Ερευνα ΕΚΙΦ:« Ο πλεονασμός η κυριότερη αιτία απόλυσης »


Ενδιαφέροντα στοιχεία για την  διάσταση της ανεργίας , βασισμένα στις απόψεις νέων κατέδειξε έρευνα του Ερευνητικού Κέντρου Ισότητας Φύλου που παρουσιάστηκε το απόγευμα σε εκδήλωση στο Σπίτι της ΕΕ στη Λευκωσία.imagew-2.aspx

Από την έρευνα διαφαίνεται ότι στις αιτιολογήσεις των απολύσεων από τους εργοδότες αλλά και στις αιτιολογήσεις των ιδίων των απολυθέντων, κυριότεροι λόγοι απόλυσης αναδεικνύονται το ‘πλεονάζον προσωπικό’ (27% άνδρες και 29% γυναίκες) και η ‘λήξη σύμβασης’ (26% άνδρες και 25% γυναίκες), ενώ σε ελαφρώς χαμηλότερα ποσοστά κυμαίνεται η ‘ανεπάρκεια στην εργασία’ (24% άνδρες και 22% γυναίκες).

Ενδιαφέρον ότι, το ‘φύλο’ και η ‘αναπηρία’ ως λόγοι απόλυσης ευρίσκονται σε εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό (1% , τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες).

Πολλοί (176) από τους ερωτηθέντες δήλωσαν άλλους λόγους, όπως η οικονομική κρίση (34), η μείωση του κύκλου εργασιών της επιχείρησης (20), η πώληση/κλείσιμο/πτώχευση της επιχείρησης (18), η εποχική απασχόληση (15) κ.ά.

Η κατά φύλο ανάλυση έδειξε ότι οι μη ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας αποτελούν λόγο παραίτησης περισσότερο για τις γυναίκες (28%) παρά για τους άνδρες (23%), ενώ ο χαμηλός μισθός ενοχλεί περισσότερο τους άνδρες (25%) παρά τις γυναίκες (19%).

Όσον αφορά άλλους λόγους, οι οικογενειακές υποχρεώσεις και η μη σχετική προς τις σπουδές εργασία φαίνεται να ενοχλούν περισσότερο τις γυναίκες παρά τους άνδρες, ενώ η μείωση του μισθού και η άρνηση προαγωγής περισσότερο τους άνδρες παρά τις γυναίκες.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι παράγοντες μισθός/ωφελήματα σχετικότητα προσόντων και ωράριο εργασίας είναι βασικά κριτήρια για την πλειονότητα των ερωτηθέντων (59%-87% ‘πολύ/πάρα πολύ’).

Η προηγούμενη πείρα , η φύση της εργασίας και η απόσταση από την κατοικία ενδιαφέρουν λιγότερα άτομα του δείγματος (42%-58%‘πολύ/πάρα πολύ’), ενώ για τη θέση ιεραρχίας στην εργασία δεν διαγράφεται οποιαδήποτε σαφής τάση επιλογών, με τα ποσοστά να κατανέμονται σχεδόν εξίσου στις διάφορες επιλογές.

Η έλλειψη θέσεων εργασίας, γενικά ή στην ειδικότητα, καταδεικνύονται από την μεγάλη πλειοψηφία του δείγματος (68%-
73% ‘πολύ/πάρα πολύ’) ως ο κύριος λόγος της ανεργίας τους.

Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων του δείγματος απορρίπτουν ως παράγοντες της ανεργίας τους το φύλο , την καταγωγή , τη θρησκεία και την αναπηρία  με ποσοστά 77%- 93% να επιλέγουν ‘καθόλου’.

Για το μέσο αναζήτησης εργασίας, όπως δείχνει η κατά φύλο ανάλυση, οι γυναίκες έχουν ελαφρώς μεγαλύτερη προτίμηση στα τέσσερα πιο
δημοφιλή μέσα δηλαδή Γραφείο Εργασίας (77% προς 76%), γνωστοί, φίλοι, συγγενείς (69% προς 67%), αγγελίες στο διαδίκτυο (67% προς 60%) και αγγελίες σε εφημερίδες (64% προς 59%).

Αντίθετα,παρατηρείται μια ελαφρά προτίμηση των ανδρών για τα τρία τελευταία σε προτίμηση μέσα, όπως ιδιωτικά
γραφεία εργασίας (13% προς 14%), EURES (9% προς 12%) και γραφεία σταδιοδρομίας (7% προς 8%).

Στο ερώτημα κατά πόσο οι άνεργοι του δείγματος έχουν αναζητήσει εργασία στο εξωτερικό, οκτώ στις δέκα γυναίκες και έξι στους δέκα άνδρες (81% και 63% αντίστοιχα) απαντούν αρνητικά, ενώ μόνο 19% των γυναικών και 37% των ανδρών δηλώνουν ότι έχουν αναζητήσει.
Η Αγγλία αποτελεί την κύρια χώρα αναζήτησης εργασίας, με το 51% των γυναικών και 37% των ανδρών να έχουν αναζητήσει εργασία στη χώρα αυτή.

Σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά έχουν αναζητήσει εργασία σε άλλες χώρες, όπως Ελλάδα (9% των γυναικών και 9% των ανδρών),
Αμερική (6% των γυναικών και 8% των ανδρών), Γερμανία (6% των γυναικών και 4% των ανδρών), Ντουμπάι-Κατάρ-άλλες Αραβικές χώρες (6% των γυναικών και 13% των ανδρών) κ.ά.

Ταυτότητα έρευνας:

Στην έρευνα έλαβαν μέρος 1,764 άνεργοι από τους οποίους 992 (56%) γυναίκες και 772 (44%) άνδρες.
Η πλειονότητα (55%) των συμμετασχόντων ήταν ανύπαντροι, ενώ οι παντρεμένοι ήταν 38%. Ποσοστό 6% του συνόλου δήλωσαν διαζευγμένοι και 1% χήροι.

Σύμφωνα με περαιτέρω κατά φύλο ανάλυση, από το σύνολο των γυναικών 49% ήταν ανύπαντρες και 41% παντρεμένες, ενώ στο σύνολο των ανδρών οι ανύπαντροι αποτελούσαν το 62% και οι παντρεμένοι το 33%.
Περίπου οι έξι στους δέκα (61%) ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα των 18 -29 ετών και οι τρεις στους δέκα (32%) στην ηλικιακή ομάδα των 30
-39 ετών. Οι υπόλοιποι (7%) ήταν ηλικίας 40 ετών και άνω.

Η πλειοψηφία του δείγματος (60%) δεν είχαν παιδιά. Ποσοστό 17% είχε ένα παιδί, ενώ δύο παιδιά είχε το 15%. Τρία παιδιά είχε το 6% του δείγματος, ενώ τέσσερα και πλέον παιδιά είχε μόνο το 2%.