Η Κύπρος αποχαιρέτησε τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’

Τελέστηκε σήμερα η κηδεία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β΄, στον Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Βαρνάβα στην Αρχιεπισκοπή, Λευκωσία 12 Νοεμβρίου 2022.

Της εξόδιου ακολουθίας προέστει ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου. Η ταφή έγινε σε ειδική κρύπτη κάτω από τον Καθεδρικό Ναό.

Στον επικήδειο λόγο του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας , ανέφερε ότι εις το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ η Κύπρος ευτύχησε να εύρει έναν ακαταπόνητον Ιεράρχη, η πολυσχιδής δράσης του οποίου τον ανέδειξεν ως μίαν εκ των πλέον διακεκριμένων εκκλησιαστικών μορφών, αλλά και ως μία καταξιωμένη πνευματική προσωπικότητα διεθνώς.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως στην προικισμένην φυσιογνωμίαν του Αρχιεπισκόπου, απηντήθησαν η συνύπαρξης της θεολογικής καταρτίσεως, της αυθεντικής εσωτερικής πνευματικότητας, του ήθους, της ευθυκρισίας, της σωφροσύνης και της φιλοπατρίας.

“Εις το πρόσωπό του η Κύπρος ευτύχησε να εύρει έναν ακαταπόνητον Ιεράρχη, η πολυσχιδής δράσης του οποίου τον ανέδειξεν ως μίαν εκ των πλέον διακεκριμένων εκκλησιαστικών μορφών, αλλά και ως μία καταξιωμένη πνευματική προσωπικότητα διεθνώς. Αι σχετικαί δηλώσεις και συλληπητήριαι ευχαί ηγετών ξένων κρατών μαρτυρούν του λόγου το αληθές”, πρόσθεσε.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε πως “ανατραφείς παιδιόθεν εις τους κόλπους της Εκκλησίας αρχομένης της ιερατικής του πορείας από την ιστορική Μονή του Αγίου Νεοφύτου, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, διακρίθη για την βαθιάν πίστην και την ιδιαίτερα έγνοιαν την οποίαν επέδειξεν προς διαφύλαξην της ιεράς παρακαταθήκης της αποστολικής και πατερικής ορθοδόξου πίστεως”.

“Επιδεικνύοντας, ως λειτουργός της, ιδιαίτερον ζήλον, συνέδεσεν τη δράσην του με σημαίνουσες αποφάσεις και πρωτοβουλίες, που καθόρισαν την πορείαν και την αποτελεσματικήν επιτέλεση της αποστολής της Αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Κύπρου”, σημείωσε.

Όπως είπε, “είναι αρκούντως υποδηλωτικό της νέας εποχής εις την οποία οδήγησε την Εκκλησίαν της Κύπρου, μια σειρά μεταρρυθμίσεων δια των οποίων απεκατεστάθη η διοικητική και κανονική τάξης, με την επανασύσταση και τη δημιουργία Μητροπόλεων και Επισκοπών, την αντίστοιχη αύξηση των μελών της Ιεράς Συνόδου και τη σύνταξη και εφαρμογή νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας”.

Πρόσθεσε πως “το εξίσου σημαντικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της ποιμαντορικής του δράσης, η οποία συνέπεσε με κρίσιμα δια την Ορθοδοξία γεγονότα,  επέτυχε μέσα από την σθεναράν του στάση, να διαφυλάξει ακέραιο το ανεξάρτητο του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Κύπρου, μακράν πάσης εξωτερικής επιρροής ή εξαρτήσεως”.

Τούτο, ανέφερε, “επέτρεψε εις την Εκκλησίαν της Κύπρου να έχει πρωτεύοντα ρόλον εις τα θεολογικά και πνευματικά δρώμενα σε πανορθόδοξο επίπεδο, αλλά και εις την προώθηση της συνεργασίας θρησκειών και πολιτισμών επ’ αγαθό της χειμαζομένης από προβλήματα ανθρωπότητος”.

Σημείωσε πως “πέραν της οργανώσεως και της διοικήσεως της Εκκλησίας της Κύπρου, αρώμενος στο ύψος των ευθυνών του ως Προκαθημένου, ενέσκηψε με ιδιαιτέραν αφοσίωση στην πνευματική ανύψωση και την ηθική καλλιέργεια του κλήρου και του λαού”.

