Ο βιασμός και ο κρυφός γιος που μεγάλωσε ως αδερφός της
Η Κλαούντια Καρντινάλε, η διάσημη ηθοποιός που καθιερώθηκε ως μία από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ιταλικού και διεθνούς κινηματογράφου, πέθανε την Τρίτη (23/9) σε ηλικία 87 ετών στην πόλη Νεμούρ, κοντά στο Παρίσι.
Με τη χαρακτηριστική της ομορφιά και τη βαθιά, μελαγχολική φωνή της, η Καρντινάλε έλαμψε στην μεγάλη οθόνη ενώ συνεργάστηκε με κορυφαίους σκηνοθέτες όπως ο Φεντερίκο Φελίνι και ο Λουκίνο Βισκόντι και πρωταγωνίστησε δίπλα σε μεγάλα ονόματα όπως οι Μπέρτ Λάνκαστερ, Αλάν Ντελόν και Χένρι Φόντα.
Το κορίτσι που πρωταγωνίστησε στην χρυσή εποχή του ιταλικού κινηματογράφου χωρίς να ξέρει ιταλικά, έκανε 175 ταινίες και συγκέντρωσε αμέτρητες διακρίσεις και τιμητικές βραβεύσεις.
Πέρα από τη λαμπρή της καριέρα, τη ζωή της σημάδεψε μια προσωπική τραγωδία: υπήρξε θύμα βιασμού στα 17 της από έναν Γάλλο κινηματογραφικό παραγωγό με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος.
Ο γιος της, Πατρίκ, γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1958 στο Λονδίνο.
Με λίγες επιλογές διαθέσιμες εκείνη την εποχή, η Καρντινάλε αποφάσισε να κρατήσει το παιδί και να προσπαθήσει να «κερδίσει τα προς το ζην και την ανεξαρτησία της» μέσα από τον κινηματογράφο, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν ήθελε να ασχοληθεί με τις ταινίες. Σε συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα Le Monde το 2017, δήλωσε: «Το έκανα για εκείνον, για τον Πατρίκ, το παιδί που ήθελα να κρατήσω παρά τις περιστάσεις. Ήμουν πολύ νέα, ντροπαλή, σεμνότυφη. Και χωρίς την παραμικρή διάθεση να εκτεθώ στα κινηματογραφικά πλατό».
Για να προστατεύσει την καριέρα της και να αποφύγει το σκάνδαλο της εξωσυζυγικής εγκυμοσύνης, η Καρντινάλε παρουσίασε τον Πατρίκ δημόσια ως τον «μικρότερο αδελφό» της, και την ανατροφή του ανέλαβε η οικογένειά της στη Ρώμη. Αργότερα, ο παραγωγός Φράνκο Κριστάλντι, με τον οποίο παντρεύτηκε το 1966, τον υιοθέτησε.
Ο γιος της, Πατρίκ, σήμερα γνωστός και ως Πατρίτσιο, εργάστηκε ως σχεδιαστής κοσμημάτων στη Νέα Υόρκη.
Οι σχέσεις που έμειναν μακριά από τα φώτα και ο μεγάλος έρωτας
Η προσωπική ζωή της Κλαούντια Καρντινάλε ήταν διαρκώς υπό το βλέμμα των μέσων της εποχής. Παρά το γεγονός ότι έγινε sex symbol της δεκαετίας του ’60, η ίδια επέλεξε να κρατά χαμηλό προφίλ όσον αφορά τις σχέσεις της, αποφεύγοντας να εκτίθεται δημόσια.
Είχες δεσμούς με κορυφαίους ηθοποιούς, όπως ο Στιβ ΜακΚουίν, ο Αλάν Ντελόν, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και ο Μάρλον Μπράντο, αλλά παρέμεινε διακριτική και συνειδητά ανεξάρτητη. Όπως είχε δηλώσει η ίδια, η μοναδική της μεγάλη αγάπη ήταν ο σκηνοθέτης Πασκουάλε Σκουιτιέρι, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, την Κλαούντια, και συνεργάστηκε επαγγελματικά για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες μέχρι τον θάνατό του το 2017.
«Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Είχα μόνο έναν σημαντικό άνδρα στη ζωή μου, τον σκηνοθέτη Πασκουάλε Σκουιτιέρι», είχε δηλώσει. «Τον αγάπησα για την εξυπνάδα του, την ομορφιά του, τον πολιτισμό του, και ήταν επίσης πολύ διασκεδαστικός και λίγο τρελός».
Είχε γεννηθεί το 1938 στην Τύνιδα. Οι γονείς της, η Γιολάντα και ο Φραντσέσκο, αν και είχαν γεννηθεί στην Αφρική, διατηρούσαν την ιταλική υπηκοότητα. Οι μητρικές της γλώσσες είναι τα αραβικά της Τυνησίας, τα γαλλικά και τα σικελικά. Όταν ξεκίνησε την κινηματογραφική της καριέρα στην Ιταλία, τα ιταλικά τα μιλούσε με αρκετή δυσκολία γι’ αυτό και στις πρώτες της ταινίες ντουμπλάρανε τη φωνή της.

Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Ιταλούς σκηνοθέτες: από τον Λουκίνο Βισκόντι, στον «Γατόπαρδο» και στον «Ρόκο και τα αδέλφια του», μέχρι τον Φενερίκο Φελλίνι στην ταινία «Οκτώμισι, 8 1/2 ».

Συνολικά, συμμετείχε σε πάνω από 150 κινηματογραφικά έργα συνεργαζόμενη, επίσης, με τους σκηνοθέτες Σέρτζιο Λεόνε, Λουίτζι Κομεντσίνι και Μάριο Μονιτσέλλι. Συμπρωταγωνιστές της, ήταν κορυφαίοι ηθοποιοί, όπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Αλέν Ντελόν και ο Βιτόριο Γκάσμαν.

Αναδύθηκε στο κινηματογραφικό στερέωμα μετά τη διεθνή επιτυχία της Σοφίας Λόρεν και αρχικά χαρακτηρίστηκε ως η απάντηση της Ιταλίας στην Μπριζίτ Μπαρντό.

Με το ταλέντο και την αναμφισβήτητη ομορφιά της, κατέκτησε επάξια μία σημαντική θέση στην ιστορία του σινεμά, συνεργαζόμενη με μεγάλα ονόματα της σκηνοθεσίας (Βισκόντι, Φελίνι, Λεόνε, Χέρτζογκ κ.ά.). Στο ενεργητικό της έχει πάνω από 140 ταινίες και 900 εξώφυλλα σε περιοδικά 25 χωρών.

Η Καρντινάλε ανήκει στην κατηγορία των πρωταγωνιστριών που πέρα από την απαραίτητη ακτινοβολία, την αξεπέραστη γοητεία της, τη μοναδική βραχνή και τόσο ερωτική φωνή της, το σκέρτσο και τη φρεσκάδα, τα μαύρα της μεγάλα και λαμπερά μάτια, διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά των σταρ που έλαμψαν μεταπολεμικά.

«Είναι το όνειρο του κάθε καμεραμάν – ένα τέλειο κομμάτι της φύσης – δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις λάθος στη φωτογράφισή της» είχε δηλώσει ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας Κόνραντ Χολ.

Είχε την ευκολία και την πλαστικότητα να ερμηνεύει μία τεράστια γκάμα ρόλων, από την κλασική φτωχή Ναπολιτάνα ως την πριγκίπισσα ή απόμακρη ντίβα, και όλα αυτά με ένα κινηματογραφικό ήθος που δύσκολα συναντάται πλέον.

Η Κλοντ Ζοζεφίν Ροζ Καρντινάλε γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1938, στην Τύνιδα του τότε Γαλλικού Προτεκτοράτου της Τυνησίας. Ο πατέρας της, σιδηροδρομικός το επάγγελμα, ήταν ιταλικής καταγωγής, ενώ η μητέρας της καταγόταν από γαλλική οικογένεια με ρίζες στη χώρα. Μεγάλωσε μέσα σε γαλλόφωνο περιβάλλον και μέχρι τα 18 της σχεδόν δεν μιλούσε ιταλικά.

Όπως και πολλές από τις Ιταλίδες σταρ του καιρού της ξεκίνησε από τα καλλιστεία. Το 1957 κέρδισε τον διαγωνισμό ομορφιάς «Το πιο όμορφο κορίτσι της Τυνησίας», με έπαθλο ένα ταξίδι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, που ήταν και η αφορμή για τη μετέπειτα επαγγελματικής πορεία της.






