Σε φυλάκιση έξι χρόνων καταδικάστηκαν Βέργας και Μαληκκίδης

Σε ποινή φυλάκισης έξι χρόνων καταδικάστηκαν από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο, που συνεδρίασε στην Πάφο, ο τέως Δήμαρχος της πόλης Σάββας Βέργας και ο τελών σε διαθεσιμότητα Γενικός Διευθυντής του ΣΑΠΑ Ευτύχιος Μαληκκίδης.×ÅÉÑÏÐÅÄÅÓ

Ο κ. Βέργας κρίθηκε ένοχος για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, δεκασμού δημόσιου λειτουργού και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Ο κ. Μαλληκκίδης βρέθηκε ένοχος για τα αδικήματα του δεκασμού δημόσιου λειτουργού και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Κατά τη σημερινή διαδικασία, η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου Δώρα Σωκράτους αναφέρθηκε εκτενώς στα γεγονότα και στη συνέχεια στις θέσεις των συνηγόρων υπεράσπισης για μετριασμό των ποινών των πελατών τους.

Αναφερόμενη στα γεγονότα για τους κατηγορούμενους, είπε ότι τα αδικήματα που παραδέχτηκε ο 1ος κατηγορούμενος διαπράχθηκαν στο πλαίσιο της κατασκευής του αποχετευτικού συστήματος στην Επαρχία Πάφου, καθ’ ον χρόνο ο ίδιος ήταν εκλελεγμένος Δήμαρχος, ενώ κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ο 2ος κατηγορούμενος τελούσε υπό την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή του ΣΑΠΑ.

Συγκεκριμένα το Κακουργιοδικείου επέβαλε στον 1ο κατηγορούμενο Σ. Βέργα στην κατηγορία που αφορά δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2010), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2008 μέχρι 2009), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (χρόνος διάπραξης Δεκέμβριος 2007), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (χρόνος διάπραξης Δεκέμβριος 2013 – Ιανουάριος 2014), ποινή φυλάκισης 4 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2008), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, και στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2012 – 2014), ποινή φυλάκισης 4 χρόνων.

Επίσης, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2008 – 2009), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, και στην κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ποινή φυλάκισης 6 χρόνων.

Στον 2ο κατηγορούμενο, το Κακουργιοδικείο επέβαλε στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2008), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2007), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 1999 – 2000), ποινή φυλάκισης 2 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2007), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2010), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.

Επίσης στην κατηγορία για δεκασμό δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2008 – 2009), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων. Στην κατηγορία δεκασμού δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2007 – 2008), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων. Στην κατηγορία του δεκασμού δημοσίου λειτουργού, (έτος διάπραξης 2008 – 2009), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, και τέλος στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ποινή φυλάκισης 6 χρόνων.

Η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου ανέφερε πως το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να μην επιβάλει ποινή στα αδικήματα της συνωμοσίας που οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν, ακολουθώντας τη νομολογιακή επιταγή όπως εδόθη με την απόφαση ΝτάνυΧασσάν κ.α. ν. Δημοκρατίας,Ποιν. Εφέσεις 196/2013 και 197/2013, ημερ. 14.10.14.
Οι ποινές φυλάκισης – όπως είπε – συντρέχουν ενώ ο χρόνος τον οποίο οι κατηγορούμενοι διετέλεσαν υπό καθεστώς προφυλάκισης, να συνυπολογιστεί ως προνοεί το άρθρο 117(1) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου ανέφερε πως η συμπεριφορά, πράξεις και ενέργειες των κατηγορουμένων δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα αιτιολογίας ή δικαιολογίας, πλην αυτήν της απληστίας, της ιδιοτελούς ιδιοποίησης χρημάτων, της κατάχρησης της εξουσίας και της κατάχρησης της εμπιστοσύνης με την οποία ήσαν περιβεβλημένοι.

Τα αδικήματα που διέπραξαν μόνον απαξίωση – όπως και οι συνήγοροι τους αποδέχθησαν – μπορούν να προκαλέσουν, σημείωσε, λέγοντας “απαξίωση και αποστροφή για το κακό αντί του καλού που έλαβαν”.

