Σύμπνοια Λευκωσίας-Αθήνας στο Κυπριακό εκφράζουν Χριστοδουλίδης-Μητσοτάκης

Τη σύμπνοια Λευκωσίας-Αθήνας όσον αφορά στο Κυπριακό εξέφρασαν τη Δευτέρα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, και ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά αυτών «που σπέρνουν ζιζάνια» στις σχέσεις των δυο κρατών.

Σε δηλώσεις τους μετά την κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαν οι δύο ηγέτες, σε κοινή συνέντευξη Τύπου, στο Προεδρικό Μέγαρο, στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης του Έλληνα Πρωθυπουργού στην Κύπρο ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ανέφερε ακόμη ότι οι στόχοι και οι επιδιώξεις των δύο χωρών είναι κοινές στο Κυπριακό, όπως και τα μέσα για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, όσο και αν κάποιοι, είτε στην Αθήνα είτε στη Λευκωσία, για δικούς τους λόγους θέλουν να βλέπουν διαφορές μεταξύ των δυο κρατών.

Ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε ότι η στήριξη της Ελλάδας σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία αναληφθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία όσον αφορά στο Κυπριακό, «είναι δεδομένη και αυτονόητη», παρά τα «ζιζάνια» όπως είπε, που σπέρνουν κάποιοι στις σχέσεις των δυο κρατών.

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ανέφερε ακόμη ότι αναμένει αρχές Σεπτεμβρίου επίσκεψη στην Κύπρο αξιωματούχου των ΗΕ για την προετοιμασία της τριμερούς συνάντησης στην Νέα Υόρκη.

Ανακοίνωσε ακόμη, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναλάβει το κόστος αναδάσωσης  των περιοχών που έχουν πληγεί από τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Ρόδο.

Είπε ακόμη ότι η τριμερής Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ θα πραγματοποιηθεί τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου.

Οι δύο ηγέτες ανακοίνωσαν επίσης ότι θα πραγματοποιηθεί συνάντηση για τις εργασίες του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Κύπρου-Ελλάδας στις 11-12 Οκτωβρίου, στη Ρόδο.

Στην εναρκτήρια του δήλωση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλωσόρισε τον κ. Μητσοτάκη και τον συνεχάρη και δημοσίως για την επανεκλογή του.

«Πιστεύω ακράδαντα ότι τόσο η μεταξύ μας συνεργασία όσο και ο συνεχής συντονισμός Κύπρου και Ελλάδος, που μαρτυρούν με τον πλέον γλαφυρό τρόπο το επίπεδο των σχέσεων και των αδελφικών μας δεσμών, θα ενισχυθούν ακόμα περισσότερο», είπε.

Εξέφρασε «τα ειλικρινή συλλυπητήρια του κυπριακού λαού» για την απώλεια των δυο αξιωματικών της πολεμικής αεροπορίας και ανέφερε ότι, η Κυπριακή Δημοκρατία, «όπως κατ’ επανάληψη το έχει πράξει και η Ελλάδα, είναι έτοιμη να παράσχει όποια βοήθεια χρειαστεί σε τέτοιου είδους περιστατικά». 

Ανακοίνωσε επίσης ότι, «λόγω και της εγγύτητας και των ιδιαίτερων δεσμών με τη Ρόδο», η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναλάβει το κόστος αναδάσωσης των περιοχών που έχουν πληγεί από τις πυρκαγιές στη Ρόδο. Σημείωσε ότι υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον από Κύπριους πολίτες και κυπριακές επιχειρήσεις που θέλουν να εμπλακούν σε αυτή την προσπάθεια.

