Με κακούς οιωνούς αρχίζει ο «διάλογος» με την Τουρκία

Η Αθήνα έκανε (ή ετοιμάζεται να κάνει) τρεις αδικαιολόγητες υποχωρήσεις μείζονος σημασίας προτού καλά – καλά αρχίσει ο υποτιθέμενος «ελληνοτουρκικός διάλογος».

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Λένε ότι η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με την κακιά και με την πολύ κακιά μέρα. Συνήθως συμβαίνει γιατί, στα κοινωνικά, τα γεωπολιτικά και τα φυσικά ακόμα φαινόμενα, οι αρχικές συνθήκες (στο σκάκι οι αρχικές κινήσεις) προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες της τροχιάς τους, τις περιοχές δηλαδή και τα αποτελέσματα όπου ενδέχεται (μπορούν) να καταλήξουν.

Η Αθήνα έκανε (ή ετοιμάζεται να κάνει) τρεις αδικαιολόγητες υποχωρήσεις μείζονος σημασίας προτού καλά – καλά αρχίσει ο υποτιθέμενος «ελληνοτουρκικός διάλογος». Αφορούν τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τις τουρκικές κατηγορίες κατά της Ελλάδας ότι υποθάλπει την «κουρδική τρομοκρατία» και την άμυνα των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Όχι με το «καλημέρα», πριν από το «καλημέρα».

Από την πλευρά της, η Άγκυρα επέλεξε τις παραμονές της εκκίνησης του ελληνοτουρκικού διαλόγου (αν όχι διαπραγμάτευσης) να υπενθυμίσει τις εξωφρενικές θέσεις της για «εκλιπούσα» Κυπριακή Δημοκρατία και να ζητήσει τη μετονομασία των Στενών όπως προσδιορίζεται από τη συνθήκη του Μοντρέ.

Αρχή «αποαναγνώρισης» της Κυπριακής Δημοκρατίας

Σύμφωνα με πληροφορίες από καλά πληροφορημένους διπλωματικούς κύκλους η Αθήνα έχει ήδη ή πάντως ετοιμάζεται να αποδεχθεί την εξωφρενική απαίτηση να μην αναφέρεται η Κυπριακή Δημοκρατία σε χάρτες του ΝΑΤΟ, στους οποίους εφεξής, και για να μην αναφερθεί η Κύπρος, οι χώρες θα αναφέρονται ως χώρες, δηλαδή ως εδαφικές περιοχές με τις γεωγραφικές συντεταγμένες τους. Αυτό άλλωστε προκύπτει ως το πιθανότερο συμπέρασμα πίσω από τις αρκετά περίτεχνες εκφράσεις σχετικού ρεπορτάζ της φιλοκυβερνητικής Καθημερινής.

Σύμφωνα με τις πηγές μας η κυβέρνηση προσανατολίζεται να προσθέσει στη σχετική απόφαση έναν αστερίσκο, ή κάτι τέτοιο, με τον οποίο θα υποδηλώνει κάποια διαφωνία. Τέτοιοι αστερίσκοι δεν έχουν καμία πολιτική ή νομική συνέπεια, απλώς χρυσώνουν το χάπι της ελληνικής και κυπριακής κοινής γνώμης. Οι αποφάσεις στο ΝΑΤΟ λαμβάνονται με ομοφωνία. Για να ληφθεί η απόφαση πρέπει να συμφωνήσει η Αθήνα. Η προσθήκη διαφόρων αστερίσκων δεν μεταβάλλει τη συμφωνία της με τη ληφθείσα απόφαση.

Ελπίζουμε ότι αυτά δεν θα συμβούν και ότι η κυβέρνηση θα μπλοκάρει την έκδοση των νέων χαρτών, όλες οι ενδείξεις όμως που έχουμε τη στιγμή που γράφουμε αυτό το άρθρο είναι ότι θα συμβούν και αυτό θα συνιστά, εφόσον γίνει, μια πολύ κακή αρχή και για τον ελληνοτουρκικό διάλογο, πείθοντας – εκτός των άλλων – ακόμα μια φορά την Τουρκία ότι δεν θα καταβάλλει κανένα κόστος, το αντίθετο, αν επιμένει στις πιο μαξιμαλιστικές και εξωφρενικές θέσεις της.

