Ομόφωνη απόφαση Ανωτάτου για παύση Ρ.Ερωτοκριτου από Β.Γ.Εισαγγελέας

Την ομόφωνη απόφαση για παύση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου από τα καθήκοντά του ως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, ανακοίνωσε πριν από λίγο ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μύρων Νικολάτος.rikkos-erotokritou-apo-stigmi-se-stigmi-apanta-th

 

Την αίτηση για παύση του κ. Ερωτοκρίτου είχε καταθέσει ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης.

Διαβάζοντας την απόφαση του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην παρουσία του κ. Ερωτοκρίτου, ο κ. Νικολάτος ανέφερε ότι το Συμβούλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίνει ότι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά τόσο σοβαρή που να δικαιολογεί την απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Τονίζεται ακόμα ότι η απόφαση είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Σημειώνεται ότι είναι η πρώτη περίπτωση παύσης Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς και η απόφαση θεωρείται ιστορική για τα δεδομένα της Νομικής Υπηρεσίας.

Γίνεται αντιληπτό πως μετά την επάνοδο του Προέδρου Αναστασιάδη από τη Νέα Υόρκη θα αρχίσει η διαδικασία πλήρωσης της θέσης του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

«Ανικανος να επιτελέσει τα υψηλά του καθήκοντα»

Σύμφωνα με τους δικαστές η συμπεριφορά του κ. Ερωτοκρίτου «ήταν πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου συμπεριφοράς από τέτοιον αξιωματούχο». Είναι συμπεριφορά, προσθέτουν, «που, αντικειμενικά κρινόμενη, τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και, στα μάτια τρίτων, είναι εύλογη η αντίληψη ότι τέτοια συμπεριφορά τον καθιστά ακατάλληλο να συνεχίσει να επιτελεί τα υψηλά του καθήκοντα με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμά του προορίζεται να υπηρετεί».

Τέτοια συμπεριφορά, επισημαίνουν, «εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους Θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία και σίγουρα δεν μπορεί να «θεραπευθεί», απλώς και μόνο με μιαν εκ των υστέρων απολογία και συγνώμη» έστω και αν τα ψήγματά της εκδηλώθηκαν και προηγουμένως με τα τηλεφωνικά μηνύματα.

«Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε τον Καθ` ου η αίτηση υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντά του», είπε ο κ. Νικολάτος μετά την παράθεση των κύριων σημείων της 50σέλιδης απόφασης.

Η απόφαση θα κοινοποιηθεί αμέσως στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη «για τις δέουσες ενέργειες συμφώνως προς την απόφαση και κατ` ακολουθίαν του εδαφίου (4) της όγδοης παραγράφου του Άρθρου 153 του Συντάγματος».

Στην απόφασή τους οι δώδεκα δικαστές αναφέρουν ότι η υπόθεση «είναι πρωτοφανής, αφού ουδέποτε στο παρελθόν, τουλάχιστον από της εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπήρξε οποιαδήποτε παρόμοια αίτηση για απόλυση Ανώτατου Αξιωματούχου λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς» και προχωρούν σε ανάλυση νομολογίας στην Κύπρο αλλά και στο εξωτερικό ως προς την ερμηνεία του όρου.

Ερμηνεύουν ότι ανάρμοστη συμπεριφορά είναι «συμπεριφορά τόσο κακή, τόσο μεμπτή δηλαδή, ώστε να καθιστά το πρόσωπο που είναι υπόλογο γι αυτήν, ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του ή να δημιουργεί, ευλόγως, αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, το οποίον το αξίωμα προορίζεται να εξυπηρετεί».

Διευκρινίζουν επίσης ότι ο όρος ανάρμοστος συμπεριφορά «δεν περιορίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων ενός αξιωματούχου, αλλά είναι ευρύτερος και περιλαμβάνει την συμπεριφορά του γενικότερα».

Οι δικαστές του Συμβουλίου σημειώνουν περαιτέρω ότι οι δημόσιες δηλώσεις του κ. Ερωτοκρίτου, για ενδεχόμενη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ήταν αβάσιμοι. «Οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν αναληθείς, ηθικά μεμπτοί και απαράδεκτοι κατά τον τρόπο που έγιναν και ήταν «λάθος» για το οποίο τελικά ο Καθ` ου η Αίτηση απολογήθηκε στον Αιτητή», αναφέρουν.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο, «οι προαναφερόμενοι αβάσιμοι ισχυρισμοί συνιστούν, κατά την κρίση μας άκριτη και ανεύθυνη συμπεριφορά» εκ μέρους του κ. Ερωτοκρίτου. Ως προς τη συμπεριφορά του σημειώνει «συναφώς τη δική του θέση, ότι είχε υποψίες για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων `από κάποιον εμπλεκόμενο` χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ποιον, αλλά αυτό δεν τον απέτρεψε από του να εκστομίσει, δημόσια, σοβαρές κατηγορίες για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων» από τον Γενικό Εισαγγελέα, δημιουργώντας έτσι «μεγάλη ανησυχία και αμφιβολίες στους πολίτες και παραβιάζοντας, βάναυσα, το τεκμήριο της αθωότητας τους, το οποίον ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είχε ύψιστον καθήκον να σέβεται».

