Νέα αντιπαράθεση Ελεγκτικής Υπηρεσίας με ΥΠΟΙΚ

Νέα αντιπαράθεση αυτή τη φορά μεταξύ  Υπουργού  Οικονομικών  και Ελεγκτικής Υπηρεσιας ξέσπασε μετά την άρνηση του ΥΠΟΙΚ Χάρη Γεωργιάδη να αποδεχθεί ως παράνομη τη συμμετοχή λειτουργού του Υπ.Οικονομικών στο Π.Γ. του ΔΗΣΥ .imagew.aspx

Σε απάντηση  του Χ.Γεωργιάδη  η Ελεγκτική Υπηρεσίαμε αφορμή χθεσινές δηλώσεις του και αναφορές σε ραδιοφωνική εκπομπή σήμερα ς σημειώνει ότι «Ο μόνος που επιχειρεί να πλήξει την ανεξαρτησία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας είναι ο Υπουργός Οικονομικών “που θέλει να αποφασίζει ποιες καταγγελίες θα εξετάζουμε, ανάλογα με τα δικά του κομματικά ή άλλα κριτήρια”. Η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει στην ανακοίνωση της ότι η θέση του Υπουργού πως η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν θα πρέπει να εξετάζει καταγγελίες που της υποβάλλονται από βουλευτές της αντιπολίτευσης “είναι πρωτοφανής, και άλλο τόσο ανησυχητική”.

“Η δε σημερινή αναφορά του ότι, επειδή η Ελεγκτική Υπηρεσία εξετάζει καταγγελίες βουλευτών της αντιπολίτευσης, ο Γενικός Ελεγκτής `έχει μετατραπεί σε στέλεχος της αντιπολίτευσης` βρίσκεται, κατά τη δική μας άποψη, εντελώς εκτός των αποδεκτών θέσμιων συμπεριφοράς. Εκφράζουμε απλώς τη λύπη μας”, προστίθεται.

Η Υπηρεσία ενημερώνει δε τον Υπουργό ότι “καμία τέτοια ανυπόστατη θέση και απαράδεκτη συμπεριφορά του δεν θα μας εμποδίσει να ασκούμε το έργο μας. Απορρίπτουμε συνεπώς και τους ισχυρισμούς του ότι δήθεν η εξέταση καταγγελιών βουλευτών συνιστούν στοιχεία που δεικνύουν απώλεια της ανεξαρτησίας και αντικειμενικότητας μας”.

“Ο μόνος που επιχειρεί να πλήξει την ανεξαρτησία μας είναι ο Υπουργός που θέλει να αποφασίζει ποιες καταγγελίες θα εξετάζουμε, ανάλογα με τα δικά του κομματικά ή άλλα κριτήρια”, αναφέρει περαιτέρω η ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και σημειώνει ότι “για παράδειγμα, δεν τον ακούσαμε να διαμαρτύρεται όταν λάβαμε και εξετάσαμε καταγγελίες από βουλευτές του δικού του κόμματος”.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία, συνεχίζει η ανακοίνωση, “ασχολήθηκε μέχρι σήμερα με τρεις περιπτώσεις υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που ενδεχομένως να παραβίαζαν συγκεκριμένες νομοθεσίες λόγω κατοχής κομματικών αξιωμάτων” τις οποίες παραθέτει “για να αποδείξουμε, πρώτον ότι η Υπηρεσία μας δεν δρα επιλεκτικά, όπως αυθαίρετα μας κατηγόρησε ο Υπουργός, και δεύτερον για να καταφανεί πως τελικά ο μόνος που ανέχεται περιφρόνηση της συγκεκριμένης νομοθεσίας είναι ο ίδιος ο Υπουργός, που κατά τα άλλα θα έπρεπε να είναι θεματοφύλακάς της, ως ο αρμόδιος Υπουργός για εφαρμογή του σχετικού νόμου σε όλη την δημόσια υπηρεσία”.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η πρώτη περίπτωση, προ του 2015, “αφορούσε καταγγελία που υποβλήθηκε στην Υπηρεσία μας για αντικανονική συμμετοχή του Δημοτικού Γραμματέα Δήμου σε αντιπροσωπεία του ΔΗΚΟ, κατά παράβαση των τότε εν ισχύ Νόμων και Κανονισμών. Ο εν λόγω υπάλληλος έλαβε άδεια από το Δημοτικό Συμβούλιο, που είναι το αντίστοιχο όργανο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) για την τοπική αυτοδιοίκηση, και ακολούθως ανέλαβε το κομματικό αξίωμα”.