Μικρή παρηγοριά είναι το ότι οι χάρτες δεν θα αναφέρουν καμία άλλη χώρα με το όνομά της. Γιατί όλοι καταλαβαίνουν ότι το ζήτημα αφορά μόνο το κυπριακό κράτος, αφού τη δική του νομιμότητα αμφισβητεί επισήμως η Άγκυρα. Αν μη τι άλλο, η μη αναφορά της Κύπρου συνιστά έμμεση πλην σαφή αναγνώριση της νομιμότητας έγερσης αμφισβητήσεων σε ό,τι αφορά την ύπαρξη και τη νομιμότητα του κυπριακού κράτους. Εξισώνει την άποψη της Τουρκίας περί υπάρξεως δύο κρατών στην Κύπρο με την άποψη που υποστηρίζουν έως τώρα όλα τα άλλα κράτη του κόσμου, ότι δηλαδή υπάρχει ένα κράτος στην Κύπρο, η Κυπριακή Δημοκρατία.

Και είναι ασφαλώς ένα πράγμα το τι λέει η Τουρκία και τελείως διαφορετικό να τα αποδέχεται, έστω και εμμέσως, ως μία από τις δυνατές απόψεις, ένας μεγάλος διεθνής οργανισμός. Ακόμα χειρότερα είναι βέβαια να συγκατατίθεται σε αυτό η ίδια η Ελλάδα!

Η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι κεντρικό στοιχείο της τουρκικής πολιτικής που διατυπώθηκε το 2004 και συμπληρώθηκε πρόσφατα με τη θέση της Άγκυρας για «λύση δύο κρατών», δηλαδή για διαμελισμό της Κύπρου μεταξύ της Τουρκίας και ενός ελληνοκυπριακού κρατιδίου περιορισμένης κυριαρχίας.

Το πόσο εξωφρενική και απαράδεκτη ήταν ήδη και πριν από αυτή την προσθήκη η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, το φανερώνει και η οργισμένη δήλωση του πρωθυπουργού του Ζακ Σιράκ, Ντομινίκ ντε Βιλπέν, που, αντιδρώντας στη δήλωση της Άγκυρας το 2004, τη χαρακτήρισε εντελώς απαράδεκτη και τόνισε ότι δεν μπορεί η Τουρκία να συνεχίσει την ενταξιακή της πορεία στην Ε.Ε., αν δεν αναγνωρίζει ένα από τα μέλη της. Η υπόθεση βέβαια δεν προχώρησε γιατί η Γαλλία δεν βρήκε συμπαράσταση σε αυτή την τόσο προφανή θέση της από κανένα άλλο μέλος της Ένωσης, ούτε καν από τις άμεσα ενδιαφερόμενες Λευκωσία και Αθήνα, που μάλλον τρόμαξαν παρά χάρηκαν με την υπέρ αυτών παρέμβαση της Γαλλίας, προτιμώντας να ακολουθήσουν την αμερικανοβρετανική «πεπατημένη».

Ελπίζουμε ότι δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί η διεθνής αναγνώριση της νομιμότητας της ίδιας της ύπαρξης και της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστούν ζωτικής σημασίας ελληνικό εθνικό συμφέρον (και υποχρέωση της Ελλάδας από τις συνθήκες ίδρυσης του κυπριακού κράτους που συνυπέγραψε). Επιπλέον είναι ένα από τα σημεία που είναι εξαιρετικά δύσκολα υπερασπίσιμα διεθνώς από την Τουρκία. Παρά τις προσπάθειές της επί δεκαετίες, κανένα κράτος του κόσμου δεν έχει ακόμα αναγνωρίσει το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, δηλαδή το αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. Και από άποψη διπλωματικής στρατηγικής, είναι ανόητο για την Αθήνα να χαλαρώσει την πίεση στην Άγκυρα σε αυτό το σημείο. Και μάλιστα πριν καν αρχίσει η διαπραγμάτευση.

Διπλωματικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι η εξαφάνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα συμβεί μόνο μία φορά, για μια άσκηση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να της αποδίδουμε μεγάλη σημασία. Δεν χρειάζεται όμως να είναι κανείς διπλωμάτης για να αντιληφθεί ότι, αν συμβεί μία φορά, θα αποτελέσει προηγούμενο και θα επαναληφθεί. Τι θα γίνει δηλαδή την επομένη; Θα ζητήσει η Αθήνα να ξαναγίνουν οι χάρτες του ΝΑΤΟ και να αναφέρουν κανονικά την Κύπρο;

Ίσως βέβαια κάποιος να σκεφτεί ότι όλα αυτά, τελικά, μπορεί να μην είναι και τόσο παράξενα. Μήπως η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αν όχι και στην ίδια την Κύπρο, δεν υποστήριξαν την αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους με το σχέδιο Ανάν; Μήπως και σήμερα ακόμα δεν υποστηρίζουν μια ακόμα πιο εξαμβλωματική «λύση» στις ίδιες βάσεις, παρά το ότι μια τέτοια λύση, αν γίνει αποδεκτή, θα οδηγήσει σε κατάρρευση όλο τον ελληνισμό και, αντί να κλείσει, θα ξανανοίξει, υπό πολύ χειρότερους όρους την εθνοτική διαμάχη στην ίδια την Κύπρο; Δεν ακούσαμε εξάλλου από τον Πρωθυπουργό, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις, καμία αναφορά στην Κύπρο και στο Κυπριακό. Πώς άραγε εξέλαβαν στην Άγκυρα αυτή την τόσο εύγλωττη αφωνία;

Φοβόμαστε, μακάρι να πέφτουμε έξω, ότι όλη αυτή η υπόθεση, μαζί και το ότι η Τουρκία έθεσε αυτό το ζήτημα παραμονές του ελληνοκυπριακού διαλόγου, μπορεί να είναι αποκαλυπτική για την τακτική που ετοιμάζονται να ακολουθήσουν και οι τρεις πλευρές στην επερχόμενη διαπραγμάτευση: Εξαναγκαστική και μαξιμαλιστική διπλωματία η Τουρκία, κατευναστική η Αθήνα, «βρείτε τα στη μέση» οι Αμερικανοί (πόσο μάλλον που η «μέση» εξυπηρετεί και τις αμερικανικές επιδιώξεις: Να πάρει το ΝΑΤΟ από την Ελλάδα τον έλεγχο του ανατολικού Αιγαίου, να «λυθεί» το κυπριακό με μια μορφή σχεδίου Ανάν).

Οι Κούρδοι του Λαυρίου

Εδώ και δεκαετίες, η Άγκυρα υποστηρίζει ότι η Ελλάδα φιλοξενεί και εκπαιδεύει μάλιστα (ή το λιγότερο αφήνει να εκπαιδεύονται) στο στρατόπεδο προσφύγων του Λαυρίου Κούρδοι «τρομοκράτες», δηλαδή μέλη του απαγορευμένου στην Τουρκία Κόμματος Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ).

Ο ισχυρισμός αυτός ήταν ασφαλώς εντελώς εξωφρενικός, κάτι που, μέχρι πρότινος, μπορούσαν άλλωστε να διαπιστώσουν εύκολα όλοι οι επισκέπτες του Λαυρίου, αν έμπαιναν στους χώρους των καταλυμάτων των προσφύγων. Αν άλλωστε ήθελε η Ελλάδα να κάνει τέτοιες «εκπαιδεύσεις», δεν θα τις έκανε βέβαια μέσα σε ένα αστικό κέντρο της ευρύτερης Αττικής και υπό τα όμματα των περαστικών!

