Ελληνική Τράπεζα: Κέρδη παρά την πανδημία και ρεκόρ νέου δανεισμού

Καθαρά κέρδη (μετά τη φορολογία) €50,5 εκατομμυρίων ανακοίνωσε για το έτος 2020 η Ελληνική Τράπεζα, καταγράφοντας τρεις σερί κερδοφόρες imagewχρονιές, παρά την πανδημία του κορωνοϊού και τις αυξημένες προβλέψεις €67 εκατ. εκ των οποίων τα €43 εκατ. σχετίζονται με τον αντίκτυπο της πανδημίας.

Η Ελληνική παρουσίασε οριακή αύξηση στον δείκτη Κύριων Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1), ο οποίος ανήλθε στο 20,1% στο τέλος του 2020, ενώ ο δείκτης συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώθηκε στο 22,3%.

Οι μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις (ΜΕΧ) στο τέλος του 2020 διαμορφώθηκαν στα €1,1 δισ (εξαιρουμένων των ΜΕΧ που καλύπτονται από το Σχέδιο Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων ΠΠΣ), με τον δείκτη των ΜΕΧ έναντι των συνολικών δανείων να ανέρχεται στο 15,7% και των καθαρών ΜΕΧ (μετά τις προβλέψεις) να περιορίζεται στο 2,8% . Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΧ διαμορφώθηκε στο 46% και στο 59% (εξαιρουμένων των ΜΕΧ υπό το ΠΠΣ).

Παράλληλα, η Ελληνική πέτυχε ιστορικό ρεκόρ νέων δανείων, παραχωρώντας συνολικά €1.05 δις νέες χορηγήσεις σε σύγκριση με €812 εκατ. το 2019, παρά την πανδημία, με τον μεταβατικό Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή της τράπεζας Φοίβο Στασόπουλο να χαρακτηρίζει το 2020 ως «ένα πραγματικό stress test για σχεδόν όλες τις εταιρείες σε όλους τους κλάδους στον κόσμο».

«Τα ετήσια αποτελέσματα της Τράπεζας για το 2020 επιδεικνύουν την ανθεκτικότητα του επιχειρηματικού μας μοντέλου και την πολύ καλή οικονομική μας θέση σε μια περίοδο αβεβαιότητας», ανέφερε ο κ. Στασόπουλος, προσθέτοντας ότι «κατά το 2020 το  σύνολο  των νέων χορηγήσεων ξεπέρασε το €1 δισ, καθιστώντας το 2020 τη χρονιά με τον ψηλότερο δανεισμό για την Ελληνική Τράπεζα».

Μάλιστα, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων κατά τη διαδικτυακή παρουσίαση των αποτελεσμάτων, ο κ. Στασόπουλος ανέφερε πως το λιανικό τμήμα αποτελούσε το ένα τρίτο του νέου δανεισμού, το οποίο ενισχύθηκε και από το κυβερνητικό σχέδιο επιδότησης ενοικίου ιδιαίτερα για ιδιοκατοίκηση.

«Έχουμε ένα σημαντικό κομμάτι που αφορά τις επιχειρήσεις όπου και εδώ βοήθησε το σχέδιο της Κυβέρνησης, όχι σε μεγάλο βαθμό», είπε εξηγώντας ότι τον νέο επιχειρηματικό δανεισμό ώθησε «η εμπλοκή μας σε κάποιες πιο μεγάλου μεγέθους χρηματοδοτήσεις που αφορούν έργα υποδομής και χρηματοδοτήσεις στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο οποίος είναι ένας από τους κύριους τομείς δραστηριότητάς μας».

Τόνισε όμως ότι το γεγονός ότι η τράπεζα διαθέτει υψηλούς δείκτες κεφαλαίων και υπερβολική ρευστότητα «δεν θα μας βάζει στον πειρασμό να δανείσουμε σε πιο υψηλού πιστωτικού κινδύνου ευκαιρίες, διότι μάθαμε από τα λάθη του παρελθόντος».

Αναμένονται εξελίξεις εντός του 2021 για πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΧ

Οι συνολικές ΜΕΧ της Ελληνικής Τράπεζας στο τέλος του 2020 υποχώρησαν στα €1,5 δις σε σύγκριση με €2.276 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2019, σημειώνοντας μείωση ύψους 34%, ενώ οι ΜΕΧ εξαιρουμένου αυτών που καλύπτονται από το ΠΠΣ, ανήλθαν σε €1.1 δισ. στις 31 Δεκεμβρίου 2020 και σε €1.8 δισ. στις 31 Δεκεμβρίου 2019).