Συγκεκριμένα ανέφερε πως ο 1ος κατηγορούμενος Σ. Βέργας, αιρετός άρχοντας, ο πρώτος δημότης της πόλης της Πάφου που οι συμπολίτες του τον τίμησαν με ποσοστό 65% (όπως αναφέρθηκε από το συνήγορο του) πρόδωσε την εμπιστοσύνη του κόσμου, τις υποσχέσεις και τις υποχρεώσεις του.

Ο κατηγορούμενος 2ος, συνέχισε η κ. Σωκράτους, εκμεταλλεύτηκε και αυτός με το χειρότερο τρόπο την ηγετική θέση και αξίωμα που κατείχε και που η Πολιτεία του εμπιστεύτηκε, αφού – όπως είπε- από τις πρώτες κιόλας χρονικές περιόδους κατασκευής ενός έργου απαραίτητου και χρήσιμου για την Πάφο, αντί να εργαστεί για το κοινό καλό, δεν έχασε χρόνο να αποκομίσει όφελος. Η κ. Σωκράτους σημείωσε πως την ίδια στάση τηρεί και ο Δήμαρχος.

Τα φιλοπρόοδα έργα της Πόλης, τα μετατρέπουν σε πηγές εσόδων και σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κερδίζουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ με τρόπο μάλιστα – όπως είπε- προκλητικό, ανέντιμο και παράνομο, εις βάρος του Κράτους, της πόλης, του κάθε φορολογούμενου πολίτη.

Ενήργησαν, είπε η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, με τρόπο μεθοδικό, αλλά και απροκάλυπτο.

Εκμεταλλεύονται την ανάγκη των επιχειρηματιών για κέρδος, εργασία και επιχειρηματική δραστηριότητα, χωρίς όμως να παραμένουν ως εκεί.

Η αξίωση και απαίτηση των κατασκευαστικών εταιρειών για πληρωμή νόμιμων απαιτήσεων τους, δεν παραμένει ανεκμετάλλευτη, αλλά αποτελεί, σημείωσε, ακόμη μια ευκαιρία για οικονομικό όφελος.

Το Κακουργιοδικείο, είπε η κ. Σωκράτους, έχει μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι έχουν υποβάλει και προτείνει για μετριασμό της ποινής.

Πρόσθεσε πως η μη δίωξη ατόμων τα οποία με κάποιο τρόπο συνέτειναν στη δημιουργία των αδικημάτων αποτέλεσε κοινή συνισταμένη και άξονα γύρω από τον οποίο περιστράφηκαν οι εισηγήσεις των συνηγόρων των κατηγορουμένων.

Έχει νομολογηθεί, είπε η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, ότι η μη δίωξη τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Μόνο όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.

Αποτελεί συνταγματική διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα η οποία δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο, ποια άτομα θα διωχθούν και ποια θα χρησιμοποιηθούν ως μάρτυρες κατηγορίας, είπε σημειώνοντας πως “δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το υλικό και τη μαρτυρία που υπάρχει εναντίον των προσώπων αυτών, πέραν βεβαίως των γεγονότων που ήδη έχουν τεθεί ενώπιον μας, πως τα πρόσωπα αυτά χρημάτισαν τους κατηγορούμενους για να κατακυρωθούν υπέρ τους προσφορές”.

H κ. Σωκράτους παρατήρησε ακόμη πως οι εργολάβοι του έργου ενήργησαν, σε κάθε περίπτωση ως επιχειρηματίες που επιδιώκουν το κέρδος, έστω και με μη νόμιμες μεθόδους, αλλά διαπιστώνουμε επίσης από τα ίδια, αδιαμφισβήτητα από τους συνηγόρους γεγονότα, – όπως είπε- πως κάθε πράξη δεκασμού και άνομης συναλλαγής, προηγείτο επαφή, προωθούμενη με πρωτοβουλία των κατηγορουμένων.