Προ ημερών η κυβέρνηση έστειλε τα ΜΑΤ να απομακρύνουν τους εναπομείναντες Κούρδους πρόσφυγες (η πλειοψηφία γυναικόπαιδα) επικαλούμενη ακαταλληλότητα του κτιρίου που τους φιλοξενεί! Φυσικά ουδείς πείστηκε από αυτή την επίσημη εκδοχή και πάντως όχι ο τουρκικός τύπος, που πανηγύρισε για τη διάλυση του «στρατοπέδου τρομοκρατών» του Λαυρίου, παραλληλίζοντας το με τη βάση του PKK στο όρος Καντίλ του βορείου Ιράκ!

Το πρόβλημα δεν είναι πού θα μείνουν καμιά πενηνταριά πρόσφυγες. Το πρόβλημα είναι ότι οι ελληνικές αρχές, με τον τρόπο που ενήργησαν, φάνηκαν να αποδέχονται, έστω και εμμέσως, τη βασιμότητα των τουρκικών παραλογισμών. Το πρόβλημα είναι επίσης ότι αποδέχτηκαν την επέμβαση της Τουρκίας σε ένα ζήτημα που αφορά την εσωτερική ελληνική έννομη τάξη. Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι αυτή η «χειρονομία καλής θέλησης» δεν παροτρύνει την Άγκυρα σε περισσότερη διαλλακτικότητα, αλλά σε περισσότερη αδιαλλαξία. Αν περνάει ένας παραλογισμός, γιατί να μην θέσουμε και άλλους στο τραπέζι; Και το τέταρτο πρόβλημα είναι ότι παραβιάζεται η βασική αρχή κάθε ορθολογικής διαπραγμάτευσης, το quid pro quo, δίνει κάτι και παίρνεις κάτι.

Υπάρχει και μια ηθική διάσταση, σημαντική για το κύρος και την ακτινοβολία της Ελλάδας που βαρύνεται στη διεθνή συνείδηση για τη συμμετοχή της σε μια διεθνή συνωμοσία για την απαγωγή, εξαπάτηση και παράδοση στην Τουρκία του ηγέτη του κουρδικού επαναστατικού κινήματος, του Αμπντουλά Οτσαλάν. Μπορεί κάποιος να διαφωνεί εντελώς με τις ιδέες και τη δράση του Οτσαλάν, η υπόθεση αυτή όμως υπήρξε αναμφίβολα μια βαριά παραβίαση του ελληνικού, του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου, που συγκλόνισε τότε όλο τον ελληνικό λαό, είχε πολύ μεγάλες και σοβαρές (εις βάρος μας) στρατηγικές συνέπειες και κηλίδωσε τη χώρα. Μιλώντας στη Βουλή για αυτή την υπόθεση, ο πατέρας του σημερινού Πρωθυπουργού, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε πει ότι η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για τέτοιες ανεντιμότητες. Και για αυτό τον λόγο ακόμα η Ελλάδα οφείλει να είναι πολύ προσεκτική και τυπική στον χειρισμό των θεμάτων που σχετίζονται με τους Κούρδους.

Αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου

Η τρίτη παραχώρηση έχει γίνει νωρίτερα και αφορά την απομάκρυνση, χωρίς μάλιστα ταυτόχρονη αντικατάσταση, οπλικών συστημάτων απαραίτητων στην άμυνα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, προκειμένου να σταλούν στην Ουκρανία. Υπάρχει μάλιστα κίνδυνος τώρα, μετά τις εκλογές, να μεταφερθούν και πολύ περισσότερα και πιο κρίσιμα, χωρίς να αντικατασταθούν. (Αφήνουμε κατά μέρος το ότι τα γαλλικά και τα ρωσικά όπλα προσφέρουν μεγαλύτερη δυνατότητα ελεύθερης χρήσης τους, ενώ τα αμερικανικά τείνουν να λειτουργούν μόνο όταν θέλει η Ουάσινγκτον).