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, ανέφερε ότι η επίσκεψη στην Κύπρο του Έλληνα Πρωθυπουργού, δεν αποτελεί γεγονός μόνο συμβολικής σημασίας αλλά πραγματοποιείται «σε μια κρίσιμη χρονικά συγκυρία τόσο για τα μεγάλα εθνικά θέματα – το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά – όσο και για το περιφερειακό και  ευρωπαϊκό γίγνεσθαι». Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από γεωπολιτική ρευστότητα η οποία επηρεάζει αδιαμφισβήτητα και τις κοινές προκλήσεις που Λευκωσία και Αθήνα έχουμε να αντιμετωπίσουμε, πρόσθεσε.

Σημείωσε ότι είχαν «μια πολύ εποικοδομητική συζήτηση» κατά τη διάρκεια της οποίας αντάλλαξαν απόψεις επί σωρείας σημαντικών θεμάτων τα οποία άπτονται της διμερούς συνεργασίας των δύο χωρών, του Κυπριακού, των ελληνοτουρκικών, της ευρωτουρκικής ατζέντας, «καθώς επίσης τις εξελίξεις τόσο εντός της κοινής ευρωπαϊκής μας οικογένειας όσο και στην ευρύτερη περιοχή».

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ανέφερε ότι οι διμερείς δεσμοί και η στενή συνεργασία των δύο χωρών, εκτείνονται σε μια πλειάδα θεμάτων συμπεριλαμβανομένης της στενής και παραγωγικής τους σχέσης εντός της ΕΕ, στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας, όπου Ελλάδα και Κύπρος δεν είναι μόνο στρατηγικοί εταίροι, «αλλά και αποτελούμε παράγοντες σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, την ενεργειακή μας συνεργασία που διευρύνεται συνεχώς και σε πολλούς άλλους τομείς, της ναυτιλίας, της εκπαίδευσης, των επιχειρήσεων, του πολιτισμού».

Ήταν ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο που κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα τον περασμένο Μάρτιο, είπε, «συμφωνήσαμε στην καθιέρωση ενός θεσμοθετημένου οργάνου διακυβερνητικής συνεργασίας το οποίο προνοεί τη σύσταση Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Κύπρου και Ελλάδας». Αυτή ήταν μια απόφαση ορόσημο, όπως είπε, «στην προσπάθεια ενίσχυσης και διεύρυνσης της διμερούς μας συνεργασίας. Είπε ότι προσβλέπει στην πραγματοποίηση της πρώτης τέτοιας Διακυβερνητικής Συνάντησης στις 11 και 12 Οκτωβρίου, στην Ελλάδα.

Όσον αφορά στο Κυπριακό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είπε ότι συζήτησαν «ενδελεχώς τις τελευταίες εξελίξεις σε ό,τι αφορά την προσπάθειά μας για άρση του αδιεξόδου και επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό».

«Όσο και αν κάποιοι, είτε στην Αθήνα είτε στη Λευκωσία, συνεχίζουν, για τους δικούς τους λόγους, να βλέπουν διαφορές μεταξύ μας, οι στόχοι και οι επιδιώξεις μας είναι κοινές, όπως επίσης ο τρόπος και τα μέσα επίτευξής τους», σημείωσε.

Είπε ακόμη ότι παρακολουθούν και αξιολογούν «με ιδιαίτερο ενδιαφέρον» τις εξελίξεις  στην Τουρκία μετά τις τουρκικές εκλογές. «Καλωσορίζουμε τις δημόσιες τοποθετήσεις από πλευράς Άγκυρας για την επιθυμία ενίσχυσης των ευρωτουρκικών σχέσεων». Άλλωστε, πρόσθεσε, «η εξέταση υλοποίησης παραμέτρων της ευρωτουρκικής ατζέντας σε απόλυτο συνδυασμό με συγκεκριμένες κινήσεις προς την κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού, αλλά και των επιδιώξεων της Τουρκίας στην περιοχή, με πλήρη σεβασμό στην υφιστάμενη αιρεσιμότητα και με τρόπο σταδιακό και αναστρέψιμο, είναι κάτι που εντάσσεται στο πλαίσιο και της δικής μας προσέγγισης, σε σχέση με το Κυπριακό, όπως κατ’ επανάληψη έχω αναφέρει».