“Παρόλο ότι, όπως αναφέρθηκε δεν μπορούμε και δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε τη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα, εντούτοις όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση Χαρίτου ν. Δημοκρατίας(2008) 2 Α.Α.Δ. 225 και στις αποφάσεις που η ίδια μνημονεύει, το Δικαστήριο έχει δικαίωμα και συνήθως λαμβάνει υπόψη το γεγονός αυτό ως μετριαστικό παράγοντα για το συγκατηγορούμενο προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος”, συμπλήρωσε.

Σε σχέση με την αποζημίωση στην οποία οι κατηγορούμενοι προέβηκαν με τη μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας και παραχώρησης χρηματικού ποσού, ισάξιας με το ποσό που οικειοποιήθηκαν, επ’ ονόματι της Κυπριακής Δημοκρατίας, η κ. Σωκράτους είπε πως η αποζημίωση που πρόσφεραν οι κατηγορούμενοι αποτελούσε μια εκ των ων ουκ άνευ υποχρέωση και οφειλή τους προς το Κράτος, προς την κοινωνία και προς τον κόσμο τους και όχι μια χαριστική πράξη και δωρεά.

Εξάλλου, σημείωσε, υπάρχει θεσμοθετημένη πρόνοια και μηχανισμός δυνάμει του περί Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου Ν188(1)/2007 για δήμευση και ανάκτηση του οποιουδήποτε παράνομου εσόδου.

Η κατά τα άλλα ορθή πράξη και ενέργεια τους για αποζημίωση, επεσήμανε, δεν μειώνει τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεων τους, ούτε αποενοχοποιεί αυτούς, παρά το ότι όμως, όπως οφείλουμε να παραδεχθούμε, κατέχει τη θέση της στους μετριαστικούς παράγοντες, ως στοιχείο μεταμέλειας, λέγοντας πως “σαν τέτοια την εκτιμούμε ανάλογα, και της δίνουμε τη δέουσα βαρύτητα”.

Όσον αφορά την εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους των συνηγόρων των κατηγορουμένων για επηρεασμό της οικογένειας τους από την ποινή φυλάκισης που θα επιβληθεί, η κ. Σωκράτους είπε πως “οφείλουμε να επισημάνουμε πως, οι επιπτώσεις της φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορούμενου συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών παραγόντων, χωρίς όμως να είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (Domotovv. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328 – 331), και πως οφείλουμε δε να υποδείξουμε πως οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι με τις πράξεις τους οδήγησαν και επέφεραν αυτή την κατάσταση πραγμάτων”.

H κ. Σωκράτους ανέφερε επίσης πως αποτελεί εισήγηση των συνηγόρων του κατηγορούμενου 2 πως η υπόθεση Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252, δεν προσφέρει ασφαλές έρεισμα και βάση για την υιοθέτηση της αναφοράς τους περί απώλειας της σταδιοδρομίας, της καριέρας και των ωφελημάτων του πελάτη τους.

Υιοθέτησαν δε εκείνο που στην εν λόγω απόφαση λέχθηκε πως οι επαγγελματίες λευκού ποινικού μητρώου δεν χρήζουν μακράς ποινής φυλάκισης, αφού από μόνη της η ποινή φυλάκισης αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα, είπε. Επεσήμανε επίσης πως το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος θα βρεθεί για κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή είναι επαρκής τιμωρία, αφού εφαρμογής τυγχάνει η αρχή του «τραντάγματος της πόρτας των φυλακών» (clangoftheprisongate).
Η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου είπε πως η αρχή της αποτρεπτικότητας στα οικονομικά εγκλήματα, έχει δεσπόζουσα θέση.

Συμμεριζόμαστε τις θέσεις του συνηγόρου του 1ου κατηγορουμένου πως ενδείκνυται να μεταδοθεί το μήνυμα πως η Δικαιοσύνη προσμετρά το λευκό ποινικό μητρώο, την αποζημίωση, τη μεταμέλεια, την παραδοχή και τη συνεργασία των κατηγορουμένων. Από την αντίπερα όχθη όμως είπε η κ. Σωκράτους, δεν δικαιούμαστε να δώσουμε το μήνυμα πως παραγνωρίζεται η μακρόχρονη παράνομη δραστηριότητα των κατηγορουμένων, η αποκόμιση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, και ότι κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε τέτοια φαινόμενα διαφθοράς.

