Για τον Αντώνη Καλογιάννη

 

Του Ανδρέα Νεοφυτίδη

MILIARESI2_h_645_450Έφυγε την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου από τη ζωή και στα ογδόντα ένα του χρόνια, μια μεγάλη φωνή του σύγχρονου ελληνικού πενταγράμμου, ο Αντώνης Καλογιάννης.

Γέννημα θρέμμα των προσφυγικών συνοικισμών της ηρωϊκής και χιλιοτραγουδισμένης Καισαριανής, ο Αντώνης Καλογιάννης  άφησε πίσω του σημαντική τραγουδιστική παρακαταθήκη ως ερμηνευτής μεγάλων Ελλήνων και ξένων συνθετών όπως του Μίκη Θεοδωράκη, του Δήμου Μούτση, του Μάριου Τόκα, του Ηλία Ανδριόπουλου, του Γιώργου Χατζηνάσιου, του Ζορζ Μουστακί,  του Σπύρου Παπαβασιλείου και του Leonard Cohen κ.α, και στιχουργών όπως του Μάνου Ελευθερίου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Φώντα Λάδη, του Σαράντη Αλιβιζάτου, του Πυθαγόρα, του  Λάκη Τεάζη κ.α. Ειδικά, οι ερμηνείες του των μελοποιημένων, από τον Θεοδωράκη, μεγάλων ποιητικών συνθέσεων του Γιώργου Σεφέρη (Επιφάνια, 1937) και του Άγγελου Σικελιανού (Πνευματικό Εμβατήριο) έχουν ήδη καταγραφεί στη νεοελληνική συλλογική μνήμη ως αξεπέραστα ερμηνευτικά επιτεύγματα.

Η συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη υπήρξε περισσότερο από καθοριστική. Η φωνή του Καλογιάννη συνδέθηκε ουσιαστικά και αδιαχώριστα με εκείνα τα τραγούδια του μεγάλου συνθέτη που γράφτηκαν ή ηχογραφήθηκαν κυρίως στα χρόνια της δικτατορίας, όταν και οι δυο τους βρίσκονταν στη εξορία, στο Παρίσι κυρίως. Γνωρίστηκαν μέσα από τις τάξεις της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα και η γνωριμία τους εξελίσσεται σε στενή συνεργασία με συναυλίες (μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη) σε Ελλάδα και αρκετές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η επιβολή της στρατιωτικής χούντας, τον Απρίλιο του 1967, βρίσκει τον Καλογιάννη και τη Φαραντούρη στο εξωτερικό, οι οποίοι και συνεχίζουν να τραγουδούν Θεοδωράκη από ένα άλλο βάθρο πλέον, εκείνο της αντίστασης στους απριλιανούς δικτάτορες, ενώ ο Μίκης παρέμενε δέσμιος της χούντας στην Ελλάδα.

Είναι εκείνο τον καιρό που ο υπογράφων το κείμενο τούτο άκουσε για πρώτη φορά ζωντανά τον Καλογιάννη να τραγουδά: Δεκέμβριος του 1968, νεαρός φοιτητής, άρτι αφιχθείς στο Λονδίνο, πήγα σε μια αγωνιστική συναυλία που διοργάνωνε το αντιστασιακό ΠΑΜ στην αίθουσα συναυλιών Roundhouse, στο Chalk Farm του Βόρειου Λονδίνου, με ερμηνευτές τραγουδιών του Θεοδωράκη την ήδη ανερχόμενη (είχε ήδη ηχογραφήσει, λίγους μήνες πριν την επέλαση των συνταγματαρχών, το εμβληματικό «Μαουτχάουζεν») Μαρία Φαραντούρη και τον «άγνωστο» Αντώνη Καλογιάννη. Εκεί τον άκουσα να ερμηνεύει πρώτη φορά το ανεπανάληπτο «Μια νυχτερίδα στη σκεπή» σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Για μένα η αποκάλυψη ήταν διπλή: αφ’ ενός η ερμηνεία του Καλογιάννη και αφετέρου οι δυνατοί στίχοι του Ελευθερίου. Το τραγούδι αυτό ηχογραφήθηκε αργότερα, μετά την απελευθέρωση του Θεοδωράκη τον Απρίλιο του 1970, στο Παρίσι αν δεν κάνω λάθος, και περιλαμβάνεται στο δίσκο «Μίκης Θεοδωράκης-Μάνος Ελευθερίου Τα Λαϊκά». Εκείνη η ζωντανή ακρόαση με ακολουθούσε έκτοτε, και η φωνή του Καλογιάννη, αυτή η εκφραστική, μεστή και γεμάτη ανθρώπινη ζεστασιά φωνή, με έκανε πάντοτε να τρέχω πίσω από τους δίσκους του, όπου η ερμηνείες του όχι μόνο δεν με απογοήτευαν αλλά όλο και περισσότερο με μάγευαν και με κατακτούσαν.