«Είναι σημαντικό», και εδώ ο ρόλος του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι καθοριστικής σημασίας, πρόσθεσε, «ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας προσεγγίζουν το θέμα μέσα από την ίδια οπτική, ότι δηλαδή τυχόν πρόοδος στις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι συνυφασμένη με θετικές κινήσεις από πλευράς Τουρκίας». Είπε ότι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ιουνίου έστειλαν «σαφή μηνύματα». «Το Κυπριακό είναι ένα ευρωπαϊκό ζήτημα και ως εκ τούτου η επίλυσή του στη βάση των σχετικών Ψηφισμάτων των ΗΕ αποτελεί προτεραιότητα για την ΕΕ», είπε.

Στα ίδια Συμπεράσματα, πρόσθεσε, «αποτέλεσμα της κοινής μας προσπάθειας, επισημαίνεται ότι η ΕΕ είναι απόλυτα δεσμευμένη και έτοιμη να συμβάλει ενεργά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της,  ενώ εκφράζει την ετοιμότητά της για επανεκκίνηση των σχέσεών της με την Τουρκία πάντοτε στη βάση του υφιστάμενου πλαισίου και της αιρεσιμότητας». Αυτό, είπε,  συμβαδίζει με την ανάγκη προόδου σε μια σειρά θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών.

Στο ίδιο  πλαίσιο, σημείωσε, «θεωρούμε πολύ σημαντική» και την πρόσφατη δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας για το Κυπριακό, όπου μεταξύ άλλων, είπε, επανεπιβεβαιώνεται «με ξεκάθαρο τρόπο» η βάση λύσης, η ανάγκη διορισμού Απεσταλμένου του ΓΓ, όπως επίσης η ανάγκη να αποφευχθούν προκλήσεις και οι περαιτέρω παραβιάσεις των ψηφισμάτων.

Ο ΠτΔ είπε ακόμη ότι, με τον Έλληνα Πρωθυπουργό συζήτησαν και τα θέματα της Ενέργειας και του Μεταναστευτικού, που βρίσκονται ψηλά στην ημερήσια διάταξη και της ΕΕ.

Σχετικά με την Ενέργεια, είπε ότι, είναι κοινή η πεποίθηση ότι οι δύο χώρες μπορούν να συνδράμουν καθοριστικά στην αξιοποίηση των ενεργειακών προοπτικών της ανατολικής Μεσογείου για κάλυψη των αναγκών της Ευρώπης, λαμβάνοντας υπόψη και την προσπάθειά της για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Σε σχέση με το Μεταναστευτικό, σημείωσε ότι επεσήμαναν την ανάγκη εξεύρεσης ευρωπαϊκών λύσεων αφού τα κράτη πρώτης γραμμής, Κύπρος και Ελλάδα και κάποια άλλα μεσογειακά κράτη, είπε, δεν μπορούν να συνεχίσουν να επωμίζονται την ευθύνη. «Το δυσανάλογο βάρος που επωμίζεται η Κυπριακή Δημοκρατία λόγω των αυξημένων μεταναστευτικών ροών, απαιτούν μια ενιαία και ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή απάντηση», είπε.

Είπε ακόμη ότι τα περιφερειακά ζητήματα, «και ειδικότερα οι εξελίξεις στη γειτονιά μας», αποτέλεσαν επίσης σημαντικό μέρος των συζητήσεών τους. «Είμαστε σε διαβουλεύσεις με την ισραηλινή πλευρά και περί τα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου θα γίνει η τριμερής Συνάντηση με το Ισραήλ», είπε.

Κλείνοντας, ο κ. Χριστοδουλίδης, διαβεβαίωσε τον κ. Μητσοτάκη ότι ο στενός συντονισμός των δύο χωρών θα συνεχιστεί σε όλα τα επίπεδα «και ότι τόσο η Κυβέρνησή μου όσο και εγώ προσωπικά θα εργαστούμε με μοναδικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των κοινών μας στόχων και επιδιώξεων».

