Μη αποδεκτά από 1η Νοεμβρίου αιτήματα που θα οδηγήσουν σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό

Από την 1η Νοεμβρίου τα όποια νέα αιτήματα που θα οδηγήσουν σε σημαντικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό να μην γίνουν αποδεκτά, λέει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, δήλωσε πως έχει λάβει την απόφαση και θα εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο για να προχωρήσει στη λήψη της σχετικής απόφασης όπως από την 1η Νοεμβρίου τα όποια νέα αιτήματα, τα οποία θα οδηγήσουν σε σημαντικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό, να μην γίνουν αποδεκτά.

Ο Πρόεδρος, ο οποίος μιλούσε κατά την έναρξη σήμερα στη Λευκωσία της διήμερης 18ης Συνόδου του Economist, με τίτλο “Navigating the crisis through mastery and inclusiveness” ανέφερε πως “αιτήματα βεβαίως τα οποία είναι δικαιολογημένα και δεν επηρεάζουν αρνητικά τους προϋπολογισμούς ή τους σχεδιασμούς μας, βεβαίως όπως πράξαμε μέχρι σήμερα θα εξεταστούν με θετικό πρόσημο, όπως και νέα μέτρα στήριξης των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα των ευάλωτων ομάδων λόγω της υφισταμένης πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης”. 

Ο Πρόεδρος είπε ακόμη πως “όπως υπεύθυνα πολιτευτήκαμε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής μας το ίδιο υπεύθυνα θα παραδώσουμε την εξουσία, θα συνεχίσουμε να είμαστε υπεύθυνοι παρά αρεστοί σε όλους και συνεπείς ως προς τη δημοσιονομική μας πολιτική, ούτως να μην παραδώσουμε το κράτος που παραλάβαμε το 2013”.

Ξεκινώντας την ομιλία του, ο Πρόεδρος αναφέρθηκε στην πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον πληθωρισμό, λέγοντας ότι η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη νέα κρίση με την ίδια ευαισθησία και σοβαρότητα, όπως αυτή του 2013 και του 2020 και εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι και πάλι μέσα από την πολιτική που ακολουθούμε θα εξέλθουμε πιο δυνατοί.

“Και τούτο, διότι θέσαμε τα θεμέλια για μια ανθεκτική οικονομία, μέσω της συνεχής διαφοροποίησης και εκσυγχρονισμό του οικονομικού μας μοντέλου και την επιτυχή υλοποίηση στοχευμένων δράσεων, όπως, μεταξύ άλλων, η νέα εθνική στρατηγική για προσέλκυση επιχειρήσεων και η ενίσχυση της ελκυστικότητας και ανταγωνιστικότητας τομέων, όπως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η ναυτιλία, ο τουρισμός, η υψηλή τεχνολογία, η έρευνα και καινοτομία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειες και η υγεία”, είπε.

Αναφέρθηκε επίσης στις “σημαντικές μεταρρυθμίσεις για εκσυγχρονισμό του Κράτους που συμπληρώνουν τους πιο πάνω σχεδιασμούς, με την υλοποίηση διοικητικών μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία Υφυπουργείων και σωρείας άλλων μεταρρυθμίσεων στους τομείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ενέργειας, δικαιοσύνης, της ενέργειας, παιδείας και γεωργίας, με την εφαρμογή του ΓεΣΥ, του ΕΕΕ, τη διασφάλιση συντάξεων για όλους πάνω από το όριο της φτώχειας, τη θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού και άλλα”.