Είπε πως “εντός των αυτών πλαισίων ήτο και η ίδρυση, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας και εν συνεχεία ομοφώνου αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας της Κύπρου. Μία υψίστης σημασίας Σχολή, η οποία από την δημιουργίαν της απετέλεσε το κέντρο της θεολογικής παιδείας δια την πατρίδα μας”.  

Προς τον αυτόν σκοπό και η αποφασιστική συνεισφορά του στην ανέγερση δεκάδων ναών, μεταξύ των οποίων αποτελεί και ο εμβληματικός Καθεδρικός ναός που σήμερον τελείται η εξόδιος ακολουθία του ιδίου, συνέχισε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.

Επίσης αναφέρθηκε στην επιτευχθείσα με το Κράτος συμφωνία για αξιοπρεπή διαβίωση του ιερού κλήρου και στην επιμέλεια που επέδειξε ο Αρχιεπίσκοπος εις την  διαφύλαξη και διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Καρπός αυτής της πίστεως και του ιδικού του ενδιαφέροντος υπήρξε ο εντοπισμός και επαναπατρισμός σημαντικού μέρους κλαπέντων θρησκευτικών και άλλων θησαυρών της κατεχόμενης πατρίδος μας, πρόσθεσε.

Είπε πως  ο Αρχιεπίσκοπος “διεκρίθην και δια την λελογισμένην και συνετήν διαχείρισην των οικονομικών και περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας της Κύπρου”.

“Χάριν στον δυναμισμόν και την αποφασιστικότητά του, αντιμετώπισε με τον πλέον επιτυχήν τρόπο την οικονομική κρίσην που η πατρίδα μας αντιμετώπισε σαν αποτέλεσμα της οποίας διετηρήθη παράλληλα με το αυτόκεφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου και η οικονομική αυτοτέλεια και πάλιν προς όφελος του ποιμνίου του”, ανέφερε.

Είπε πως είναι ακριβώς χάριν αυτής της ευρωστίας που ήταν πάντοτε αρωγός και προστάτης των οικονομικά ευάλωτων και δυσπραγούντων συνανθρώπων μας.

Ανέφερε ακόμη ότι η υπόμνηση και μόνο της ανέγερσης εστιών προς επίλυση των προβλημάτων στέγασης των φοιτητών, είναι ενδεικτική του κοινωφελούς κληροδοτήματος που καταλείπει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος.

Ο  Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως κατά την ενάσκηση των προεδρικών του καθηκόντων είχα το προνόμιο να γνωρίσω έναν Ιεράρχη που τον διέκρινε η γνησιότητα και το ασυμβίβαστο ενός άκαμπτου πατριώτη, που κύρια έγνοια του ήταν η φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού, χωρίς ποτέ να παραγνωρίζει τα δικαιώματα των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας.

“Επιθυμία του πάντοτε ήτο η ειρηνική επίλυση του Κυπριακού, που θα οδηγούσε στην επανένωση και απελευθέρωση της πατρίδος μας από τα κατοχικά στρατεύματα, τις όποιες ξένες εξαρτήσεις και τη δημιουργία ενός κράτους που θα μπορούσε να λειτουργήσει με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συνόλου των πολιτών”, ανέφερε.

Πρόσθεσε πως “είχα την τιμή να γνωρίσω έναν Ιεράρχη που δεν εδίσταζε ευθέως να εκφέρει την άποψη του, ανεξαρτήτως εάν τούτο θα εδυσαρεστούσε τον συνομιλητή του ή και μέρος της κοινωνίας”.

“Είναι εντός αυτών των πλαισίων που ανεπτύχθη μια άριστη και ειλικρινής μεταξύ μας συνεργασία, ακόμη και εκεί όπου ενδέχετο να υπήρχαν διαφωνίες ως προς χειρισμούς ή και αποφάσεις. Αυτό που υπερείχε των σχέσεων μας ήτο ο αλληλοσεβασμός”, ανέφερε.