Με την επιστροφή του στην  Ελλάδα το 1972, ο Καλογιάννης αρχίζει να συνεργάζεται και με άλλους συνθέτες. Οι επιτυχίες έρχονται η μια μετά την άλλη: δεν μιλάμε για σουξέ όπως σήμερα εννοούμε τον όρο αυτό, αλλά για πραγματικές επιτυχίες που τις χαρακτήριζε η υψηλή ποιότητα τόσο του στίχου όσο και της μελωδίας: «Μοναξιά»,  «Μεσόγειος»,  «Ο Στέφανος», «Όμορφή μου Κατερίνα», «Άνοιξε το παράθυρο» και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Το 1974 κυκλοφορεί και ο σημαντικός, αλλά λιγότερο γνωστός, δίσκος του Θεοδωράκη «Νύχτα Θανάτου» σε στίχους λεπτής ποιητικής τέχνης του Μάνου Ελευθερίου.

Όλα τα παραπάνω τραγούδια καταδεικνύουν την ικανότητα του Καλογιάννη να μην επιλέγει ευκαιριακά τραγουδάκια της μιας βδομάδας και μαρτυρούν ταυτόχρονα για το λεπτό του γούστο και τις υψηλές αισθητικές του προτιμήσεις. Ο στίχος, εκείνος που πλησίαζε πολύ την ποίηση, ήταν η αδυναμία του. Εξαίρετος ερμηνευτής της μπαλάντας, ο Καλογιάννης εξελίχθηκε σε έναν ιδιότυπο ερμηνευτή που θύμιζε, στο ύφος και στο ήθος, τους Γάλλους chansonniers, οι οποίοι έδιναν μεγάλη σημασία στο στίχο, σε βαθμό που οι ίδιοι να αναδεικνύονται και ως ποιητές. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η εξαιρετική του ερμηνεία στα εξελληνισμένα, από τον Δημήτρη Χριστοδούλου, τραγούδια του Ζορζ Μουστακί.

Σημαντικός σταθμός στην καριέρα του Αντώνη Καλογιάννη υπήρξε και η συνεργασία του με τον Μάριο Τόκα στο δίσκο «Μικρά Ερωτικά» (1984) σε στίχους Σαράντη Αλιβιζάτου. Ο δίσκος γνώρισε τεράστια επιτυχία με δύο, κλασικά πλέον, τραγούδια (Αννούλα του Χιονιά, Σ’ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη). Στον ίδιο δίσκο υπάρχει και μια από τις καλύτερες συνθέσεις του αείμνηστου Μάριου, σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου, το «Δεν κλαίω γι΄ αυτά που μου `χεις πάρει» σε δεύτερη εκτέλεση (πρώτη εκτέλεση Λάκης Χαλκιάς). Στο συγκεκριμένο τραγούδι, η εξομολογητική χροιά της ερμηνείας του Καλογιάννη αναδεικνύει εκπληκτικά όλη την πίκρα των στίχων του μεγάλου μας ποιητή.

Αξιοσημείωτη ήταν και η αγάπη που έτρεφε ο Καλογιάννης για την Κύπρο και την Κυπριακή υπόθεση. Αυτή τον οδήγησε να ερμηνεύσει το τραγούδι του Κύπριου Νάσου Παναγιώτου «Λευτεριά», αμέσως μετά την Τουρκική εισβολή το 1974, σε στίχους παρμένους από κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη.

Μερικά χρόνια μετά, στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, γνώρισα και εγώ από κοντά τον Αντώνη. Μας έφερε κοντά ο Μάριος Τόκας για μια συνεργασία. Το αποτέλεσμα ήταν δύο τραγούδια σε μουσική του Μάριου και σε στίχους δικούς μου: ένα βαλσάκι, το «’Ελσα», σε πολύ ελεύθερη απόδοση ενός ποιήματος του Louis Aragon, και το «Μ’ ένα ταγκό το χρόνο σταματώ». Υπήρξε και συνέχεια στη συνεργασία μου με τον Καλογιάννη, όταν μου ζήτησε να βάλω ελληνικούς στίχους στο γνωστό τραγούδι του Leonard Cohen “Dance me to the end of love” το οποίον και έγινε: το τραγούδι φέρει τον τίτλο «Χόρεψέ με».

Η ελληνική δισκογραφία, αν υπάρχει ακόμη κάτι τέτοιο στους αντι-ποιοτικούς και αντι-ποιητικούς καιρούς που ζούμε, το ελληνικό πεντάγραμμο, εν πάση περιπτώσει, χάνει ένα μεγάλο ερμηνευτή τον οποίο χαρακτήριζε η ποιότητα στις επιλογές του, η βαθιά του πίστη ότι το τραγούδι είναι ή θα πρέπει να είναι έκφραση αισθητικής ανωτερότητας και πολιτισμού και η αγάπη του για τον Ελληνικό Λόγο, ως τρόπο έκφρασης και τρόπο ζωής.