Ο κ. Μητσοτάκης, στη δική του τοποθέτηση, ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να μην βρίσκεται και πάλι στη Λευκωσία στην πρώτη του επίσημη διμερή επίσκεψη εκτός συνόρων μετά και την επανεκλογή του και παρά τη μάχη με τις πυρκαγιές που δοκιμάζουν εδώ και εβδομάδες την Ελλάδα.  Εξέφρασε τις ευχαριστίες της Ελλάδας προς την Κυπριακή Δημοκρατία και τον Κυπριακό λαό για τη συμπαράστασή τους, σημειώνοντας πως, στέκονται πάντα στο πλευρό της χώρας του όποτε αντιμετωπίζει τέτοιες διαδικασία. «Το ίδιο κάνουμε κι εμείς και θα κάνουμε κι εμείς σε αντίστοιχες περιπτώσεις», είπε.

Σημείωσε ότι αυτή η πολύ στενή υπηρεσιακή και κυβερνητική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, θα επιστεγαστεί μέσα από τη λειτουργία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου και ότι ο ίδιος με τον Πρόεδρο Χριστοδυλίδη, θα έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν στο πρώτο Ανώτατο Συμβούλιο το οποίο, «αποφασίσαμε από κοινού ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα να πραγματοποιηθεί στη Ρόδο καθώς με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει και η ΚΔ έμπρακτα να μεταφέρει την δέσμευση της να συμμετέχει στην προσπάθεια αναδάσωσης της Ρόδου».

Είπε ακόμη, ότι βρίσκεται στη Λευκωσία, λίγες εβδομάδες μετά τις εκλογές του Ιουνίου, οι οποίες, όπως σημείωσε μεταξύ άλλων, ανανέωσαν την εμπιστοσύνη των πολίτων στην οικονομικά και γεωπολιτικά ισχυρή Ελλάδα.

Πρόσθεσε, ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να θωρακίζεται αμυντικά, να ενισχύεται διπλωματικά, και να αναβαθμίζεται γεωπολιτικά, με κορυφαίο, σταθερό της μέλημα, «κοινό μας μέλημα, τον τερματισμό της κατοχής στην Κύπρο, την ολιστική, δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού, γεγονός το οποίο ακριβώς, υπογραμμίζει και η σημερινή μου παρουσία στη μεγαλόνησο».

Ο κ. Μητσοτάκης είπε ακόμη ότι Αθήνα και Λευκωσία, συνεχίζουν «σε απόλυτο συντονισμό» είτε σε επίπεδο ΕΕ είτε σε επίπεδο ΟΗΕ είτε μέσω των διμερών και πολυμερών επαφών τους, να διεκδικούν μια δίκαιη και αμοιβαία αποδεκτή λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, πάντα στο πλαίσιο των αποφάσεων των ΗΕ, σημειώνοντας ότι αυτές οι αποφάσεις «είναι ο οδηγός μας».

Στον 20ο αιώνα δεν γίνεται να είναι ανοικτή αυτή η πληγή σε μια ανεξάρτητη χώρα, σημείωσε, ούτε να είναι ανεκτή η παρουσία κατοχικού στρατού σε ένα κράτος μέλος της ΕΕ ούτε το ξεπερασμένο σύστημα των εγγυήσεων, και γι’ αυτό όπως είπε, τίθεται εκτός ατζέντας κάθε διχοτομική σκέψη περί δύο κρατών.

Είναι καιρός να ισχύσει σε ολόκληρο το νησί το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ανέφερε, σημειώνοντας ότι, ο μόνος τρόπος είναι να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις και πάλι υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ.

