Υπόθεση Aero-Cyta: Ενοχοι οι Στ.Κιττής, Χαρ. Τσουρής,Ορέστης Βασιλείου, Γρ. Σουρουλλάς, και Βεν. Ζαννέτος

Αθώοι κρίθηκαν σήμερα από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Κύπρου οι Γιάννης Σουρούλλας και Αντώνης Ιωακείμ, αναφορικά με την υπόθεση, για την επένδυση από το ταμείο συντάξεων των εργαζομένων της CYTA, στο έργο Aero Centre, στη Δρομολαξιά.ÁÐÅÑÃÉÅÓ ÓÔÇ CYTA

Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι οι Ευστάθιος Κιττής, τέως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της CYTA, Χαράλαμπος Τσουρής, τέως Πρόεδρος του ΔΣ της ΑΗΚ και κατά τον ουσιώδη χρόνο μέλος του ΔΣ της CYTA, Ορέστης Βασιλείου, Διευθυντής της CytaVision και τέως Γενικός Γραμματέας της ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, Γρηγόρης Σουρουλλάς, υπάλληλος του Κτηματολογίου και Βενιζέλος Ζαννέτος, στέλεχος του ΑΚΕΛ, κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο και θα τεθούν υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2014, ημερομηνία κατά την οποία θα παρουσιαστούν εκ νέου στο δικαστήριο.

Αναμένεται ότι τη συγκεκριμένη μέρα θα υποβληθεί από την ΜΟΚΑΣ, σύμφωνα με αίτημα της κατηγορούσας Αρχής, αίτηση για δήμευση της περιουσίας των κατηγορουμένων.

Επίσης, στις 31 Δεκεμβρίου θα αγορεύσουν οι συνήγοροι υπεράσπισης για μετριασμό ποινής

Στο μεταξύ, ο μάρτυρας κατηγορίας Νίκος Λίλλης κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο αξιόπιστος μάρτυρας.

 

Αναλυτικότερα :

Ενοχοι κρίθηκαν σήμερα από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Κύπρου που συνεδρίασε στη Λάρνακα οι Ευστάθιος Κιττής, τέως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της CYTA,cytashop-fila6-640x423 Χαράλαμπος Τσουρής τέως Πρόεδρος του Δ.Σ. της ΑΗΚ και κατά τον ουσιώδη χρόνο μέλος του Δ.Σ. της CYTA Ορέστης Βασιλείου Διευθυντής της CytaVision και τέως Γενικός Γραμματέας της ΕΠΟΕΤ-ΟΗΟ-ΣΕΚ, Γρηγόρης Σουρουλλάς υπάλληλος του Κτηματολογίου, Βενιζέλος Ζαννέττος στέλεχος του ΑΚΕΛ και η εταιρεία Polleson Holdings Ltd, στην υπόθεση για την επένδυση από το Ταμείο συντάξεων των εργαζομένων της CYTA, στο έργο Aero Centre στη Δρομολαξιά.

Το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν τον Γιάννη Σουρουλλά, υπάλληλο της CYTA και τον Αντώνη Ιωακείμ επιχειρηματία.

Οι τέσσερις ένοχοι αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου, μεταφέρθηκαν στις Κεντρικές Φυλακές όπου θα κρατούνται μέχρι τις 31/12/2014. Η ημερομηνία αυτή έχει οριστεί από τον det_tsourisahkΠρόεδρο του Κακουργιοδικείου Νικόλαο Σάντη για να εξεταστεί το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για δήμευση της περιουσίας των Ευστάθιου Κιττή, Ορέστη Βασιλείου, Γρηγόρη Σουρουλλά και της εταιρείας Polleson Holdings Ltd.

Στις 31 Δεκεμβρίου αναμένεται να αναγνωστεί και η έκθεση για τους ενόχους, η οποία θα ετοιμαστεί από το Γραφείο Ευημερίας.

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου, αποτελούμενη από 247 σελίδες, διαβάστηκε από τον Πρόεδρο του Σώματος Νικόλαο Σάντη με παρέδρους τον Αγγελο Δαβίδ και Χρήστο Φιλίππου, σε μια κατάμεστη από συγγενείς και φίλους των κατηγορουμένων αίθουσα.

