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κατάγγειλε και τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα. Συγκεκριμένα δήλωσε:

«Στις 15.4.2015 ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Ρίκκος Ερωτοκρίτου επικοινώνησε με την Αστυνομία και εκδήλωσε την πρόθεση του να προσέλθει στις 16.4.2015 και ώρα 1100, στο Αρχηγείο Αστυνομίας, για να προβεί σε κατάθεση.
Όπως είναι ευρέως γνωστό, το άρθρο 4(1) της Ποινικής Δικονομίας (Κεφ.155), παρέχει την εξουσία στην Αστυνομία για να προβαίνει στη διεξαγωγή ανακρίσεων σε σχέση με τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Στη βάση των πιο πάνω, στις 16.4.2015 απέστειλα σχετική επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην οποία εξέφραζα τη θέση ότι, όπως σε κάθε περίπτωση που οποιοσδήποτε πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας προσέρχεται στην Αστυνομία για να καταγγείλει τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος η Αστυνομία λαμβάνει καταθέσεις, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση, η Αστυνομία θα έπρεπε να προβεί στη λήψη κατάθεσης από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που πέραν των όσων αναφέρθηκαν από τον κ. Ερωτοκρίτου και είδαν το φως της δημοσιότητας, σε εκείνο το στάδιο δεν γνωρίζαμε τι επακριβώς προτίθετο να καταθέσει.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με σημείωμα του επί της επιστολής μου, ανέφερε ότι δεν έβλεπε να υπάρχει πρόβλημα στη λήψη της προτεινόμενης κατάθεσης από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κ. Ρίκκο Ερωτοκρίτου.
Ο κ. Ερωτοκρίτου προσήλθε στις 16.4.2015 και ώρα 1100, στο Αρχηγείο Αστυνομίας, για να προβεί σε κατάθεση, η οποία και ολοκληρώθηκε στις 17.4.2015.
Ακολούθως και ένεκα των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που πηγάζουν από το άρθρο 113(2) του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία», έφερα με επιστολή μου σήμερα 20.4.2015, εις γνώση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι ο κ. Ερωτοκρίτου προέβηκε στην εν λόγω γραπτή κατάθεση, στην οποία καταγγέλλει διάφορα γεγονότα και πρόσωπα, μεταξύ αυτών και τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Περαιτέρω, τον πληροφορούσα ότι, στη βάση των εξουσιών που μας παρέχονται από το άρθρο 4(1) της Ποινικής Δικονομίας (Κεφ.155), προτιθέμεθα να προχωρήσουμε στη διερεύνηση των καταγγελιών του κ. Ερωτοκρίτου.
Πέραν τούτου, προσέθετα ότι η ανακριτική διαδικασία που θα ακολουθηθεί θα είναι η ίδια όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία οποιοσδήποτε πολίτης προσέρχεται στην Αστυνομία και προβαίνει σε καταγγελία. Σε τέτοια περίπτωση, η Αστυνομία λαμβάνει καταθέσεις και αποτείνεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την παροχή νομικής συμβουλής, σύμφωνα με το άρθρο 113 (1) του Συντάγματος, όταν κρίνει ότι κάτι τέτοιο απαιτείται, ανάλογα με την πορεία των εξετάσεων και το μαρτυρικό υλικό που συλλέχθηκε, ή / και αφού ολοκληρωθεί η έρευνα. Αυτή η διαδικασία θα ακολουθηθεί και στην προκειμένη περίπτωση. Επί του παρόντος, αφού αξιολογήθηκε η κατάθεση του κ. Ερωτοκρίτου, δεν κρίνεται αναγκαίο να προσφύγουμε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την παροχή οποιασδήποτε νομικής συμβουλής.
Τέλος, με την επιστολή μου ενημέρωνα το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι, δεν αποκλείεται στο μέλλον να υπάρξει ανάγκη για την παροχή νομικής συμβουλής, ή και οδηγιών από μέρους του. Ως εκ τούτου, έθετα προς προβληματισμό κάτι που είμαι σίγουρος ότι απασχολεί και το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Το γεγονός δηλαδή ότι, σταθμίζοντας από τη μια την άσκηση των εξουσιών του, που πηγάζουν από το άρθρο 113 (1) και (2) του Συντάγματος και από την άλλη ότι ο κ. Ερωτοκρίτου στην κατάθεση του καταγγέλλει μεταξύ άλλων και τον ίδιο, διαπιστώνεται η ύπαρξη νομικού κενού. Κατ΄ επέκταση για τη διασφάλιση της αρχής της ισότητας και της αμεροληψίας, αλλά και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να εξευρεθεί τρόπος υπερπήδησης του νομικού αυτού κενού, έτσι ώστε η υπόθεση να προωθηθεί απρόσκοπτα.
Κλείνοντας την επιστολή μου, έθετα εαυτόν στη διάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινήσεις.»