Ο φόνος μιας δημοσιογράφου. Ντάρια Ντούγκινα Πλατόνοβα (1992-2022)

Η δολοφονία της Ρωσίδας δημοσιογράφου, πολιτικής επιστήμονος και ακτιβίστριας είναι, χωρίς αμφιβολία, μια τρομοκρατική ενέργεια. Είναι πιθανότατα και κάτι ακόμα. Μια μεγάλη προβοκάτσια.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Όταν διάβασα την είδηση για τη δολοφονία της Ντάρια στην οθόνη του υπολογιστή μου, το πρωί της Κυριακής, μου φάνηκε τόσο απίστευτη, που θα ήθελα, αν μπορούσα, να την πάρω τηλέφωνο και να τη ρωτήσω: «Μα πώς έγινε αυτό; Ποιοι σε σκότωσαν;»

Μου φάνηκε απίστευτη η είδηση γιατί η Ντάρια ήταν η ενσάρκωση της ζωής, το αντίθετο ακριβώς του θανάτου. Μια πολύ δυναμική νέα γυναίκα, πολύ έξυπνη, πολύ όμορφη, πολύ μορφωμένη και κυρίως αποφασισμένη αγωνίστρια για τις ιδέες της – είτε συμφωνεί κανείς, είτε διαφωνεί μαζί τους – και για την πατρίδα της. Ιδέες και πατρίδα στις οποίες θυσίασε τη ζωή της, τόσο πρόωρα.

Η δολοφονία της Ρωσίδας δημοσιογράφου, πολιτικής επιστήμονος και ακτιβίστριας Ντάρια Ντούγκινα-Πλατόνοβα και η παρολίγον δολοφονία του πατέρα της, Αλεξάντρ Ντούγκιν, φιλόσοφου με σημαντική επιρροή στη ρωσική κοινή γνώμη και τις ένοπλες δυνάμεις της, στα περίχωρα της Μόσχας, στην ίδια την καρδιά της Ρωσίας είναι, χωρίς αμφιβολία, μια τρομοκρατική ενέργεια, ένα πολιτικό έγκλημα εναντίον δύο προσώπων όχι για δράση που είχαν, ή για αποφάσεις που αυτοί έλαβαν, αλλά για τις ιδέες τους. Μια πράξη δηλαδή εντελώς καταδικαστέα από την άποψη του «δυτικού πολιτισμού» και όσων τον επικαλούνται.

Της δολοφονίας προηγήθηκε εξάλλου η συμπερίληψη της Ντάρια στις αμερικανικές κυρώσεις για «παραπληροφόρηση». Όχι δηλαδή για πράξεις της, αλλά για το πώς έκανε τη δημοσιογραφική και πολιτική της δουλειά και τις ιδέες που εξέφραζε. Λέγεται μάλιστα ότι αυτό που ενόχλησε τρομερά ήταν το τελευταίο ρεπορτάζ της από το μαρτυρικό Ντονμπάς.

Είναι πιθανότατα και κάτι ακόμα. Μια μεγάλη προβοκάτσια με παγκόσμια σημασία, εμβέλεια και πιθανές συνέπειες. Έρχεται έτσι να προστεθεί στην άλλη προβοκάτσια που εξελίσσεται τώρα στο πυρηνικό εργοστάσιο της Ζαπορίζια και άλλα γεγονότα. Κινδυνεύει έτσι να αποδειχθεί ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα γεγονότων που θα μπορούσαν, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, να μας φέρουν κοντύτερα στον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην καταστροφή της ανθρωπότητας δηλαδή.

Και, προτού βιαστείτε να χαρακτηρίσετε τον συγγραφέα αυτών των γραμμών ως ακραίο, υπερβολικό ή κινδυνολόγο, σας θυμίζω ότι δεν είμαι εγώ, αλλά πρόσωπα με πολύ καλύτερη πληροφόρηση από μένα που έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό για τη σημερινή παγκόσμια κατάσταση, όπως ο Χένρι Κίσινγκερ («στο κατώφλι του πολέμου Αμερικής και Ρωσίας»), ο ΓΓ του ΟΗΕ Γκουτέρες («απέχουμε ένα λάθος υπολογισμό από τον πυρηνικό πόλεμο»), ο καθηγητής Μερσχάιμερ («παίζουμε με τη φωτιά στην Ουκρανία»).

Η Ντάρια

Μοναχοπαίδι ενός ζευγαριού «αιρετικών» Ρώσων διανοουμένων, που τόσο συχνά στην ιστορία αυτής της χώρας έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, εκφράζοντας ιστορικές ανάγκες και διαφορετικές εκδοχές του μέλλοντός της, σε περιόδους ιδίως που η ρώσικη κοινωνία έμοιαζε άφωνη, άμορφη και παραδομένη, όπως την επαύριο της σοβιετικής κατάρρευσης. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που σφραγίστηκε από τις ταραχώδεις αναζητήσεις του πατέρα της και την πολύ ισχυρή προσωπικότητα και του Αλεξάντρ και της δεύτερης συζύγου του και μητέρας της Ντούγκινα, επίσης φιλοσόφου Νατάλιας Μελέντιεβα, των δύο γονιών της, που η ενίοτε ανυπόφορη διαλεκτική της ανθρώπινης τραγωδίας, τους άφησε τώρα απαρηγόρητα ορφανούς από το χέρι, όπως όλα δείχνουν, μιας νεοναζίστριας Ουκρανής εθνικίστριας.

