Μέτρα για να σταματήσει το «πλιάτσικο» με τις κατεχόμενες περιουσίες ζητά η Κύπρος

 

Με «λαφυραγωγία» ή «πλιάτσικο» παρομοιάζει η Λευκωσία την παράνομη εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, ζητώντας από το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) τη λήψη αποφάσεων για τερματισμό της κατάστασης.imagew-9.aspx

Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η κυπριακή Κυβέρνηση, οι παράνομες αναπτύξεις καταγράφουν αυξητική τάση, καλύπτοντας 279 τετραγωνικά χιλιόμετρα το 2014, ενώ οι μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους αναπτύξεις σε ε/κ περιουσίες ανέρχονται στις 85.

Η παρέμβαση της Λευκωσίας μέσα από ένα εξασέλιδο υπόμνημα προς την Επιτροπή Υπουργών του ΣτΕ, έρχεται ενόψει της συζήτησης για «τα περιουσιακά δικαιώματα των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων» που θα διεξαχθεί μεταξύ 5 και 7 Δεκεμβρίου 2017, στο Στρασβούργο.

«Είναι πολιτική της Τουρκίας η δημιουργία μιας κατάστασης, με την οποία η επιστροφή των Ελληνοκυπρίων στα σπίτια τους και στις ιδιοκτησίες τους στις κατεχόμενες περιοχές καθίσταται αδύνατη – κάτι σαν λαφυραγωγία» αναφέρει η κυπριακή Κυβέρνηση.

Επαναλαμβάνει παράλληλα παλαιότερες εισηγήσεις προς το ΣτΕ, όπως να παγώσουν οι «μεταβιβάσεις» των περιουσιών των εκτοπισμένων προσώπων που γίνονται χωρίς τη συγκατάθεσή τους, όπως οι «πωλήσεις», οι «εκμισθώσεις» και οι «υποθηκεύσεις».

Επίσης, ζητά να σταματήσει η ενθάρρυνση ή προώθηση των πωλήσεων ή και της χρήσης ε/κ περιουσιών στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, που γίνονται χωρίς συγκατάθεση.

Ακόμη ζητά να παρθούν μέτρα για να σταματήσει κάθε οικοδομική δραστηριότητα που γίνεται σε ε/κ περιουσίες στα κατεχόμενα χωρίς τη συγκατάθεση των νόμιμων ιδιοκτητών.

Η Λευκωσία ζητά για άλλη μια φορά να καταβληθούν οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις 12 Μαΐου 2014, συνολικού ύψους €90 εκ. σε εγκλωβισμένους και συγγενείς αγνοουμένων.

Στο υπόμνημα της κυπριακής Κυβέρνησης γίνεται αναφορά στη σταθερή άρνηση της Τουρκίας να λάβει μέτρα για την καταστολή της παράνομης πώλησης και εκμετάλλευσης ε/κ περιουσιών  στα κατεχόμενα.

Στο έγγραφο της Λευκωσίας σημειώνεται παράλληλα ότι βάσει πληροφοριών, οι παράνομες αναπτύξεις μεταξύ 2001 και 2017 καταγράφουν αυξητική τάση.

«Το 2001, οι παράνομες αναπτύξεις στις κατεχόμενες περιοχές κάλυπταν περίπου 107 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το 2007 κάλυπταν 207 τ.χλμ και το 2014 279 τ.χλμ» αναφέρεται. Προστίθεται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 85 μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους αναπτύξεις σε ε/κ περιουσίες.

Η Λευκωσία επικαλείται στο σημείωμά της ακόμη και δημοσιεύματα στον τ/κ Τύπο που καταδεικνύουν την απόδοση περιουσιών σε μέλη οικογενειών Τ/κ πολιτικών, την κατασκευή πολυτελών ξενοδοχείων, τη διανομή γης για οικοδόμηση πανεπιστημίων και μεγάλης κλίμακας παραχωρήσεις γης σε νέα άκληρα άτομα.

«Η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει μια μη αναστρέψιμη ντε φάκτο κατάσταση, παρεμποδίζοντας μόνιμα την επιστροφή των Ελληνοκυπρίων στις περιουσίες τους στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου» συμπληρώνεται.

Η κυπριακή Κυβέρνηση τάσσεται παράλληλα υπέρ της ευρείας ερμηνείας του τί συνιστά παράνομη πώληση ή  εκμετάλλευση, λέγοντας ότι αφορά όλες τις περιπτώσεις όπου κάτι τέτοιο γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση των Ε/κ ιδιοκτητών.