Υπενθυμίζοντας στατιστικά στοιχεία, είπε ότι καταγράφουν πως η οικονομία συνεχίζει τη θετική της πορεία μετά από σημαντική ανάκαμψη και αναμένεται ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 5,7% για το 2022, μετά τις ελλειμματικές χρονιές της πανδημίας, τα δημόσια οικονομικά επιστρέφουν σε πλεονάσματα το 2023 και ο προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει πλεόνασμα τουλάχιστον 350 εκ, καταγράφεται σημαντική μείωση στο δημόσιο χρέος, το οποίο αναμένεται να υποχωρήσει στο 93,6% το τρέχον έτος και στο 87,5% το 2023, το ποσοστό ανεργίας μειώνεται και αναμένεται να κυμανθεί ελάχιστα κάτω του 7% του εργατικού δυναμικού, ενώ για το 2023 προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στο 6,4%, ο πληθωρισμός αναμένεται να ανέλθει στο 5.2%, ένα ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση που προβλέπεται στο 6,8% και οι ξένοι Οίκοι Αξιολόγησης – και αυτό είναι το πιστοποιητικό της ορθής οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε – συνεχίζουν να αναβαθμίζουν τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Κύπρου.

Είπε ότι η συνετή δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους σταθερότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για λήψη αποφάσεων στήριξης των επιχειρήσεων, εργοδοτούμενων και, το σημαντικότερο, των ευάλωτων συμπολιτών μας σε περιόδους ανάγκης, χωρίς, παράλληλα, να τίθεται σε κίνδυνο η πρόσβαση στη χρηματοδότηση του Κράτους ή η υποβάθμιση της αξιοπιστίας του από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς Οργανισμούς και Οίκους Αξιολόγησης.

Και είναι αυτή, είπε, η οικονομική διαχείριση της Κυβέρνησης που μας επέτρεψε να στηρίξουμε τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και τις ευάλωτες ομάδες κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, αλλά και της παρούσας, με ποσά ύψους 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αφορούσαν την περίοδο της πανδημίας, αλλά και 350 εκατομμυρίων λόγω της παρούσας κρίσης, αντίστοιχα, όπως μας επέτρεψε επίσης να υποβάλουμε για το 2023 έναν αυξημένο προϋπολογισμό κατά 500 εκατομμύρια ευρώ σε σύγκριση με το 2022, με αυξημένες αναπτυξιακές δαπάνες κατά 12% και ενίσχυση των δαπανών για κοινωνική προστασία κατά 4%.

Αναφερόμενος στον προϋπολογισμό, είπε ότι παραμένει ο τελευταίος που ως Κυβέρνηση καταθέσαμε, λέγοντας ότι “όταν παρέλαβα την εξουσία το 2013 τα ρευστά διαθέσιμα αρκούσαν για τις δημόσιες δαπάνες ενός μηνός. Στην ουσία βρισκόμασταν στο στάδιο της χρεωκοπίας, με 17% ανεργία, αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και μια οικονομία στην κατηγορία των «σκουπιδιών», η οποία δεν μπορούσε να προβεί σε δανεισμό από τις διεθνείς αγορές”.

Το να παραδώσουμε, πρόσθεσε, μια εύρωστη οικονομία, με πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, σημαντικά μειωμένη ανεργία, παρά τις κρίσεις του 2013, του 2020 και αυτή που διάγουμε τώρα, που είναι ίσως η σοβαρότερη, αποτελούσε συνειδητή απόφαση ευθύνης έναντι του συνόλου του λαού.

“Και είναι αυτή η ίδια αίσθηση ευθύνης που δεν μας επιτρέπει τώρα, 5 μήνες πριν την παράδοση της διακυβέρνησης, να προβούμε σε κινήσεις, οι οποίες ναι μεν θα ικανοποιούσαν ενδεχόμενα σωρεία νέων αιτημάτων οικονομικής υφής, αλλά θα εκτροχιάζουν τη δημοσιονομική πολιτική και θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της οικονομικής μας πολιτικής”.

