Αδήριτη η ανάγκη για αποτελεσματική ηγεσία

Του Ανδρέα Θεοφάνους*

Unknown-7Η κοινωνία παρακολουθεί με αγωνία καθώς και με το αίσθημα της αβεβαιότητας τα τεκταινόμενα.  Ταυτόχρονα από μετρήσεις της κοινής γνώμης που έχουν δημοσιευθεί διαφαίνεται ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν περιβάλλει με εμπιστοσύνη διάφορες κυβερνητικές πολιτικές ενώ επίσης καταγράφεται απογοήτευση από το ευρύτερο πολιτικό σύστημα. Κατ’ επανάληψιν έχει τονισθεί ότι υπάρχει μια βαθειά θεσμική και αξιακή κρίση η οποία προφανώς επηρεάζει την καθημερινότητα καθώς και τις πολιτικές που σχεδιάζονται στα επιμέρους θέματα.

Στην περίπτωση της πανδημίας εύλογα διερωτώνται οι πολίτες κατά πόσον η πολιτική που ακολουθήθηκε από την αρχή της υγειονομικής κρίσης ήταν η καλύτερη δυνατή.  Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι όταν μηδενίστηκαν τα κρούσματα το καλοκαίρι ο υπερβάλλων ζήλος για την προσέλκυση τουρισμού όπως και τα ανεπαρκή μέτρα σε όλα τα σημεία εισόδου στην ελεύθερη Κύπρο είχαν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την επάνοδο της πανδημίας. Και όμως υπήρχαν συγκεκριμένες εισηγήσεις για το ζήτημα αυτό – επικέντρωση και ενθάρρυνση του εγχώριου τουρισμού καθώς και για αυστηρούς ελέγχους σε όλα τα σημεία εισόδου στην ελεύθερη Κύπρο – οι οποίες αγνοήθηκαν.

Αναπόφευκτα η κρίση έχει επιδεινώσει τα οικονομικά δεδομένα καθώς και την ανισότητα.  Η πολιτική που υιοθετήθηκε είχε ως στόχο να μετριάσει τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα. Και, όντως, η επεκτατική μακροοικονομική δημοσιονομική πολιτική ήταν επιβεβλημένη. Όμως δεν υπήρξαν μέτρα τα οποία να στοχεύουν στην ισότιμη κατανομή των συνεπειών της κρίσης.  Για τον σκοπό αυτό μια ισοζυγισμένη εισοδηματική πολιτική θα ήταν επιβεβλημένη.  Και όμως αυτό το μέτρο ούτε καν συζητήθηκε.

Όταν είχε εκδηλωθεί η πανδημία ήταν αναμενόμενη η βαθειά ύφεση του 2020 ενώ παράλληλα υπήρχαν προβλέψεις για ισχυρή ανάκαμψη το 2021.  Επί τούτου πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Οι προεκτάσεις της πανδημίας είναι τεράστιες και θα απαιτηθούν χρόνια να επουλωθούν οι πληγές.

Εύλογα μπορεί να λεχθεί ότι θα ήταν δυνατό η κυβέρνηση να ακολουθούσε μια πολιτική με περιοριστικά μέτρα αλλά με τρόπο που οι στρεβλώσεις να ήταν λιγότερες και ταυτόχρονα να υπήρχε ο ανάλογος σεβασμός προς τις ατομικές ελευθερίες. Η αμφισβήτηση των περιορισμών των ατομικών ελευθεριών πηγάζει και από το γεγονός ότι οι κυβερνητικοί χειρισμοί σε διάφορα επίπεδα ήταν το ολιγότερο ανεπαρκείς.

Υπογραμμίζεται συναφώς ότι η αξιοποίηση της τεχνολογίας για τη συνέχιση των οικονομικών και άλλων δραστηριοτήτων είναι σημαντική.  Όμως η εξ αποστάσεως επικοινωνία είναι κατ’ ουσίαν συμπληρωματική ή “second best”, καθώς και δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φυσική παρουσία και ανθρώπινη επαφή στις πλείστες δραστηριότητες, περιλαμβανομένης και της εκπαίδευσης.

Η υγειονομική και οικονομική κρίση υφίστανται παράλληλα με άλλες προκλήσεις που έχει ενώπιον της η Κύπρος.  Για χρόνια τώρα μιλούμε για την αναγκαιότητα ενός ολοκληρωμένου οικονομικού υποδείγματος.  Και όμως αυτό δεν έχει σχεδιασθεί ακόμα παρά το γεγονός ότι είμαστε μπροστά από κοσμογονικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο.  Είναι επίσης τα ζητήματα του ΓεΣΥ, των συνταξιοδοτικών ταμείων και σχεδίων, της ορθολογιστικής κατανομής των περιορισμένων δημόσιων πόρων, οι προεκτάσεις του Brexit και ούτω καθ’ εξής.  Δεν παραβλέπουμε επίσης το μείζον δημογραφικό ζήτημα σε συνδυασμό με τον υβριδικό πόλεμο της Τουρκίας υπό τη μορφή της παράνομης διοχέτευσης μεταναστών από τρίτες χώρες στην ελεύθερη Κύπρο και τον συνεχιζόμενο εποικισμό.  Όλες αυτές οι προκλήσεις συνυπάρχουν μαζί με το υπαρξιακό ζήτημα του Κυπριακού το οποίο έχει ήδη εισέλθει σε νέα φάση.

Τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να αντιμετωπισθούν αποφασιστικά.  Η Κυπριακή Δημοκρατία και ο λαός μπορούν να ελπίζουν εάν σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, περιλαμβανομένης και της διακυβέρνησης της χώρας, επέλθει μια αποτελεσματική ηγεσία η οποία να χαρακτηρίζεται από αριστεία, εντιμότητα, αυτοπεποίθηση, αξιοπρέπεια, σεβασμό στη δημοκρατία, κοινωνική ευαισθησία, αίσθηση του μέτρου, κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος και συναισθηματική νοημοσύνη.

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.