Στην εισήγηση των συνηγόρων του κατηγορούμενου 2 περί λήψεως ως μετριαστικού παράγοντα της πιθανότητας ή και βεβαιότητας απώλειας της εργασίας ή και των όποιων άλλων ωφελημάτων του, η κ. Σωκράτους είπε πως το Κακουργιοδικείου απαντά παραπέμποντας σε όσα υιοθετήθηκαν στη Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 425 (434 – 435) τα οποία αντιστοιχούν πλήρως στην παρούσα περίπτωση, αφού και σε εκείνη όπως και εδώ, το λειτούργημα και η θέση του κατηγορούμενου 2 συνδέεται απευθείας με τα επίδικα εγκλήματα και την κατάχρηση εμπιστοσύνης που επέδειξε ενόσω υπηρετούσε ως Γενικός Διευθυντής ή και Εκτελεστικός Μηχανικός του Σ.Α.ΠΑ.

Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι είχαν προσφορά στα κοινά ζητήματα του τόπου, τον οποίον υπηρέτησαν ως εκ της θέσεως τους, και αυτόν τον παράγοντα προτάσσουν επίσης οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, ως ελαφρυντικό στοιχείο.

Η κ. Σωκράτους αναφέρθηκε και στο μετριαστικό παράγοντας που προτάθηκε από τους συνηγόρους του Ε. Μαλληκίδη η παρέλευση χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι της επιβολής ποινής.

Κρίνουμε, συνέχισε, πως ακόμη και αν θεωρηθεί ότι υπήρξε καθυστέρηση από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι τη δίωξη του, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κατηγορούμενος 2 είχε εμπλοκή και είχε διαπράξει τα αδικήματα του δεκασμού από το 1999 μέχρι το 2010 – αυτή δεν οφείλεται σε κωλυσιεργία των διωκτικών Αρχών αλλά προήλθε από άλλους παράγοντες αφού όπως και η Ανδρονίκου υποδεικνύει δεν είναι δυνατή η έγκαιρη ανίχνευση και ο εντοπισμός των αξιόποινων πράξεων προερχόμενη από οικονομικά εγκλήματα. Συνεπώς, σημείωσε, τούτο δεν μπορεί να προσμετρήσει υπέρ του ως ελαφρυντικό.

Πρόσθετη εισήγηση του συνηγόρου του κατηγορουμένου 1 την οποία υιοθέτησαν και οι συνήγοροι του κατηγορουμένου 2 με κάποιες πρόσθετες εισηγήσεις, είναι, συνέχισε, πως το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να επιβάλει ποινή στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων μεγαλύτερη από εκείνη που προβλέπεται για το γενεσιουργό αδίκημα που καλύπτεται από τις υπόλοιπες κατηγορίες δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος 1 επέστρεψε στο σύνολό της την περιουσία που καρπώθηκε.

Αναφοράς έτυχε (μια έντιμη τοποθέτηση οφείλουμε να αναγνωρίσουμε) από το συνήγορο, είπε η κ. Σωκράτους, η απόφαση στην υπόθεση Κρίνος Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή στο αδίκημα της συγκάλυψης, μεγαλύτερη της ποινής για τα γενεσιουργά αδικήματα.

Επεσήμανε όμως ο ίδιος συνήγορος δύο παράγοντες, είπε η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου, ότι ο κατηγορούμενος ούτε παραδέχθηκε ούτε επέστρεψε τα χρήματα και ότι η ποινή που επιβλήθηκε στο αδίκημα της συγκάλυψης ήταν χαμηλότερη από τη μέγιστη επιτρεπόμενη για τα γενεσιουργά αδικήματα ποινή.