Πρόσθεσε πως “αναμφίβολα, ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β,’ διαδεχόμενος την πλειάδα των εκλεκτών και άξιων προκατόχων του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, έχοντας πλήρη συνείδηση της αποστολής του, επέτυχε να θέσει τη δική του ανεξίτηλη προσωπική σφραγίδα και να δώσει συνέχεια στη μακραίωνη παράδοση που θέλει την Εκκλησία να συνδέεται άρρηκτα με τη φυσική και εθνική επιβίωση του Ελληνισμού της Κύπρου”.

“Η προσήλωση στις παρακαταθήκες, ως επίσης η συνέχεια του βηματισμού που ακολούθησε συνειδητά ο ακαταπόνητος Πρωθιεράρχης, αποτελεί τον γνώμονα και τον καλύτερο οδηγό εις την εκπλήρωση του δικού μας χρέους προς τη δοκιμαζόμενη μας πατρίδα”, ανέφερε, εκφράζοντας βαθύτατη θλίψη για την αποδημία του Αρχιεπισκόπου.

Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας

Στον επικήδειο της λόγο στον καθεδρικό ναό του Αποστόλου Βαρνάβα, η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, απέτισε φόρο τιμής στον εκλιπόντα, «ο οποίος κατέλιπε ιστορικής σημασίας έργο για την Εκκλησία της Κύπρου, τη μόνη που έλαβε το αυτοκέφαλο με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου και ανά τους αιώνες ανέδειξε σεπτή χορεία Ιεραρχών, οι οποίοι όχι απλώς αφιέρωσαν τη ζωή τους στη διακονία του έθνους, αλλά σε ζοφερούς και χαλεπούς καιρούς δεν δίστασαν να τη θυσιάσουν».

«Η μαρτυρική τους αυτή προσφορά προετοίμασε και ενέπνευσε τους αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού για ελευθερία και αξιοπρέπεια», είπε υπενθυμίζοντας τον τον στίχο του ποιητή του 19ου αιώνα, Βασίλη Μιχαηλίδη, γραμμένους στη γνήσια και ρωμαλέα τοπολαλιά: «Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου / Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!». Ή τα λόγια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, «έχουμε βαθιές ρίζες και δεν είναι εύκολο να ξεριζωθούν ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία από την Κύπρο».

Όπως είπε, Ελληνισμός και Κύπρος, άλλωστε, αποτελούν έννοιες αλληλένδετες, βασισμένες σε δύο ακατάλυτα μέσα στον χρόνο στοιχεία: θρησκεία και γλώσσα. «Εδώ, στη λαμπερή αυτή Νήσο της Μεσογείου, συναντήθηκαν οι αρχαίες φιλοσοφικές αναζητήσεις για το αληθές και το δίκαιο με τη διδασκαλία του χριστιανισμού περί θείου Λόγου – μια συνάντηση που δημιούργησε έναν απαράμιλλο πνευματικό πολιτισμό με διαχρονική και πανανθρώπινη αξία», πρόσθεσε.

Η κ. Σακελλαροπούλου σημείωσε ακόμη πως η Εκκλησία της Κύπρου, εκτός από την μεγάλη σημασία της για την επιβίωση και την ανάπτυξη του Κυπριακού Ελληνισμού, υπήρξε πάντοτε συνοδοιπόρος της μητέρας όλων των ορθοδόξων Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, καθώς και των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας. Συμμετείχε, εξάλλου, στο μεγαλύτερο εκκλησιαστικό γεγονός του 21ου αιώνα, στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας που έγινε στην Κρήτη, και αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ουκρανίας.

«Αυτή είναι η παράδοση, η θέση και η αποστολική ταυτότητα της Εκκλησίας της Κύπρου, τις οποίες διαφύλαξε ως κόρην οφθαλμού και καλλιέργησε, χάρη στην ακάματη προσφορά, τη γενναιότητα, το θάρρος και το ισχυρό θρησκευτικό και εθνικό του αισθητήριο ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κυρός Χρυσόστομος Β’», είπε η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και κατέληξε: «Την μοναδική αυτή ταυτότητα καλούνται τώρα να υπηρετήσουν, συναισθανόμενοι το ιστορικό βάρος που θα κληθούν να άρουν, οι επιγενόμενοι. Είμαι βέβαιη ότι, ακολουθώντας την στέρεη παρακαταθήκη του εκλιπόντος, θα σταθούν στο ύψος του αρχαίου αυτού Αρχιεπισκοπικού Θρόνου του μείζονος Ελληνισμού».