Η μείωση των κόκκινων δανείων οφείλεται σε περίπου €0,6 δισ. μη συμβατικών διαγραφών που πραγματοποιήθηκαν το 2020, καθώς και στις αποπληρωμές για εξυγίανση που ανήλθαν σε περίπου €200 εκατ. κατά το 2020, αντισταθμίζοντας τις αυξήσεις των ΜΕΧ κυρίως λόγω των νέων αθετήσεων και των δεδουλευμένων τόκων, όπως αναφέρεται.

Παράλληλα, όπως αναφέρεται στα αποτελέσματα, η τράπεζα το 2020 προχώρησε στην εκτέλεση δύο μικρότερων συναλλαγών ΜΕΧ συνολικού ύψους €160 εκατ. συμβατικών χορηγήσεων με ακαθάριστη λογιστική αξία €50,5 εκατ. και λογιστική αξία €8,7 εκατ. που εξακολουθεί να υπόκειται σε συνήθεις, κανονιστικές και άλλες εγκρίσεις.

Πάντως, ο κ. Στασόπουλος ανέφερε ότι η αντιμετώπιση των ΜΕΧ εξακολουθεί να είναι ένας από τους κύριους πυλώνες της στρατηγικής της τράπεζας, παρά τη σημαντική μείωση των κόκκινων δανείων το 2020.

«Συμφωνούμε και θεωρούμε ότι δεν είναι αρκετό και άρα πρέπει να κάνουμε και πιο μεγάλες κινήσεις και αξιολογούμε όλες τις επιλογές για να επιλέξουμε την πιο κατάλληλη και πιο συμφέρουσα επιλογή. Εντός του 2021 θεωρώ ότι θα έχουμε εξελίξεις σε αυτό τον τομέα», είπε.

Εξάλλου, ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Στασόπουλος χαρακτήρισε ιδιαίτερα σημαντική την προσπάθεια της Κυβέρνησης για μετατροπή της κρατικής ΚΕΔΙΠΕΣ σε κακή τράπεζα για όλο το τραπεζικό σύστημα, καθώς μια τέτοια κίνηση θα προσφέρει στους επιλέξιμους δανειολήπτες μια πιο αυξημένη ευελιξία στη διαχείριση των προβληματικών τους υποχρεώσεων.

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ελληνικής, Ανδρέας Ασσιώτης είπε η δυνητική περίμετρος των άφορά δάνεια κάτω των €350.00. «Αν η τιμή μεταφοράς κάνει ελκυστική αυτή την πράξη, τότε γενικά η δημιουργία της κακής τράπεζας είναι εξαιρετικό εργαλείο γιατί δημιουργεί μια αγορά σε ένα τομέα που δεν υπάρχουν επενδυτές».

Πάντως, ο κ. Στασόπουλος είπε πως εφόσον η τιμή μεταφοράς είναι ικανοποιητική μια ενδεχόμενη μεταφορά δεν θα είναι καθοριστική για τη μείωση των ΜΕΧ της τράπεζας, αφού «είναι μικρό το ποσοστό των ΜΕΧ» που είναι επιλέξιμα για ενδεχόμενη μεταφορά.

Ενθαρρυντικά μηνύματα από το τέλος του μορατόριουμ αναστολής δόσεων

Αναφορικά με την πορεία των δανείων που είχαν τεθεί σε μορατόριουμ δόσεων το 2020 (€2,8 δις), ο Ανώτατος Διευθυντής Διαχείρισης Κινδύνων, Τζόζεφ Αντωνίου είπε πως το επίπεδο των αποπληρωμών του χαρτοφυλακίου που το 2020 βρισκόταν σε μορατόριουμ είναι ενθαρρυντικό και ανέρχεται στο 89% για πληρωμές που έπρεπε να καταβληθούν μέχρι το τέλος Μαρτίου.

Σημείωσε ότι οι αποπληρωμές και προπληρωμές καλύπτουν το 78% του χαρτοφυλακίου, με το υπόλοιπο 22% να αφορά πελάτες με εποχιακές πληρωμές όπως τον ξενοδοχειακό τομέα και τρεχούμενους λογαριασμούς και πιστωτικές.