Η Ντάρια ήταν ο καλύτερος οπαδός των ιδεών του πατέρα της και σταδιακά εξελίχθηκε στον καλύτερο πρεσβευτή τους, και στη Ρωσία και διεθνώς. Άρχισε σταδιακά να υιοθετεί το επίθετο Πλατόνοβα, που απηχούσε τον «έρωτα» του πατέρα της και της ίδιας για την αρχαία Αθήνα και Ελλάδα και, ιδίως, ορισμένα ρεύματα της αρχαιοελληνικής σκέψης, όπως ο νεοπλατωνισμός. Όταν τη ρώτησα γιατί το έκανε μου απάντησε ότι είχε βαρεθεί, δεν ήθελε να την αντιμετωπίζουν όχι ως ανεξάρτητη προσωπικότητα, αλλά ως προέκταση του πατέρα της και των ιδεών του. Είμαι βέβαιος ότι είχε τα προσόντα, αν δεν κοβόταν τόσο πρόωρα το νήμα της ζωής της, να δημιουργήσει με τον καιρό τη δική της, ανεξάρτητη και ιδιαίτερη συμβολή στη ρωσική πολιτική και ιδεολογία.

Στην Αθήνα στο δημοψήφισμα

Τη γνώρισα το 2015, στις αρχές της δημοσιογραφικής της καριέρας, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα να καλύψει την ελληνική/ευρωπαϊκή κρίση. Είχε έρθει στην Αθήνα με το τηλεοπτικό συνεργείο ενός ρώσικου καναλιού να καλύψει την ελληνική/ευρωπαϊκή κρίση που πήγαινε τότε στο αποκορύφωμά της, μαζί και το παγκόσμιο ενδιαφέρον γι’ αυτή και μου ζήτησε να τη βοηθήσω να πάρει μερικές συνεντεύξεις και να οργανώσει τα ρεπορτάζ της.

Ήταν μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα, ο αγώνας της κατά των μνημονίων και των δανειακών κι ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν αιχμαλωτίσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον και τις παγκόσμιες ελπίδες. Από τη Γαλλία στη Βενεζουέλα, από τη Γερμανία στη Ρωσία και από την Ιαπωνία μέχρι τη μαύρη Αφρική, το ελληνικό ήταν το κύριο ζήτημα συζήτησης. Δυστυχώς βέβαια, στην ίδια την Αθήνα, δεν υπήρχε κανείς που να δουλέψει αυτόν τον παράγοντα συστηματικά, ώστε να φτιάξει διεθνές κλίμα και συμμαχίες απαραίτητες για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, ακόμα περισσότερο για ρήξη.

Θυμάμαι τη Ντάρια να ρουφάει κυριολεκτικά πληροφορίες και αναλύσεις, με την περιέργεια που συναντά κανείς μόνο σε μικρά παιδιά, στην επιμονή τους να σου κάνουν ερωτήσεις μέχρι να διευκρινίσουν ολότελα στο μυαλό τους κάποιο θέμα. Μαζί παρακολουθήσαμε στο καφενείο της πλατείας Συντάγματος τις τηλεοράσεις να αναγγέλλουν το 61% το βράδυ της 5ης Ιουλίου. Μαζί είδαμε στη συνέχεια τον Τσίπρα να εμφανίζεται στη μικρή οθόνη, όχι με τον αέρα πολιτικού ηγέτη που είχε μόλις καταγάγει έναν ιστορικό θρίαμβο, αλλά μάλλον με πρόσωπο ανθρώπου που πάει σε μνημόσυνο. Και προσπαθήσαμε, αργότερα, να αποκρυπτογραφήσουμε τι γινόταν τρώγοντας σε ένα εστιατόριο της Πλάκας. Θα την ξανασυναντούσα αρκετές φορές αργότερα κατά τις επισκέψεις μου στη Ρωσία. Είχε ήδη επεκτείνει τα δημοσιογραφικά ενδιαφέροντά της σε αρκετές χώρες της Μέσης Ανατολής.

Ξεκινήσαμε αυτό το άρθρο αναφερόμενοι στη μεγάλη διεθνή πολιτική σημασία της δολοφονίας. Στο επόμενο άρθρο μας θα αναφερθούμε εκτενέστερα σε αυτή και, σε άλλη ευκαιρία, θα μιλήσουμε και για τον κόσμο του Αλεξάντρ Ντούγκιν και τη σχέση του με την Ελλάδα.