Στο κυπριακό έγγραφο γίνεται επίσης αναφορά στα δικαιώματα των εγκλωβισμένων Ε/κ και των κληρονόμων τους, με τη Λευκωσία να υποστηρίζει ότι αυτά δεν μπορούν να διαχωριστούν από τα δικαιώματα των εκτοπισμένων.

Ως προς την άρνηση της Τουρκίας να καταβάλει τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις – €30 εκ. στους συγγενείς αγνοουμένων και €60 εκ. στους εγκλωβισμένους της Καρπασίας – η κυπριακή Κυβέρνηση λέει ότι αποτελεί όχι μόνο «κατάφωρη απόδειξη της συνολικής απορριπτικής στάσης» της Άγκυρας προς τις διαδικασίες τόσο του Δικαστηρίου όσο και της Επιτροπής Υπουργών, αλλά και «υπονόμευση της αξιοπιστίας του ίδιου του Δικαστηρίου», θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του συστήματος προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Τουρκία «πρέπει άμεσα να καταβάλει το ποσό της αποζημίωσης που επιδίκασε το Δικαστήριο» καταλήγει η Λευκωσία.

Η Άγκυρα ζητά από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) να δώσουν οδηγίες στην Γραμματεία του ΣτΕ για προετοιμασία ενός προσχεδίου τελικού ψηφίσματος, με το οποίο θα τερματίζεται η επιτήρηση σε ό,τι αφορά τα ατομικά μέτρα για σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), στις οποίες έχουν ήδη καταβληθεί οι οφειλόμενες αποζημιώσεις.

Τουρκικό υπόμνημα που υποβλήθηκε προς το ΣτΕ, και το οποίο δημοσιεύεται σήμερα, κάνει συγκεκριμένη αναφορά στις υποθέσεις Λοΐζίδου, Eugenia Michaelidou Developments Ltd and Μάικλ Τύμβιος και Αλεξάνδρου «όπου τα οφειλόμενα ποσά έχουν ήδη καταβληθεί εδώ και χρόνια».

Το θέμα για «τα περιουσιακά δικαιώματα των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων» θα συζητηθεί κατά την επόμενη συνάντηση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταξύ 5 και 7 Δεκεμβρίου 2017, ως μέρος της εξέτασης του βαθμού συμμόρφωσης της Τουρκίας με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στην 4η Διακρατική Προσφυγή και στα ατομικά μέτρα της υπόθεσης «Ξενίδη-Αρέστη».

Το υπόμνημα της Τουρκίας

Η Τουρκία έχει υποβάλει τις θέσεις  της την προηγούμενη εβδομάδα.

Στο δεκασέλιδο υπόμνημά της, η Τουρκία διαχωρίζει τις περιπτώσεις των Εκ/κ εγκλωβισμένων (στους οποίους αναφέρεται ως Ε/κ κάτοικους της Καρπασίας) από τους υπόλοιπους εκτοπισμένους.

Ζητά επίσης από τους εκπροσώπους των κρατών μελών του ΣτΕ να προβούν σε ανάλυση των μέτρων που έχει ήδη πάρει το ψευδοκράτος και «να επιβεβαιώσουν ότι τα μέτρα, τα οποία έχουν επανειλημμένα κριθεί ως αποτελεσματικά από το ΕΔΑΔ, πληρούν τα σχόλια στην απόφαση για αποζημίωση σε σχέση με τα ‘εκτοπισμένα πρόσωπα’ στην υπόθεση ‘Κύπρος εναντίον Τουρκίας’ καθώς και με τα γενικά μέτρα στην ομάδα αποφάσεων Ξενίδη-Αρέστη, με στόχο το κλείσιμο» της επιτήρησης.

Σε ό,τι αφορά το τμήμα της απόφασης στην 4η Διακρατική για τους εγκλωβισμένους Ε/κ της Καρπασίας, η Τουρκία ζητά από τα υπόλοιπα κράτη μέλη του ΣτΕ «να λάβουν υπόψη τους ότι οι απόψεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί του τμήματος για τα ‘εκτοπισμένα πρόσωπα’ στην απόφαση για αποζημίωση δεν έχουν καμία επίπτωση στα πρωτογενή μέτρα που πάρθηκαν για αυτό το τμήμα».