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός είπε ότι συμφώνησαν με τον Πρόεδρο  Χριστοδουλίδη να συνεργαστούν, «ακόμη πιο στενά» και για την εφαρμογή των συμπερασμάτων του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Σημείωσε ότι είναι ένα κείμενο το οποίο «για πρώτη φορά» εκφράζει την ετοιμότητα της ΕΕ  να αναλάβει ενεργό ρόλο, στηρίζοντας αυτή τη διαπραγματευτική διαδικασία σε όλα τα στάδια και με όλα τα κατάλληλα μέσα. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι, αυτή η διαφαινόμενη βελτίωση και στις Ελληνοτουρκικές και στις ευρωτουρκικές σχέσεις, ίσως να είναι μια ευκαιρία «την οποία θα πρέπει να την αγκαλιάσουμε υπό την προϋπόθεση να είναι σταδιακή και αναστρέψιμη», προσθέτοντας πως, αυτές είναι δυο λέξεις που θα αποτελέσουν τον οδηγό σε αυτή τη νέα προσπάθεια, «καθώς μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι αλλά όχι ταυτόχρονα και αφελείς».

Αναφερόμενος στα Ελληνοτουρκικά, είπε μεταξύ άλλων, ότι το σημερινό θετικό κλίμα με την Τουρκία, δεν σημαίνει ότι η Άγκυρα έχει μεταβάλει την πολιτική της, όμως η Ελλάδα θέλει να εξαντλήσει κάθε περιθώριο στη βελτίωση των διμερών τους σχέσεων. Ταυτόχρονα, πρόσθεσε, η Ελλάδα θα επιμείνει ότι η Άγκυρα θα πρέπει να εγκαταλείψει οριστικά την επιθετική και παραβατική της συμπεριφορά και «τις ανιστόρητες διεκδικήσεις, σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και ακεραιότητας όσο της Ελλάδος όσο και της Κύπρου».

«Θέλω να ελπίζω πάντως ότι αυτή η βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, ίσως έχει και θετικό αντίκτυπο και στο Κυπριακό», είπε.

Είπε ακόμη ότι συζήτησαν με τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη και το μεταναστευτικό, σημειώνοντας ότι  δεν θα λυθεί το ζήτημα αυτό αν δεν εξαρθρωθούν τα δίκτυα των διακινητών, αλλά και ζητήματα ενέργειας, και περιφερειακές σχέσεις.

Για το θέμα ενέργειας είπε ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε την ΕΕ σε πλήρη αναδιάταξη των ενεργειακών της δυνατοτήτων, σημειώνοντας ότι η ΕΕ θα χρειαστεί φυσικό αέριο για δεκαετίες ακόμη «και είναι πολύ καλύτερο το φυσικό αέριο να το προμηθεύεται με σταθερό και προβλέψιμο τρόπο» είτε από ευρωπαϊκές χώρες είτε από φυσικούς συμμάχους της ΕΕ όπως το Ισραήλ.

Είπε τέλος, ότι αυτό που πιστώνεται στις δύο χώρες είναι ότι σε αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο είναι ότι είναι «παράγοντες γεωπολιτικής σταθερότητας» στην ευρύτερη περιοχή και θα εξακολουθούν να αγωνίζονται να ενισχύουν το γεωπολιτικό τους αποτύπωμα «προς όφελος των δύο λαών μας».

Απαντήσεις σε ερωτήσεις δημοσιογράφων

Σε ερώτηση πώς μπορούν Αθήνα και Λευκωσία να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους, αλλά και τη μεταξύ τους συνεργασία σε θέματα που κατέχουν σημαντική θέση και βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και των ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι η Κύπρος και η Ελλάδα είναι οι χώρες που γειτνιάζουν με την περιοχή, που είναι ιδιαίτερης γεωστρατηγικής σημασίας και έχουν υποχρέωση, ως εκπρόσωποι της ΕΕ στην περιοχή, «να αναδείξουμε από τη μια τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου, της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, αλλά και την ίδια στιγμή την ανάγκη, όπως η ΕΕ ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή». Το ίδιο και για τα θέματα μετανάστευσης, για τα θέματα ενέργειας, πρόσθεσε, και είναι ακριβώς για αυτό τον λόγο που αποφασίστηκε  και η σύσταση αυτών των κοινών συναντήσεων με μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, όπου θα συζητούν και θέματα που είναι αυστηρά εθνικά θέματα, τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.