Ο κ. Σάντης αναφέρθηκε στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι και είπε πως όλοι τους υποστήριζαν πως η Κατηγορούσα Αρχή «απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των VENIZELOS-ZANNETOSεπίδικων κατηγοριών στον απαιτούμενο βαθμό, διότι η μαρτυρία που παρουσίασε γι’αυτό στερείται, όχι μόνο αξιοπιστίας αλλά και επάρκειας, προς διασύνδεση των κατηγορουμένων με τα συστατικά στοιχεία των αποδιδόμενων εγκλημάτων».

Πρόσθεσε ότι στη δίκη η οποία άρχισε στις 7 Μαρτίου 2014, κατέθεσαν συνολικά 73 μάρτυρες από τους οποίους 35 μάρτυρες κατηγορίας και 38 μάρτυρες υπεράσπισης συμπεριλαμβανομένων των κατηγορουμένων και εξαιρουμένου του Γιάννη Σουρουλλά, ο οποίος προέβη σε ανώμοτη δήλωση. Επίσης κατατέθηκαν εκατοντάδες έγγραφα και άλλα τεκμήρια.

Ο κ. Σάντης ανέφερε πως οι αγορεύσεις της Κατηγορούσας Αρχής και των συνηγόρων υπεράσπισης εστιάστηκαν μεταξύ άλλων στην επάρκεια του μαρτυρικού υλικού και στην αντιπαραβολή του με τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων. Σημείωσε ακόμα ότι το Σώμα έλαβε υπόψη για την απόφαση του τον καλό χαρακτήρα των κατηγορουμένων και την απουσία ποινικού μητρώου.

Αναφερόμενος στους μάρτυρες που παρουσίασε ενώπιον του Κακουργιοδικείου η Κατηγορούσα Αρχή, είπε πως αυτοί «δημιούργησαν πολύ καλή εντύπωση, ήταν θετικοί, δεν παλινδρομούσαν και απαντούσαν απεριφράστως, χωρίς καθόλου να κλονιστούν κατά την αντεξέταση. Η μαρτυρία τους, συνήδε πλήρως και με το περιεχόμενο της γραπτής και πραγματικής μαρτυρίας τους και ήταν λεπτομερής, συμπαγής και αρραγής ως προς την ουσία που εξέφραζε».

Πρόσθεσε πως οι κατηγορούμενοι και οι μάρτυρες υπεράσπισης τους ήταν «ασαφείς, αμφίλογοι και αμφιρρεπείς. Οι απαντήσεις τους χαρακτηριζόταν από διστακτικότητα και αισθητή προσπάθεια αυτοπροαίρετης απομάκρυνσης από οτιδήποτε θα μπορούσε δυνητικώς να καταταχθεί ως βλαπτικό στην εκδοχή και συμφέροντα που προωθούσαν, είτε επί ατομικού είτε επί συλλογικού επιπέδου».

Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου είπε ότι «θεωρούμε τον Νίκο Λίλλη ως αξιόπιστο μάρτυρα, δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία» και σημείωσε πως «εάν ο Νίκος Λίλλης ήθελε να στήσει την υπόθεση με την Αστυνομία θα το έκανε πολύ καλύτερα».

Ανέφερε ακόμα ότι ο «καθοριστικότερος» μάρτυρας κατηγορίας ο Νίκος Λίλλης κατά τη διάρκεια της δίκης «απαντούσε με υποδειγματική σταθερότητα και λεπτομέρεια επί κάθε πτυχής που ερωτάτο και με τρόπο που καθαρώς είναι που έδειχνε πως έλεγε την αλήθεια. Παρέμεινε εδραίος κατά τη μακρά, πιεστική και εξαντλητική του αντεξέταση. Υπήρξε αφοπλιστικά γνήσιος, γλαφυρός και παραστατικός στις περιγραφές του. Η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από αμεσότητα και ταχύνοια σκέψη, ήταν άθραυστη και ειλικρινής» και ήταν αποφασισμένος να πει «όλη την αλήθεια στους ανακριτές και στο Δικαστήριο».

Πρόσθεσε πως ο Νίκος Λίλλης «παραδέχθηκε δίχως περιστροφές την αξιόποινη εμπλοκή του στα αδικήματα που του αποδίδονται στο κατηγορητήριο». Είπε ακόμα ότι το Κακουργιοδικείο βασίστηκε στην μαρτυρία του Νίκου Λίλλη «χωρίς ενίσχυση με απόλυτη ασφάλεια» και πρόσθεσε ότι «αποδεχόμαστε πλήρως τη μαρτυρία και εκδοχή του Νίκου Λίλλη, καθώς και τη μαρτυρία των Θεόδωρου Βαττή, Βλαδίμηρου Φαντούση και Βάσου Κυριάκου».