Σημειώνουν ακόμα την παραδοχή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ότι τα όσα είπε δημόσια στις 14 Απριλίου «δεν αποδίδουν την αρχική του πρόθεση». Δηλαδή, αναφέρουν, «άλλα προτίθετο να πει και άλλα είπε στην πραγματικότητα, στοιχείο που δείχνει, κατά την κρίση μας, τουλάχιστον ανευθυνότητα».

Τονίζουν εμφαντικά, όπως αναφέρουν, ότι ο κ. Ερωτοκρίτου δεν ήταν και δεν είναι ένας απλός πολίτης, όπως το έθεσε, που είχε το στοιχειώδες καθήκον να αμυνθεί, προτάσσοντας το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης.

«Χωρίς βεβαίως να στερείτω αυτού του δικαιώματος, ακριβώς εδώ είναι που έπρεπε, αναλογιζόμενος την υψηλότατη θεσμική του θέση, αυτή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, θέση που συνταγματικά του επιτρέπει ακόμη και να αναπληροί τον Γενικό Εισαγγελέα, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, να ισοζυγίσει όλα τα δεδομένα και να συμπεριφερθεί με ευθυκρισία, ευθυδικία, συναίσθηση της υψηλής του αποστολής και του ειδικού βάρους της θέσης του».

Ακόμα και αν θεωρούσε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν ενέργησε απόλυτα ορθά, σύμφωνα με το Συμβούλιο «έπρεπε να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και όχι αμετροεπή συμπεριφορά μη αναμενόμενη από θεσμικό αξιωματούχο και δη της ανεξάρτητης Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, προκαλώντας έτσι διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αμφότερους τους θεσμούς του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα».

Σε αναφορά το θέμα των sms οι δικαστές εκφράζουν τη θέση ότι ο κ. Ερωτοκρίτου συμπεριφέρθηκε «ως άτομο που είχε μια `προσωπική` διαφορά με ένα άλλο άτομο, αποτυγχάνοντας εντελώς να αντιληφθεί τη μεγάλη συνταγματική διάσταση της υπόθεσης».

«Η υπόθεση αφορούσε σε ανάρμοστη συμπεριφορά ανώτατου αξιωματούχου του κράτους, την οποίαν ο Γενικός Εισαγγελέας, ως κατεξοχήν προασπιστής της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος, είχε καθήκον να προωθήσει», προσθέτουν.

Σε άλλο σημείο της απόφασης ξεκαθαρίζεται ότι «η απόφαση του Συμβουλίου είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, επομένως η μη εξασφάλιση εκ των προτέρων της έγκρισης ή της θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας για την παρούσα αίτηση δεν την επηρεάζει».

Οι κατηγορίες του κ. Ερωτοκρίτου εναντίον του κ. Κληρίδη για την υπόθεση Providencia, όχι μόνο ήταν αβάσιμες όπως τελικά παραδέχθηκε, συνεχίζει το Συμβούλιο, αλλά αφορούσαν τομέα αρμοδιότητας ο οποίος εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Γενικού Εισαγγελέα, δηλαδή την καταχώρηση ποινικής δίωξης.

Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, αναφέρει, «όφειλε να γνωρίζει και να σέβεται αυτές τις νομικές θέσεις, αλλά δεν το έπραξε, δείχνοντας έτσι έλλειψη ορθής συμπεριφοράς και νομικής κατάρτισης και μάλιστα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του».

«Παρασύρθηκε σε ανεπίτρεπτο βαθμό από συναισθηματισμούς που επηρέασαν την όλη συμπεριφορά του και καταβαράθρωσαν το κύρος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας», σημειώνει το Συμβούλιο.

Σημειώνεται ότι σε ότι αφορά το χειρισμό των πέντε υποθέσεων ΦΠΑ το Συμβούλιο έκρινε ότι η συμπεριφορά του κ. Ερωτοκρίτου «δεν τεκμηριώθηκε ως επιλήψιμη και δη ανάρμοστη».

Ως προς το ζήτημα των εξόδων το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη, όπως αναφέρει, την ιδιαίτερη φύση της διαδικασίας, δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή.