Η Ιταλίδα ηθοποιός Τζίνα Λολομπρίτζιτα πέθανε σε ηλικία 95 ετών, μετέδωσε το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ANSA. Η σημαντική ηθοποιός, η οποία στις προηγούμενες εκλογές της χώρας είχε θέσει υποψηφιότητα ως γερουσιαστής, αλλά δεν εξελέγη, έχασε τη μάχη για τη ζωή, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα.
Γνωστή με το παρατσούκλι «Λα Λόλλο», ήταν μια από τις πιο αξιόλογες Ευρωπαίες ηθοποιούς και σύμβολο του σεξ της δεκαετίας του 1950 και του 1960 διεθνώς. Η Τζίνα Λολομπρίτζιτα θαυμάστηκε και λατρεύτηκε από τα αρσενικά της εποχής της για την αναμφισβήτητη ομορφιά της και τις πλούσιες καμπύλες της. Την ονόμασαν «Μόνα Λίζα του 20ού αιώνα» και την χαρακτήρισαν ως «την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου». Εξέπεμπε ένα γήινο ερωτισμό και είναι μια από τις λίγες Ιταλίδες ηθοποιούς που έχουν πρωταγωνιστήσει σε πολλές αμερικανικές ταινίες που την έχουν κάνει διάσημη σε όλο τον κόσμο, κάνοντάς την αστέρα στο Χόλιγουντ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας της συνεργάστηκε με Ιταλούς σκηνοθέτες μεγάλου καλλιτεχνικού διαμετρήματος όπως οι Βιττόριο ντε Σίκα, Μάριο Μονιτσέλι, Πιέτρο Τζέρμι και Μάριο Σολντάτι. Στη Γαλλία συνεργάστηκε με σκηνοθέτες του διαμετρήματος των Ρενέ Κλαιρ και Κριστιάν-Ζακ.
Πέρα από την έβδομη τέχνη, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες της Τζίνα Λολομπρίτζιτα εκφράστηκαν με την ενασχόλησή της με τη φωτογραφία και αργότερα με τη γλυπτική από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, όταν αραίωσε τις εμφανίσεις της στον κινηματογράφο.
Η Λουϊτζίνα Λολομπρίτζιτα γεννήθηκε στις 4 Ιουλίου 1927 στο Σουμπιάκο, ένα γραφικό χωριό στα περίχωρα της Ρώμης. Ο πατέρας της ήταν επιπλοποιός και με την οικογένειά του μετακόμισε στη Ρώμη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο σχολείο πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γλυπτικής, αλλά η ενασχόλησή της με το μόντελινγκ και η συμμετοχή της σε καλλιστεία τράβηξε την προσοχή των ανθρώπων του κινηματογράφου.
Την άνοιξη του 1947 ένας φίλος της την έπεισε να λάβει μέρος στο διαγωνισμό της Miss Roma την τελευταία στιγμή. Αν και δεν είχε ακόμη το κατάλληλο φόρεμα, κατέκτησε τη δεύτερη θέση και είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που προσκλήθηκε στη Στρέσα για τους τελικούς της Miss Italy όπου κατέκτησε την τρίτη θέση μετά τις Lucia Bosè και Gianna Maria Canale, μελλοντικά αστέρια του κινηματογράφου.
Την ίδια χρονιά πήραν μέρος στην εκδήλωση και η Eleonora Rossi Drago, η οποία αποκλείστηκε επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις (ήταν ήδη παντρεμένη) και η Silvana Mangano. Και οι ίδιες αργότερα έγιναν γνωστές ηθοποιοί.
ι πρώτες εμφανίσεις στον κινηματογράφο
Έκανε το πρώτο βήμα συμμετέχοντας σε φωτορομάντζα γυναικείων περιοδικών και στη συνέχεια έπαιξε σε κινηματογραφημένες όπερες. Το 1946 πρωτοεμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία του Ρικάρντο Φρέντα «Ο Μαύρος Αετός» («Aquilla Nera») και στις κινηματογραφημένες όπερες του Ντονιτσέτι «Ελιξίριο του έρωτα» και «Λουτσία ντι Λαμερμούρ». Άρχισε να γίνεται γνωστή και εκτός των ιταλικών συνόρων με τις ταινίες του Κάρλο Λιτσάνι «Προσοχή! Ληστές» («Achtung! Banditi», 1951) και «Ο ιππότης και η Τσιγγάνα» («Fanfan la Tulipe», 1952) του Κριστιάν-Ζακ. Τότε ήταν που άρχισαν να την αποκαλούν χαϊδευτικά «Λόλλο».
Στη συνέχεια γύρισε τις ταινίες «Ωραίες της νύχτας» («Belles de nuit», 1952) του Ρενέ Κλερ, «Η Επαρχιώτισσα» («La Provinciale», 1952) του Μάριο Σολντάτι και «Ψωμί, έρωτας και φαντασία» («Pane, amore e fantasia», 1953) του Λουίτζι Κομεντσίνι, ταινίες που την επέβαλαν ως μία από τις πιο ερωτικές ηθοποιούς και με τα ωραιότερα στήθη, σταρ της εποχής.
Πρώτη αγγλόφωνη ταινία στο πλευρό του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ
Το 1953 έπαιξε στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία της, στην κωμωδία του Τζον Χιούστον «Πιο δυνατός απ’ τον Διάβολο» («Beat the Devil») με συμπρωταγωνιστή τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο οποίος φαίνεται να μην εκτίμησε τα προσόντα της, καθώς την αποκάλεσε «Frigidaire», που είναι η μάρκα ενός αμερικάνικου ψυγείου. Το 1959 έπαιξε δίπλα στον Γιουλ Μπρίνερ στη βιβλική ταινία του Κινγκ Βίντορ «Ο Σολομών και η βασίλισσα του Σαββά» («Solomon and Sheba») και το 1961 πρωταγωνίστησε με τον Ροκ Χάτσον στη ρομαντική κωμωδία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν «Come September» («Ραντεβού τον Σεπτέμβρη»). Το 1968 επαινέθηκε για την ερμηνεία της στην κωμωδία του Μέλβιν Φρανκ «Καλησπέρα κυρία Κάμπελ» («Buona Sera, Mrs Campbell») και κέρδισε το βραβείο Ντονατέλο (το ιταλικό Όσκαρ).
Από την υπόλοιπη φιλμογραφία της αξίζει να αναφερθούν οι συμμετοχές της στις ταινίες «Η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου» («La donna piu bella del mondo», 1955) του Ρόμπερτ Λέοναρντ, «Βαριετέ» («Trapeze», 1956) του Κάρολ Ριντ, «Η Παναγία των Παρισίων» («Notre Dame de Paris», 1956) του Ζαν Ντελανουά – στον ρόλο της Εσμεράλντα και ο Άντονι Κουίν του Κουασιμόδου, «Οι περιπέτειες του Πινόκιο» («Le aventure di Pinocchio», 1972), του Λουίτζι Κομεντσίνι και «Δασκάλα για πρωτάρηδες» («Κönig, Dame, Bube», 1972) του Γέρζι Σκολιμόφσκι.
Το 1977 η Λόλλο αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο, για ν’ αφοσιωθεί στη φωτογραφία, όπου έχει επιδείξει ιδιαίτερο ταλέντο, αργότερα στη γλυπτική, ενώ διετέλεσε στέλεχος σε εταιρεία καλλυντικών. Όλα αυτά τα χρόνια δεν διέκοψε την επαφή της με την κινούμενη εικόνα, με πιο αξιοσημείωτο τον ρόλο της στην αμερικανική σαπουνόπερα «Falcon Crest» (1981-1990), που της απέφερε μία υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα β’ γυναικείου ρόλου.
Η προσωπική ζωή
Τον Ιανουάριο του 1949 παντρεύτηκε τον Σλοβάκο γιατρό Milko Škofič, στο όρος Terminillo di Rieti, ο οποίος υπηρέτησε τους πρόσφυγες που στεγάζονταν προσωρινά στο κινηματογραφικό στούντιο «Cinecittà».
Τον Ιούλιο του 1957 απέκτησαν έναν γιο, τον Andrea ο οποίος τους χάρισε έναν εγγονό, τον Δημήτρη, που γεννήθηκε το 1994. Το 1971 χώρισε τον σύζυγό της, με τον οποίο ζούσε τουλάχιστον 5 χρόνια χωριστά, καθώς εκείνος είχε ήδη αρχίσει μια σχέση με αυστριακή τραγουδίστρια της όπερας.
Από τη δεκαετία του ’50 ζούσε σε μια μεγάλη βίλα στην Αππία οδό στη Ρώμη.