Σημείωσε ακόμα ότι «οι δικηγόροι των κατηγορουμένων προσπάθησαν να πλήξουν την αξιοπιστία του Νίκου Λίλλη», ενώ αναφέρθηκαν σε ορισμένες πτυχές της αστυνομικής και ανακριτικής διερεύνησης της υπόθεσης χαρακτηρίζοντας την «ως πλημμελή αλλά και αλλοτρίως εσκεμμένη».

Σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, οι συνήγοροι υπεράσπισης ανέφεραν ότι «παραβιάστηκαν τα εχέγγυα του σωστού ανακριτικού έργου όταν οι ανακριτές επέτρεψαν στον Νίκο Λίλλη να προσκομίσει προετοιμασμένο δακτυλογραφημένο κείμενο της κατάθεσης του το οποίο ενσωματώθηκε στη γραπτή του κατάθεση. Αυτό ανέδειξε περίτρανα όχι μόνο την προκατάληψη των ανακριτικών αρχών έναντι των κατηγορουμένων, αλλά χειρότερα, ενίσχυσε τη θέση πως ολόκληρος ο αστυνομικός μηχανισμός (συμπεριλαμβανομένου, ως αφέθηκε να νοηθεί, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας), συνωμότησαν δολίως και κατά παρέκκλιση κάθε αρχής δικαίου και χρηστής διοίκησης, στο να δημιουργήσουν μια ψευδή υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων, ακόμη και για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες».

Ο κ. Σάντης είπε επίσης ότι «λειτούργησε άψογα το σύστημα συλλογής και αξιολόγησης πληροφοριών από τα αρμόδια κρατικά τμήματα, την Αστυνομία και τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Η προσέγγιση που επιχειρήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, υπήρξε όχι μόνο ενδεδειγμένη αλλά και υποδειγματική, σε ό,τι είναι που αναδείχθηκε κατά τους επίδικους χρόνους ως συναφές και απτόμενο εκείνων που οδήγησαν στην εμπλοκή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας κατόπιν των συστάσεων της Ερευνητικής Επιτροπής».
Οι ανακριτές, συνέχισε ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου «προέβησαν στις κατάλληλες εξετάσεις και αξιολόγηση μαρτυρίας και πληροφοριών εντός του πλαισίου που επέτρεπαν οι εξουσίες τους, αποκλείοντας εμπλοκή, ή έστω πιθανότητα εμπλοκής, στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων ή άλλων συναφών με αυτά, ατόμων όπως οι Νίκος Κατσουρίδης, Αλέξανδρος Κατσουρίδης, Πάμπης Κυρίτσης, Νεοκλής Συλικιώτης και Βάσος Γεωργίου».

Μοναδικό ελατήριο των ανακριτικών αρχών και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, πρόσθεσε ο κ. Σάντης «ήταν η ορθή και δίκαιη διερεύνηση της υπόθεσης καθώς και η προσαγωγή, κατ’ ανακριτική κρίση, όλων των εμπλεκομένων ενώπιον της δικαιοσύνης. Τίποτε το παράτυπο ή το ηθικώς ανάρμοστο προκύπτει από την απόφαση της Κατηγορούσας Αρχής να παράσχει ασυλία δίωξης και να καλέσει στην υπόθεση ως μάρτυρα κατηγορίας τον συνεργό Νίκο Λίλλη».
Οσοι εμπλέκονται σε τέτοιου είδους αδικήματα, συνέχισε ο κ. Σάντης πρέπει να μάθουν ότι «ο κάθε τους τωρινός συνεργάτης ή το κάθε άλλο πρόσωπο με το οποίο σήμερα διαπλέκονται προς εξασφάλιση ενδεχομένως και αμοιβαίων οφελών στο πλαίσιο εκτέλεσης κοινών ή μεμονωμένων άνομων σκοπών, αποτελούν ταυτοχρόνως και εν δυνάμει υποψήφιους μάρτυρες κατηγορίας εναντίον τους».