Συγκεκριμένα, η Τουρκία αναφέρει ότι τα μέτρα που έχουν λάβει οι κατοχικές αρχές «διασφαλίζουν ότι οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της Καρπασίας διατηρούν τις περιουσίες τους ακόμη και στην περίπτωση αποχώρησής τους από τον Βορρά» – όπως αναφέρεται – «αρκεί να συντηρούν μια ελάχιστη επαφή (όπως να διατηρούν τραπεζικό λογαριασμό ή να είναι μέλη ενός τοπικού συνδέσμου) και να αναγνωρίζουν τα περιουσιακά δικαιώματα των κληρονόμων τους».

Στο έγγραφο γίνεται εξάλλου εκτενής αναφορά στη σύσταση της επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας (ΕΑΙ) για την «αποκατάσταση, αποζημίωση ή ανταλλαγή» ε/κ περιουσιών στα κατεχόμενα, ενώ αναφέρεται ότι σε περίπτωση αίτησης για αποζημίωση από Ελληνοκύπριους, «το ποσό καθορίζεται από την ΕΑΙ σε ισότιμη βάση, λαμβάνοντας υπόψη την αγοραία αξία το 1974 και την αύξηση στην αξία έκτοτε».

Αναφέρεται εξάλλου ότι η προτιμώμενη θεραπεία είναι η αποζημίωση, καθώς σε σύνολο 6.371 αιτήσεων μέχρι σήμερα, οι αιτητές ζητούν μόνο αποζημίωση στις 4.377. Αναφέρεται επίσης ότι 873 αποφάσεις της επιτροπής, από σύνολο 886, αφορούσαν την καταβολή αποζημίωσης.

Μέχρι τώρα μόνο δύο αποφάσεις της επιτροπής αφορούσαν την ανταλλαγή περιουσίας, προστίθεται ενώ γίνεται και λεπτομερής καταγραφή των κριτηρίων για τις περιπτώσεις που ο ιδιοκτήτης αιτείται αποκατάσταση της περιουσίας. Μέχρι τώρα, προστίθεται, 10 αποφάσεις της ΕΑΙ αφορούσαν άμεση αποκατάσταση και μια απόφαση αφορούσε αποκατάσταση μετά τη λύση του Κυπριακού.

Οι Ε/κ, λέει το έγγραφο, έχουν την επιλογή να μην κάνουν αίτηση στην επιτροπή και να περιμένουν αντ’ αυτού τη λύση του Κυπριακού.

Εκτενής είναι η αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης Ξενίδη-Αρέστη και Δημόπουλου, αλλά και σε μεταγενέστερες αποφάσεις, που σύμφωνα με την Άγκυρα «επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα των κριτηρίων της ΕΑΙ», με πιο πρόσφατη την υπόθεση Λοΐζου στις 3 Οκτωβρίου 2017.

Σε ό,τι αφορά το θέμα της «παράνομης πώλησης ή εκμετάλλευσης» ε/κ περιουσιών, το έγγραφο αναφέρει ότι «η τουρκική πλευρά έχει ήδη θέσει σε ισχύ τους απαραίτητους μηχανισμούς για την πλήρη συμμόρφωση με το μέρος της κύριας απόφασης που αφορά ‘τα περιουσιακά δικαιώματα των εκτοπισμένων προσώπων’».

Αναφέρει ακόμη ότι το επιχείρημα της ε/κ πλευράς για λήψη επιπρόσθετων μέτρων, ώστε να διασφαλιστεί η αποκατάσταση των ε/κ  περιουσιών «στην πραγματικότητα στοχεύει στην επιδείνωση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων». Στο τουρκικό έγγραφο προστίθεται επίσης ότι η Επιτροπή Υπουργών δεν αποτελεί μέσο για υποβοήθηση της επίτευξης των στόχων εξωτερικής πολιτικής των αιτητών.

Οι Ε/κ, αναφέρεται, έχουν την επιλογή να αποταθούν στην επιτροπή, ζητώντας αποκατάσταση ή να περιμένουν για τη λύση του Κυπριακού. Υπενθυμίζεται, παράλληλα ότι «στις 27 Ιουλίου 2015, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν ότι τα περιουσιακά δικαιώματα όλων των εκτοπισμένων, Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, θα τύχουν σεβασμού όχι μόνο δια της αποκατάστασης, αλλά εξίσου δια της ανταλλαγής και αποζημίωσης που θα αποφασίζεται στη βάση κριτηρίων».

Σε ό,τι αφορά τέλος τα ατομικά μέτρα στην Ξενίδη-Αρέστη, η Άγκυρα λέει ότι «σε αυτές τις υποθέσεις που εκκρεμεί η πληρωμή, μπορεί να διευθετηθεί μέσω της ΕΑΙ».