Όπως είπε, η έκθεση της τράπεζας στον ξενοδοχειακό τομέα ανέρχεται σε €433 εκατ εξυπηρετούμενες χορηγήσεις, με τους περισσότερους να συμμετέχουν στο μορατόριουμ. Σημείωσε πως ότι το 92% των πελατών αυτών που έπρεπε να καταβάλουν δόση μέχρι το τέλος Μαρτίου το έχουν πράξει, ενώ οι υπόλοιποι έχουν εποχικές πληρωμές που θα ακολουθήσουν σε μεταγενέστερο στάδιο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της τράπεζας, οι μεικτές χορηγήσεις σε πελάτες στις 31 Δεκεμβρίου 2020 ανήλθαν σε €6.802 εκατ., μειωμένες κατά 6% σε σύγκριση με €7.244 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2019.  Αντίστοιχα, οι καταθέσεις στο τέλος του 2020 ανήλθαν σε €14,2 δισ. (31 Δεκεμβρίου 2019: €14,6 δισ.) , με την μείωση ύψους 3% να οφείλεται κυρίως στις εκροές καταθέσεων κατά το 2020 ως επακόλουθο των αρνητικών καταθετικών επιτοκίων που εφαρμόστηκαν τον Μάρτιο του 2020 σε λογαριασμούς επιχειρηματικών πελατών/νομικών οντοτήτων.

Ο δείκτης καθαρών χορηγήσεων προς καταθέσεις διαμορφώθηκε στο 43,0% στις 31 Δεκεμβρίου 2020 (31 Δεκεμβρίου 2019: 40,9%).

Βάσει των αποτελεσμάτων, το κέρδος από τις συνήθεις εργασίας προ των προβλέψεων ανήλθε σε €125,7 εκατ. σε σύγκριση με €131,6 εκατ, το 2019, ενώ το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διαμορφώθηκε στο 1,88% στο τέλος του 2020 σε σύγκριση με 1,91% στο τέλος του 2019.

Τα συνολικά έξοδα για το 2020 ανήλθαν σε €265,6 εκατ. σε σύγκριση με €273,0 εκατ. το 2019, μειωμένα κατά 3% κυρίως λόγω χαμηλότερων διοικητικών και άλλων εξόδων. Τα έξοδα προσωπικού για το 2020 ανήλθαν σε €132,1 εκατ. και αντιπροσώπευαν το 50% των συνολικών εξόδων του Ομίλου (2019: 46%). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ο δείκτης εξόδων προς έσοδα για το 2020 διαμορφώθηκε στο 67,9% σε σύγκριση με 67,5% για το 2019 (αντανακλώντας τη μικρότερη μείωση στα συνολικά έξοδα σε σχέση με την μείωση στα συνολικά καθαρά έσοδα).

Εντός των ημερών ανακοινώσεις για τον νέο Ανώτατο Οικονομικό Διευθυντή

Εξάλλου, η σημερινή παρουσίαση ήταν η τελευταία στην παρουσία του Λαρς Κρέιμερ, ως Ανώτατου Οικονομικού Διευθυντή (ΑΟΔ), αφού μετακινείται στην Ολλανδική ΑΒΝ AMRO, με τον κ. Στασόπουλο να σημειώνει ότι ο νέος ΑΟΔ θα ανακοινωθεί εντός των επόμενων ημερών

«Η διαδικασία έτρεξε και έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και αναμένουμε σύντομα εντός των επομένων ημερών να έχουμε οριστική κατάληξη και σχετική ανακοίνωση», είπε.

Τέλος, το απόθεμα ακινήτων της τράπεζας, τα οποία ως επί το πλείστων προέκυψαν από διακανονισμό χρεών των πελατών, ανήλθαν σε €208,4 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2020 (31 Δεκεμβρίου 2019: €177,3 εκατ.). Η μεταβολή στο υπόλοιπο των αποθεμάτων ακινήτων από διακανονισμό χρεών των πελατών το 2020 περιλάμβανε προσθήκες ύψους €53,6 εκατ., πωλήσεις ύψους €18,0 εκατ. και ποσό απομείωσης ύψους €4,4 εκατ, όπως αναφέρεται.