“Η περίπτωση αυτή αποδεικνύει ως παραπλανητική την αναφορά του Υπουργού ότι ουδείς υπάλληλος έλαβε έγκριση. Σε σημερινή μάλιστα παρέμβαση του στο κρατικό ραδιόφωνο  ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ Μαρίνος Μουσιούτας ανάφερε ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που αιτήθηκαν τη συγκεκριμένη άδεια. Εμείς δεν έχουμε στοιχεία περί τούτου, εφόσον όμως ισχύει, ο Υπουργός μένει ανεπανόρθωτα εκτεθειμένος”, όπως αναφέρεται.

Η δεύτερη περίπτωση, προστίθεται, “ ήταν πολύ πρόσφατη και αφορούσε καταγγελία κατά υπαλλήλου άλλου δήμου που ήταν ταυτόχρονα μέλος επαρχιακής επιτροπής του ΑΚΕΛ. Και αυτή την εξετάσαμε. Το δημοτικό συμβούλιο, ενεργώντας με σεβασμό στη νομοθεσία, έλαβε νομική γνωμάτευση με βάση την οποία το συγκεκριμένο αξίωμα δεν εμπίπτει στον ορισμό του `κομματικού αξιώματος` που με βάση τη σχετική νομοθεσία σημαίνει θέση στην ανώτατη οργανωτική δομή πολιτικού κόμματος ο κάτοχος της οποίας, με βάση το καταστατικό του πολιτικού κόμματος αυτού, επηρεάζει άμεσα τη διαμόρφωση πολιτικών ή εμπλέκεται άμεσα στην άσκηση πολιτικής εξουσίας”.

Η τρίτη περίπτωση, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, “ ήταν αυτή του στελέχους του ΔΗΣΥ για την οποία ο Υπουργός, αντί να προβεί σε διερεύνηση της καταγγελίας που του υποβάλαμε, μας επιτέθηκε απρόκλητα, χαρακτηρίζοντας `ύποπτη` την παρέμβαση μας και υιοθετώντας μία λογική ότι, αφού όλοι παρανομούν, μπορεί να παρανομεί και το στέλεχος του δικού του κόμματος”.
Αντί, σημειώνει, “ ο Υπουργός να μας κατηγορεί ότι σήμερα του καταγγείλαμε τη συγκεκριμένη λειτουργό, στη βάση καταγγελίας που λάβαμε από βουλευτή του ΑΚΕΛ, θα πρέπει ο ίδιος να εξηγήσει γιατί ενώ είναι αρμόδια αρχή συγκάλυψε τη λειτουργό και στέλεχος του κόμματος από το 2013, παραλείποντας μέχρι σήμερα να την ελέγξει πειθαρχικά. Όπως και τους δεκάδες άλλους υπαλλήλους που όπως ο ίδιος αναφέρει γνωρίζει”.

Είναι ανήκουστο, όπως αναφέρει, “ ο έχων την ευθύνη πειθαρχικού ελέγχου των υπαλλήλων να διαλαλεί ότι όλοι παρανομούσαν και αυτός απλώς τους ανεχόταν”, προσθέτοντας ότι “όταν υποδείξαμε στον Υπουργό ότι η προσέγγιση του, πως άμα παρανομούν πολλοί δεν μπορείς να ελέγξεις κανέναν, αφίσταται βασικών αρχών χρηστής διοίκησης που δεν επιτρέπουν ισότητα στην παρανομία, `θυμήθηκε` ότι δήθεν τα στελέχη που το 2015 κατά τη ψήφιση του νόμου παρανομούσαν, σήμερα μπορούν να κατέχουν κομματικό αξίωμα χωρίς έγκριση της ΕΔΥ και άρα χωρίς να πληρείται η προϋπόθεση του νόμου ότι τέτοια έγκριση δίνεται μόνο αν τα καθήκοντα της θέσης του υπαλλήλου δεν συγκρούονται και δεν επηρεάζονται με οποιοδήποτε τρόπο από την κατοχή του κομματικού αξιώματος”.

“Θεωρούμε τη θέση του Υπουργού πρωτοφανή, η οποία όψιμα υιοθετείται σε μια προσπάθεια του να θολώσει τα νερά και να αποφύγει το στέλεχος του κόμματος του τον πειθαρχικό έλεγχο”, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία στην ανακοίνωση της.

Με άλλα λόγια, συνεχίζει, “αυτό που τώρα ισχυρίζεται ο Υπουργός (χωρίς φυσικά να έχουμε αντιληφθεί που το βασίζει), είναι πως ο υπάλληλος που το 2013 περιφρόνησε το νόμο και παράνομα στις 10 Ιουλίου 2015 κατείχε κομματικό αξίωμα, όχι μόνο δεν θα πρέπει να διωχθεί πειθαρχικά για την τότε πράξη του, αλλά δήθεν έχει αποκτήσει κάποιου είδους `προνόμιο` να δικαιούται σήμερα να κατέχει το κομματικό αξίωμα χωρίς έγκριση της ΕΔΥ και άρα χωρίς να διασφαλίζεται ότι πληρείται η προϋπόθεση του νόμου για μη σύγκρουση των καθηκόντων της θέσης του με το κομματικό αξίωμα”.

“Αντίθετα, λέει ο Υπουργός”, με βάση της ανακοίνωση, “ο νομιμόφρων υπάλληλος που ανέμενε τη αλλαγή της νομοθεσίας προτού αναλάβει κομματικό αξίωμα, θα πρέπει να λάβει έγκριση και άρα να ελεγχθεί ότι πληροί τη συγκεκριμένη προϋπόθεση του νόμου”.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία υπενθυμίζει πάντως στον Υπουργό ότι, “κατά τη συζήτηση της πρότασης νόμου πριν την ψήφιση της, στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, στην παρουσία εκπροσώπων του Υπουργείου του, η Νομική Υπηρεσία είχε εξηγήσει την ύψιστη σημαντικότητα της τήρησης της προϋπόθεσης με βάση την οποία πρέπει να εξασφαλίζεται άδεια από την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή (εδώ από την ΕΔΥ) πριν από την ανάληψη κομματικού αξιώματος, αφού, όπως εξήγησε, η προϋπόθεση αυτή συγκεράζει σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης και της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ερμηνευθείσας στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αρχής της διάκρισης μεταξύ της διοικητικής λειτουργίας και της πολιτικής εξουσίας και διασφαλίζει την αποφυγή σύγκρουσης μεταξύ των δύο”.

“Τώρα ο Υπουργός ισχυρίζεται ότι η λειτουργός του Υπουργείου του μπορεί να κατέχει κομματικό αξίωμα χωρίς να λάβει έγκριση από την ΕΔΥ, ως `επιβράβευση` της επειδή ανέλαβε το κομματικό αξίωμα το 2013 περιφρονώντας την τότε ισχύουσα νομοθεσία, με την ανοχή φυσικά του ίδιου του Υπουργού. Αυτό είναι ανήκουστο”, σημειώνει.

Η Υπηρεσία μας, αναφέρει περαιτέρω η ανακοίνωση, “ θα αναμένει ενημέρωση από τον Υπουργό για την καταγγελία που έχουμε επίσημα υποβάλει σε αυτόν ότι, για την μεν περίοδο μέχρι τις 10 Ιουλίου 2015 η συγκεκριμένη λειτουργός δεν μπορούσε νόμιμα να κατέχει κομματικό αξίωμα, για τη δε περίοδο μετά την ημερομηνία αυτή μέχρι σήμερα δεν θα μπορούσε να κατέχει κομματικό αξίωμα εκτός αν εξασφάλιζε έγκριση από την ΕΔΥ”.

“Όπως είχαμε εξ αρχής γραπτώς ενημερώσει τον Υπουργό, η καταγγελία μας αφορά την ενδεχόμενη εκ μέρους της παραβίαση του άρθρου 71 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου. Η καταγγελία υποβλήθηκε στον Υπουργό σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 81(2) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου”, επισημαίνει η Υπηρεσία και υπενθυμίζει ότι “ότι σε γνωμάτευση του τέως Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 11 Οκτωβρίου 2006 είχε εξηγηθεί πως αν καταγγελθεί στην Αρμόδια Αρχή (δηλαδή στον Υπουργό), ότι συγκεκριμένος δημόσιος υπάλληλος είναι δυνατό να διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα, τότε η Αρμόδια Αρχή οφείλει να ενεργήσει αμέσως για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας”.