Εξέφρασε λύπη ” που ακούω αναφορές για μια δήθεν ανάλγητη Κυβέρνηση η οποία δεν επαναφέρει πολιτικές που είχαν ληφθεί όχι επί των ημερών μας αλλά επί διακυβέρνηση εκείνων που μας επικρίνουν, όπως η ΑΤΑ, που αποκαταστάθηκε από την παρούσα διακυβέρνηση, ή η αποκοπή του 12% στις συντάξεις όσων αποχωρούν από την εργασία τους στο 63ο έτος, με απόφαση που λήφθηκε επί ημερών της προηγούμενης Κυβέρνησης”.

Αντιλαμβάνομαι, είπε, πως βρισκόμαστε εν μέσω μιας προεκλογικής περιόδου και ο κάθε υποψήφιος μπορεί να υπόσχεται ό,τι επιθυμεί ή πως θα ικανοποιήσει το όποιο αίτημα, κοστολογημένο ή μη και πρόσθεσε “όπως υπεύθυνα πολιτευθήκαμε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης μας, το ίδιο υπεύθυνα θα παραδώσουμε την εξουσία. Θα συνεχίσουμε να είμαστε ωφέλιμοι παρά αρεστοί σε όλους και συνεπείς ως προς τη δημοσιονομική μας πολιτική, ούτως ώστε να μην παραδώσουμε το κράτος που παραλάβαμε το 2013”.

Ως εκ τούτου, είπε, “έχω λάβει την απόφαση και θα εισηγηθώ στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως λάβει σχετική απόφαση όπως από την 1η Νοεμβρίου όποια νέα αιτήματα, τα οποία θα οδηγήσουν σε σημαντικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό να μην γίνουν αποδεκτά. Αιτήματα, τα οποία είναι δικαιολογημένα και δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τους προϋπολογισμούς ή τους σχεδιασμούς μας, βεβαίως, όπως πράξαμε μέχρι τώρα, θα εξεταστούν με θετικό πρόσημο. Ή και νέα μέτρα στήριξης των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα των ευάλωτων ομάδων, λόγω της υφιστάμενης πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης”.

Ο Πρόεδρος είπε ότι έχουμε θέσει τα θεμέλια για επίτευξη βιώσιμης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, όπως αναγνωρίζεται τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι καταγράφουν την ίδια στιγμή την ισχυρή δυναμική της Κυπριακής οικονομίας, μια δυναμική που ενισχύεται και από τα όσα προβλέπονται στον οδικό χάρτη του Σχεδίου «Κύπρος-το αύριο».

Το χαρακτήρισε ένα κληροδότημα για τους επόμενους και ένα σχέδιο το οποίο προβλέπει την άντληση ενός ποσού ύψους 4,4 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2021 – 2026, και αναμένεται να προσθέσει ένα επιπλέον ποσοστό ύψους 7% στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, με την παράλληλη δημιουργία πέραν των 11 χιλιάδων καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας.

Ένα σχέδιο το οποίο, συνέχισε, μέσω πέντε πυλώνες πολιτικής, περιλαμβάνει 58 κρίσιμες και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και 76 ουσιαστικές επενδύσεις, όπως πχ διεύρυνση της παραγωγικής βάσης μέσω της ενίσχυσης του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μέσα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την επίσπευση των αδειοδοτικών διαδικασιών και την παροχή κινήτρων, στοχευμένη στήριξη νεοφυών και καινοτόμων μονάδων, προώθηση της πράσινης και κυκλικής οικονομίας, διαφοροποίηση και ενίσχυση του τουριστικού προϊόντος, εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και των τοπικών Αρχών και μεταρρύθμιση και βελτίωση της αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος.

Αναφερόμενος στις τελευταίες “οικονομικές και ενεργειακές εξελίξεις, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, της απαράδεκτης εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία” είπε ότι αυτό που διαπιστώνεται από πολλούς είναι ότι πλέον καθίσταται πιο αναγκαίος από ποτέ ο συντονισμός των πολιτικών και δράσεων μας προς αντιμετώπιση των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, ιδιαίτερα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη και τις συνακόλουθες επιπτώσεις λόγω της επιβολής των κυρώσεων.