Απαντώντας σε τούτη την εισήγηση παρατηρούμε, ανέφερε, πως “στη Θεοχάρους, ναι μεν δεν πρόσφεραν αυτόβουλα οι κατηγορούμενοι αποζημιώσεις, πλην όμως το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα δήμευσης της περιουσίας τους (όπως αναγράφεται στην ίδια την απόφαση) και η εκείθεν επιβληθείσα ποινή ήταν σε συνάρτηση, μεταξύ άλλων παραγόντων και με την παρατηρηθείσα μεγάλη καθυστέρηση στη δίωξη και εκδίκαση της υπόθεσης”.
H κ. Σωκράτους ανέφερε πως το Κακουργιοδικείου έχει μελετήσει τις αποφάσεις στις οποίες παραπεμφθήκαμε όπως επίσης και εκείνη του ΕΔΑΔ, CaseofSergeyZolotykhinv. RussiaApplicationNo. 14939/2003, ημερομηνίας 10.02.2009. Χωρίς να αγνοούμε την αρχή ότι ουδείς δικάζεται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, κρίνουμε πως διαφέρει ουσιωδώς της κρινόμενης περίπτωσης, είπε, αφού – όπως σημείωσε – σ’ εκείνη, ο προσφεύγων στο Δικαστήριο είχε διωχθεί για αδικήματα που συνθέτονταν από τα ίδια γεγονότα τόσο στα πλαίσια Διοικητικής διαδικασίας, όσο και ποινικής, σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια, σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες.

Πέραν των ανωτέρω εκφρασθέντων σημείωσε και τα εξής, «Ακόμη και στην περίπτωση που τα ίδια γεγονότα συνθέτουν διαφορετικά αδικήματα, εκείνο που η Νομολογία υποδεικνύει είναι η επιβολή ποινής στο σοβαρότερο εξ αυτών, όπως αυτό προδιαγράφεται από την προβλεπόμενη ποινή (δέστε μεταξύ άλλων Θεοχάρους ανωτέρω,Alexandrouv. DirectorofCustoms (1985) 2 CLR 47)».

Εδώ, σημείωσε, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε διάφορα αδικήματα επί του ιδίου κατηγορητηρίου, τα οποία θα τύχουν της αρμόζουσας αντιμετώπισης.

Σύμφωνα με την κ. Σωκράτους, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, προς όφελος των κατηγορουμένων, πέραν όλων των ανωτέρω παραγόντων που εξέθεσε, τις προσωπικές και οικογενειακές τους συνθήκες, το μέχρι σήμερα ακηλίδωτο παρελθόν τους και τις όποιες επιπτώσεις η καταδίκη τους θα επιφέρει τόσο σε αυτούς όσο και την οικογένεια τους. Την άμεση ενώπιον του Δικαστηρίου παραδοχή και τη συνεργασία τους με τις Διωκτικές Αρχές. Την προθυμία και επιθυμία τους να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας και την προσφερθείσα αποζημίωση, όπως είπε.

Η κ. Σωκράτους είπε ακόμη πως το Κακουργιοδικείο αποφάσισε πως τα προβλήματα υγείας του κατηγορούμενου 2 δεν είναι τέτοια που να μην μπορούν να αντιμετωπισθούν επαρκώς και εξέφρασε τη βεβαιότητα πως όπου χρειάζεται θα επιδειχθεί αρωγή στα πλαίσια του ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος και έργου του προσωπικού του σωφρονιστικού ιδρύματος.

Η σύνθεση του Κακουργιοδικείου αποτελείται από την πρόεδρο Δώρα Σωκράτους, την Λ. Μάρκου, Α.Ε.Δ. και τον Μ. Δρουσιώτη, Ε.Δ.

Η ακροαματική διαδικασία για τους πρώην δημοτικούς συμβούλους Γιώργο Μιχαηλίδη, Ευστάθιο Ευσταθίου και Βάσο Βασιλείου στην υπόθεση ΣΑΠΑ ορίστηκε για τις 20 Απριλίου του 2015, ενώ στις 3 Μαρτίου θα κριθεί η προδικαστική ένσταση του συνηγόρου υπεράσπισης του δημοτικού συμβούλου Γιώργου Σιαηλή, δικηγόρου Αλέξανδρου Αλεξάνδρου με την οποία υποστηρίζει ότι δεν θα έπρεπε να περιληφθεί σε κοινό κατηγορητήριο με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους της υπόθεσης.