“Σε κάθε περίπτωση, στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αν η θέση του Υπουργού που θα μας διαβιβάσει θα είναι αυτή που τώρα θυμήθηκε και που εξήγησε χθες και σήμερα, τότε αυτός που τελεσίδικα θα γνωματεύσει ως προς την ερμηνεία των νόμων θα είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ως ο νομικός σύμβουλος της Δημοκρατίας, των υπουργών και φυσικά της Υπηρεσίας μας. Να είναι συνεπώς βέβαιος ο Υπουργός ότι τελικά θα επικρατήσει η νομιμότητα”, προστίθεται στην ανακοίνωση.

Η Υπηρεσία αναφέρει επίσης ότι θα αναμένει “ενημέρωση από τον Υπουργό για το θέμα των διαδικασιών της απόσπασης της συγκεκριμένης λειτουργού του Υπουργείου Οικονομικών στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Αυτό είναι το δεύτερο, ξεχωριστό θέμα, που εξετάζει η Υπηρεσία μας στη βάση της ίδιας καταγγελίας της βουλευτού του ΑΚΕΛ”.

“Αν η θέση του και γι αυτό το θέμα θα είναι ότι η εξέταση του `ασφαλώς τελείωσε`, όπως δήλωσε το πρωί στο κρατικό ραδιόφωνο, τότε η Υπηρεσία μας θα προχωρήσει σε ολοκλήρωση της εξέτασης του θέματος στη βάση στοιχείων που θα συλλέξει η ίδια η Υπηρεσία για έλεγχο της συγκεκριμένης δαπάνης”, καταλήγει η ανακοίνωση.

ΥΠΟΙΚ: Ο Γεν. Ελεγκτής έχει απωλέσει την ανεξαρτησία και αντικειμενικότητά του


Για απώλεια της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας του Γενικού Ελεγκτή έκανε  λόγο χθες ο Υπουργός Οικονομικών Χάρης Γεωργιάδης.

Σε γραπτή δήλωσή του σε σχέση με την καταγγελία του Γενικού Ελεγκτή εναντίον συγκεκριμένης Λειτουργού του Υπουργείου Οικονομικών, για συμμετοχή της σε συλλογικό όργανο πολιτικού κόμματος, ο Υπουργός αναφέρει ότι έχει ζητήσει την διεξαγωγή διοικητικής έρευνας η οποία και έχει ολοκληρωθεί και προσθέτει ότι για τις διαπιστώσεις και τις αποφάσεις του ο Γενικός Ελεγκτής θα ενημερωθεί γραπτώς.

«Θα ήθελα όμως να σημειώσω ότι μέχρι το 2015 μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων κατείχε πράγματι πολιτικό αξίωμα σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου» σημειώνει ο Υπουργός.

Προσθέτει πως είχε εντοπιστεί η αντίφαση ότι η νομοθεσία από τη μια απαγόρευε την ενεργό ανάμειξη δημοσίων υπαλλήλων στα κομματικά, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε σε αυτούς να είναι υποψήφιοι για πολιτειακό αξίωμα (π.χ. υποψήφιος Βουλευτής) και να έχουν συνεπώς ενεργό κομματική δράση.

«Έχοντας ακριβώς υπόψη ότι μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων κατείχε κομματικό αξίωμα, η Βουλή των Αντιπροσώπων προχώρησε το 2015 σε νομοθετική ρύθμιση η οποία πλέον επιτρέπει και ρυθμίζει τη συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων σε πολιτικά κόμματα, χωρίς μάλιστα να δημιουργείται υποχρέωση σε όσους κατείχαν κομματικό αξίωμα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του συγκεκριμένου Νόμου, να υποβάλουν σχετικό αίτημα στην ΕΔΥ. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο κανένα αίτημα από δημόσιο υπάλληλο, από τους πολλούς που υπηρετούν σε πλείστα πολιτικά κόμματα, δεν έχει υποβληθεί στην ΕΔΥ» αναφέρει ο κ. Γεωργιάδης.

Με βάση τα πιο πάνω, επισημαίνει, «προκύπτει ότι η συγκεκριμένη Λειτουργός στοχοποιείται με τρόπο άδικο και υπερβολικό» και σημειώνει πως «η εμμονή του Γενικού Ελεγκτή να καταδικάσει τη συγκεκριμένη Λειτουργό προκύπτει μετά από υπόδειξη Βουλευτή του ΑΚΕΛ και αποτελεί άλλη μια επιβεβαίωση της απώλειας της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας εκ μέρους του».