Από την πλευρά του ο κ. Μητσοτάκης, είπε ότι έχει δίκιο ο Πρόεδρος «να επισημαίνει ένα παράδοξο». Το παράδοξο, πρόσθεσε, είναι ότι ενώ οι δύο χώρες συμμετέχουν σε τριμερή σχήματα, και σχήματα ανωτάτων συμβουλίων με άλλες χώρες, «Ελλάδα και Κύπρος δεν είχαν ποτέ ένα τέτοιο εργαλείο και αυτό νομίζω ότι είναι σημαντικό και κάπου καταδεικνύει το γεγονός ότι το μεγάλο εθνικό θέμα μονοπωλούσε σε τέτοιο βαθμό τις επαφές μας, ώστε ενδεχομένως να παραμελήσαμε άλλους τομείς συνεργασίας, οι οποίοι είναι πολύ σημαντικοί».

Η αξιοπιστία των δύο χωρών, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίλυση των μεγάλων γεωπολιτικών ζητημάτων περνάει και μέσα από μία σημαντική συνεισφορά σε θέματα, τα οποία μπορεί για τις ίδιες να μην είναι θέματα πρώτης προτεραιότητας, αλλά να είναι για την Ευρώπη, ανέφερε.  «Είμαστε πιο αξιόπιστοι όταν μιλάμε και για τα προβλήματα και για τα ζητήματα των άλλων και όχι μόνο για τα δικά μας ζητήματα και αυτό επιβάλλει μια στενότερη συνεργασία σε πολλούς διαφορετικούς τομείς», είπε αναφέροντας και τα θέματα της οικονομίας.

«Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάνει μεγάλα βήματα προόδου και πέρασε πολύ πιο γρήγορα την οικονομική κρίση μέσα από τολμηρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και στα ζητήματα εφαρμογής καινοτόμων εργαλείων πολιτικής για την ψηφιακή πολιτική, ζητήματα που έχουν να κάνουν με την υγεία. Έχουμε να μάθουμε, πιστεύω, ο ένας από τον άλλον και πραγματικά προσβλέπω πολύ σε αυτήν τη στενότερη συνεργασία που θα εκτείνεται πέρα από την τακτική συνεργασία που έχουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι Υπουργοί για τα κρίσιμα γεωπολιτικά ζητήματα», είπε μεταξύ άλλων ο κ. Μητσοτάκης.

Ανέφερε ενδεικτικά, και τα ζητήματα της πολιτικής προστασίας που θα απασχολήσουν πολύ περισσότερο τα επόμενα χρόνια, είπε, καθώς και ζητήματα στη χρήση του νερού, «κρίσιμα για περιοχές όπως οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, που θα δοκιμάζονται ολοένα και περισσότερο από τη λειψυδρία, η προστασία της βιοποικιλότητας, ο τουρισμός».

Ερωτηθείς τι προσλαμβάνει ο ίδιος από τον διάλογο που είχε στο Βίλνιους με τον Τούρκο Πρόεδρο, σε σχέση με το Κυπριακό, και αν υπάρχει πρόθεση της Αθήνας να προχωρήσει σε υποβοηθητικές πρωτοβουλίες αυτής του Προέδρου Χριστοδουλίδη, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας είπε ότι «ήδη, η στήριξη της Ελλάδας σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία αναληφθεί από τον Πρόεδρο και από την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι δεδομένη και αυτονόητη».