Και τούτο, είπε, ώστε να μην υιοθετούνται αλληλοσυγκρουόμενες πολιτικές μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και όχι μόνο.

Ανέφερε ότι ως εκ τούτου, θέση μας είναι πως η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να είναι συμπληρωματική της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή τα μέτρα που λαμβάνουν οι Κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση των τιμών στην ενέργεια θα πρέπει να είναι καλά σχεδιασμένα, ώστε να μη προσθέτουν κι’ άλλο στις πληθωριστικές πιέσεις, η στήριξη θα πρέπει να είναι προσωρινή και στοχευμένη σε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι καλά μελετημένες και καλά στοχευμένες, λαμβάνοντας υπόψη και εθνικές ιδιαιτερότητες, μεγιστοποιώντας τις επιπτώσεις στην οικονομία της Ρωσίας και ελαχιστοποιώντας τις επιπτώσεις στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ούτως ώστε να τερματιστεί από υποτιθέμενους «σύμμαχους» η μη συμμόρφωση με κυρώσεις, η οποία διαβρώνει την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων, με παράλληλη αποκόμιση κερδών εις βάρος των ευρωπαϊκών οικονομιών που τις εφαρμόζουν.

Επίσης, είπε ότι σε σχέση με πρόταση αριθμού κρατών μελών για καθορισμό ανώτατου ορίου τιμής του φυσικού αερίου σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να διασφαλίσουμε πως θα έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, δεν θα δημιουργεί ανισορροπίες στην αγορά ενέργειας, ούτε φυσικά προηγούμενο σε σχέση με πρακτικές που πρέπει να ακολουθούνται υπό συνήθεις συνθήκες αγοράς και την ίδια στιγμή, θα πρέπει να διασφαλίζει την ενεργειακή ασφάλεια των Κρατών Mελών, να μην οδηγεί τους προμηθευτές φυσικού αερίου προς χώρες που θα συνεχίζουν να αγοράζουν σε ψηλότερες τιμές και να μην αποτρέπει επενδύσεις σε υποδομές φυσικού αερίου που μπορούν να ενισχύσουν την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού μας.

Θα πρέπει επίσης, πρόσθεσε ο Πρόεδρος, να εξεταστούν επιλογές για το πώς μπορεί να γίνει χρήση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών [Emissions Trading System – ETS] για την αντιμετώπιση των σημερινών υψηλών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, διατηρώντας ταυτόχρονα τον ρυθμό ανάπτυξης της πράσινης μετάβασης. Είπε ακόμη ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, καθώς και στην αύξηση του αναπτυξιακού δυναμικού με βιώσιμο τρόπο, διευκολύνοντας έτσι και το έργο της νομισματικής πολιτικής να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας και θα πρέπει να υπάρξει απλούστευση των διαδικασιών, ιδίως όσον αφορά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότερη εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων.

Κλείνοντας την ομιλία του, είπε ότι “αυτό για το οποίο νιώθω ήσυχη τη συνείδηση και καταληκτικά αναφέρω είναι πως θα παραδώσουμε στην επόμενη διακυβέρνηση ένα πετυχημένο μοντέλο οικονομικής πολιτικής, με συγκεκριμένες μελλοντικές στοχεύσεις, μεταρρυθμίσεις και δράσεις που αναμένεται να εδραιώσουν ακόμη πιο δυναμικά τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας και να δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στις εξαίρετες προοπτικές που δημιουργούνται στους κύριους παραγωγικούς τομείς”.

“Αυτό ήταν το χρέος μου έναντι της χώρας μου και των συμπολιτών μας: H δημιουργία στέρεων θεμελίων οικονομικής ανάπτυξης, που όχι μόνο θα αποτελούν τη βάση αντιμετώπισης των όποιων απρόβλεπτων κρίσεων, αλλά θα δημιουργούν και πραγματικές προοπτικές περαιτέρω ευημερίας” κατέληξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.