Ο κ. Σάντης ανέφερε ότι το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τους κατηγορουμένους Ευστάθιο Κιττή, Χαράλαμπο Τσουρή, Ορέστη Βασιλείου και Γρηγόρη Σουρουλλά από ορισμένες από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν αφού όπως είπε «η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» τις συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον τους.

Απαγγέλοντας τις κατηγορίες ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου ανέφερε ότι ο Ευστάθιος Κιττής κρίθηκε ένοχος ότι συνωμότησε με τον Νίκο Λίλλη για να παρουσιάσουν το έργο Aero Center υπερτιμημένο (με περισσότερα τετραγωνικά μέτρα), ούτως ώστε να εξασφαλίσουν επιπλέον χρηματικό ποσό από αυτό που προνοούσε η αρχική συμφωνία.

Για την ίδια κατηγορία κρίθηκε ένοχος και ο Χαράλαμπος Τσουρής. Συγκεκριμένα καταδικάστηκε ότι με επινόημα, υποκίνησε το Ταμείο Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, όπως το τελευταίο καταβάλει μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από εκείνο που προνοούσε η αρχική συμφωνία παρουσιάζοντας έκθεση με ψευδή στοιχεία που ο ίδιος είχε ετοιμάσει προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων Υπαλλήλων της ΑΤΗΚ, με την οποία εισηγείτο ικανοποίηση του αιτήματος της Wadnic Trading Ltd, για καταβολή επιπλέον χρηματικού ποσού, πέραν εκείνου που προνοούσε η αρχική συμφωνία για πρόσθετα τετραγωνικά μέτρα.

Ο Ευστάθιος Κιττής καταδικάστηκε επίσης για χρηματισμό με συνολικό ποσό 300 χιλιάδων ευρώ σε τρεις δόσεις των 100 χιλιάδων ευρώ ως αντάλλαγμα για τη θετική του στάση στην ολοκλήρωση της συμφωνίας. Επίσης καταδικάζεται για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, συγκεκριμένα για καταρτισμό εικονικών συμφωνητικών εγγράφων μεταξύ της εταιρείας Leagros Investment Ltd και της εταιρείας Wadnic Trading Ltd. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο μέσω της εικονικής συμφωνίας επιχειρήθηκε με δικαιολογηθεί η λήψη επιταγής 100 χιλιάδων ευρώ από τον Κιττή.

Ο Ορέστης Βασιλείου κρίθηκε ένοχος ότι χρηματίστηκε από τον Νίκο Λίλλη με ποσά 250 χιλιάδων και 200 χιλιάδων ευρώ ως αντάλλαγμα για να μην υποκινήσει τους υπαλλήλους της CYTA να εναντιωθούν στην επένδυση.

Ο Βενιζέλος Ζανέττος κρίθηκε ένοχος ότι εκβίασε και εξανάγκασε τον Νίκο Λίλλη να εξοφλήσει δάνεια παλιών παραγόντων της Αλκής ύψους 650 χιλιάδων ευρώ απειλώντας τον ότι αν δεν το έπραττε θα έθετε προσκόμματα στην υλοποίηση της επένδυσης.

Ο Γρηγόρης Σουρουλλάς κρίθηκε ένοχος για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, δηλαδή ότι έλαβε ποσό 250 χιλιάδων ευρώ μέσω της εταιρείας Polleson και μέσω του Ορέστη Βασιλείου γνωρίζοντας ότι αποτελούσε παράνομο έσοδο.
Συγκεκριμένα ο Ευστάθιος Κιττής κρίθηκε ένοχος στις 16 από τις 19 κατηγορίες που αντιμετώπιζε για συνομωσία για καταδολίευση, δεκασμός δημόσιου λειτουργού, δωροληψία για επίδειξη εύνοιας από δημόσιο λειτουργό, δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, συναλλαγές με αντιπροσώπους, οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Ο Χαράλαμπος Τσουρής κρίθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες για απάτη και δόλο, κατάχρηση εμπιστοσύνης από δημόσιο λειτουργό, και εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

Ο Ορέστης Βασιλείου κρίθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες, δηλαδή για δωροληψία από οικείους δημόσιους αξιωματούχους, εκβίαση και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο Γρηγόρης Σουρουλλάς κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ο Βενιζέλος Ζαννέττος κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της εκβίασης και η εταιρεία Polleson Holdings Ltd κρίθηκε ένοχη στην κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.