Σημείωσε ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει, «του το μετέφερα και πάλι», ότι μια βελτίωση, η διαφαινόμενη βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων δεν μπορεί να μη συμπεριλαμβάνει και το Κυπριακό, και ότι η επιμονή για λύση δύο κρατών οδηγεί μόνο σε αδιέξοδο. «Πρέπει να επανέλθουμε στο αρχικό σκεπτικό. Πηγαίνουμε να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που σταματήσαμε, στο Κραν Μοντανά, να διαφυλάξουμε το κεκτημένο όσων είχαν συμφωνηθεί για να προχωρήσουμε από εκεί, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού, τους όρους μιας λύσης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από πολλαπλές αποφάσεις του Συμβουλίου των ΗΕ», είπε.

Σε ερώτηση ποια είναι η ρεαλιστική προσδοκία που μπορεί να υπάρχει μέσα από μια τριμερή συνάντηση με τον ΓΓ των ΗΕ στη Νέα Υόρκη, με δεδομένες τις θέσεις των μερών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε ότι «μοναδική μου επιδίωξη μέσα από την πρόταση για μια κοινή συνάντηση με τον Γενικό Γραμματέα των ΗΕ είναι η άρση του αδιεξόδου και η επανέναρξη των συνομιλιών από εκεί που διακόπηκαν το καλοκαίρι του 2017 «και θα πράξουμε ό,τι είναι δυνατόν χωρίς να υποβαθμίζουμε τις δυσκολίες, τα προβλήματα».

Σημείωσε ότι είναι σημαντικό ότι σε αυτή την επιδίωξη για επανέναρξη των συνομιλιών να υπάρχει η στήριξη της ΕΕ, «έχουμε τη στήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και θεωρώ ότι και τα Ηνωμένα Έθνη εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση». Είναι για αυτό τον λόγο, για παράδειγμα, όπως είπε, που στις αρχές Σεπτεμβρίου αναμένει επίσκεψη από αξιωματούχο των Ηνωμένων Εθνών που θα προετοιμάσει το έδαφος, έτσι ώστε να υπάρξει μια κοινή συνάντηση του ιδίου, του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων και του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη.

Ο επιδιωκόμενος στόχος, πρόσθεσε, είναι ο διορισμός αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών με όρους εντολής από το Συμβούλιο Ασφαλείας σε σχέση με την επανέναρξη των συνομιλιών.

Σε ερώτηση προς τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας αν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι γνωρίζει, επί της ουσίας των θέσεων για το Κυπριακό ενόψει διαπραγματεύσεων,  τι ακριβώς θέλει η Λευκωσία ή αν γνωρίζει τι δεν θέλει η Λευκωσία, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «μιλάτε στον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο οποίος είναι τέσσερα χρόνια πια σε αυτή τη θέση». Σημείωσε ότι έχουν «απόλυτο συντονισμό και δεν υπάρχουν στεγανά στην πληροφόρηση μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, Λευκωσίας και Αθήνας».

Είπε ότι πιστεύει ότι γνωρίζει όλα όσα πρέπει να γνωρίζει, το ίδιο και ο Κύπριος Πρόεδρος. «Και το λέω αυτό, διότι είναι πάρα πολύ σημαντικό», σημεώνοντας ότι το τόνισε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, «να σταματήσουμε διάφορους οι οποίοι επιμένουν, ευτυχώς είναι πολύ λίγοι, με μεθοδικό τρόπο να σπείρουν διάφορα ζιζάνια στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Δεν θα τους κάνουμε το χατίρι».

Πυρκαγιές στην Ελλάδα

Σε ερώτηση αν θεωρεί πως οι 700 πυρκαγιές στην Ελλάδα είναι τυχαία περιστατικά ή αν υπάρχουν περιστατικά εμπρησμού ή και προβοκάτσιας, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «έχουμε πει πολλές φορές ότι οι περισσότερες πυρκαγιές είναι από ανθρώπινο χέρι, είτε από δόλο είτε από αμέλεια».

Πρόσθεσε ότι η δικαιοσύνη κάνει αυτό το οποίο πρέπει και πάντα το Πυροσβεστικό Σώμα ερευνά τις αιτίες όλων των πυρκαγιών.