Με τον τρόπο αυτό άρχισε να ικανοποιεί το τουρκικό αίτημα αφοπλισμού των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Την Άγκυρα την ενδιαφέρει να ικανοποιηθεί το αίτημά της, όχι αν αυτό θα γίνει με πρόσχημα την ενίσχυση της Ουκρανίας. Αντίθετα είναι διπλό το όφελος για την Τουρκία αν η αποστρατωτικοποίηση γίνει με αποστολή των όπλων στην Ουκρανία. Γιατί έτσι πλήττονται σοβαρά οι ελληνορωσικές σχέσεις, δηλαδή, στέλνουμε τη Μόσχα στην αγκαλιά της Άγκυρας, αλλάζοντας  δραματικά εις βάρος μας τον όλο συσχετισμό με την Τουρκία σε περίπτωση ελληνοτουρκικής κρίσης.

Έχουμε επισημάνει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η πρώτη μετά το 1974 που πήρε στην πράξη (και η πράξη, η υλική πραγματικότητα είναι που κυρίως μετράει) μέτρα μερικού αφοπλισμού της πρώτης γραμμής της ελληνικής άμυνας, δηλαδή μετέβαλε επί τα χείρω την πραγματική, υλική δυνατότητα της ελληνικής άμυνας.

Η Αθήνα, επικαλούμενη την (πραγματική) τουρκική απειλή, μπορούσε και έπρεπε, όπως έκανε άλλωστε η Κύπρος, και να αποφύγει να στείλει όπλα στην Ουκρανία και να επαναφέρει στη συζήτηση το ζήτημα της απειλής στο Αιγαίο και της κατοχής της Κύπρου. Αντ’ αυτού προτίμησε μια πολιτική που καταστρέφει τις (στρατηγικής σημασίας για την ελληνική άμυνα) σχέσεις με τη Ρωσία, καθιστά την Ελλάδα ακόμα περισσότερο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και τις δικές τους «ιδέες» για τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό και εξασθενεί πρακτικά, υλικά και πραγματικά, την ελληνική άμυνα.

Η κυβέρνηση θριαμβολογεί βέβαια ότι ενίσχυσε θεαματικά την ελληνική άμυνα και, με δεδομένο τον πρωτοφανή έλεγχο των ΜΜΕ, την αδυναμία εκφοράς συγκροτημένου λόγου από την αντιπολίτευση και τον γενικότερο έλεγχο του πολιτικού, κρατικού και επικοινωνιακού συστήματος, η θέση αυτή επικρατεί μάλλον στη δημόσια σφαίρα. Δυστυχώς και εδώ τα γεγονότα δεν φαίνεται να συμβαδίζουν με την εικόνα. Αγοράζουμε πανάκριβα όπλα, όπως τα αμερικανικά F35, η χρήση των οποίων εξαρτάται πλήρως από τις ΗΠΑ, κατάλληλα για να κάνει το ΝΑΤΟ πυρηνικό πόλεμο κατά της Ρωσίας ή του Ιράν, αν το αποφασίσει, ακατάλληλα όμως για να αντιμετωπίσουμε ένα πλήθος τουρκικών drones. Και κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να εξηγήσει πως θα καταφέρουμε να αποπληρώσουμε τα κολοσσιαία ποσά που στοιχίζουν αυτά και τα άλλα εξοπλιστικά προγράμματα, χωρίς η χώρα να οδηγηθεί ξανά σε χρεωκοπία. Ταυτόχρονα, έχει ολοκληρωθεί η παράδοση σε ξένους της ήδη παρακμάζουσας (σε απόλυτη αντίθεση με το τι συμβαίνει στην Τουρκία) ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας, που είναι, σε κάθε κράτος το θεμέλιο της εθνικής άμυνας, ενώ δεν προβλέπεται η μεταφορά τεχνολογίας και υπεργολαβικό έργο στην Ελλάδα για τους εξοπλισμούς. Όσο για τη συμφωνία αμυντικών εγγυήσεων με τη Γαλλία δεν περιέλαβε την Κύπρο, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο κενό στην ελληνική άμυνα.

Η άμυνα και η εξωτερική πολιτική της χώρας έχει κατ’ ουσίαν «ανατεθεί» στις ΗΠΑ κυρίως και μερικώς στο Ισραήλ. Το τι ακριβώς σημαίνει αυτό μας το είπε ο ίδιος ο «Ανθύπατος», ο πρέσβης των ΗΠΑ κ. Τσούνης, μιλώντας στους Δελφούς για την ανάγκη να τα «βρούμε στη μέση» με την Τουρκία. Μόνο που δεν μας είπε που είναι αυτή η μέση.

Εσφαλμένη διπλωματική στρατηγική;

Όλα τα παραπάνω (για το πρώτο υπάρχει ίσως ακόμα λίγος χρόνος να διορθωθεί και ελπίζουμε να γίνει, όπως και ελπίζουμε να διακοπεί τουλάχιστον η παροχή περαιτέρω όπλων στην Ουκρανία) συνιστούν ισχυρές ενδείξεις για το ότι η Αθήνα, με την αποφασιστική «συνδρομή» των ΗΠΑ, έχει προσανατολιστεί σε μια «στρατηγική» κατευνασμού δια ελληνικών υποχωρήσεων της Άγκυρας. Οριστικά συμπεράσματα βέβαια δεν μπορούν να βγουν προτού προχωρήσει κάπως αυτός ο «διάλογος» και δούμε πού πάει.

Ελπίζουμε ότι δεν θα πάμε εκεί. Γιατί μια στρατηγική «διαπραγμάτευσης» ανάλογη αυτής που ακολούθησε η κυβέρνηση Σημίτη στα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό, ή Γ. Παπανδρέου για τα Μνημόνια και τις Δανειακές (για να μην αναφερθούμε σε διεθνή παραδείγματα όπως ο Γκορμπατσόφ) ξέρουμε που οδηγεί. «Τρώγοντας», λένε, «έρχεται η όρεξη».

Η Τουρκία θα εισπράξει τις ελληνικές παραχωρήσεις ευχαρίστως και θα θέσει όλο και περισσότερες δικές της. Ταυτόχρονα θα της δημιουργηθούν πολύ μεγάλες προσδοκίες. Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει είτε σε ναυάγιο των διαπραγματεύσεων και νέες κρίσεις, είτε σε ελληνικές παραχωρήσεις κυριαρχίας που κινδυνεύουν να προκαλέσουν μείζονα εθνική κρίση και να αποτελέσουν χαριστική βολή για δύο ήδη απειλούμενης βιωσιμότητας κράτη, το ελλαδικό και το κυπριακό, η τύχη των οποίων είναι αλληλένδετη.

Δεν υφίσταται σήμερα ρεαλιστικά καμιά απολύτως προϋπόθεση για επίλυση, με κάπως δίκαιο και πάντως σταθερό τρόπο, των ελληνοτουρκικών διαφορών ή το, αλληλένδετο με αυτές, κυπριακό. Η εμμονή σε έναν ανέφικτο στόχο μόνο μικρές ή μεγάλες καταστροφές μπορεί να προκαλέσει. Το μέγιστο και το καλύτερο που μπορεί να επιτευχθεί είναι να σταθεροποιηθεί, χωρίς να αναγνωριστεί, το υπάρχον στάτους κβο και να αποφευχθούν περαιτέρω εντάσεις, από τις οποίες το μεγαλύτερο όφελος έχουν συνήθως οι ξένες δυνάμεις. Θα ήταν επίσης ευχής έργο να επιχειρηθεί μια πρώτη συζήτηση για ένα αναγκαίο πλαφόν, ένα «ταβάνι» στους εξοπλισμούς των δύο κρατών, που απειλούν, χωρίς καν να χρησιμοποιηθούν, να τσακίσουν και τις δύο – και πάντως σίγουρα την Ελλάδα.

Πηγή: Konstantakopoulos.gr