Την αδυναμία και αναποτελεσματικότητα του ΟΗΕ στο Κυπριακό επέκρινε ο Πρόεδρος στη Γ.Σ. των Ην.Εθνών

Αναφέρθηκε σε πικρές αλήθειες που οδηγούν σε μια φθίνουσα πορεία και σε σταδιακή απώλεια της αξιοπιστίας των Ηνωμένων Εθνών

“.Όταν αποφάσεις ή ψηφίσματα που βασίζονται στο διεθνές δίκαιο δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ή να επιβληθούν, τότε αυτό, δικαίως, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ενθάρρυνση ή ακόμη και επιβράβευση της αυθαιρεσίας, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης προσφωνώντας την 77η Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών.

Εξέφρασε την απογοήτευσή του για τα όσα ισχυρίστηκε ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν ενώ παρέθεσε και τους κύριους λόγους για την έλλειψη αποτελεσματικότητας και για την αδυναμία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να ανταποκριθεί στις προσδοκίες δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

Η Τουρκία, είπε, η οποία παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο, καλεί τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει τα παράνομα τετελεσμένα της και πρόσθεσε ότι παρά τους ιστορικούς συμβιβασμούς από μέρους της ελληνοκυπριακής πλευράς, όλες οι προσπάθειες για την επίτευξη λύσης στο κυπριακό πρόβλημα απέτυχαν ως αποτέλεσμα της αδιάλλακτης στάσης της Άγκυρας.

Προσφωνώντας την ΓΣ του ΟΗΕ, ο Πρόεδρος επισήμανε ότι του απομένουν μόνο μερικοί μήνες για την ολοκλήρωση της δεκαετούς θητείας του, λέγοντας ότι βρίσκεται  εκεί για να προσφωνήσει τις εργασίες της Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης για τελευταία φορά.

Αφού παρέθεσε  τους κύριους λόγους για την έλλειψη αποτελεσματικότητας και για την αδυναμία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών να ανταποκριθεί στις προσδοκίες δισεκατομμυρίων ανθρώπων, είπε ότι “η αναφορά μου στην ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στη δομή και τον μηχανισμό εφαρμογής των αποφάσεων που λαμβάνονται από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών δεν προκύπτει μόνο από την εκτίμησή μου για άλλα διεθνή προβλήματα, αλλά και από αυτά που η χώρα μου εξακολουθεί να υφίσταται και να υποφέρει ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974”.

Αναφερόμενος στην ομιλία του Τούρκου Προέδρου είπε ότι “με βαθιά απογοήτευση άκουσα τον Πρόεδρο Ερντογάν να ισχυρίζεται ότι, και παραθέτω επί λέξη: «Ως Τουρκία θέλουμε όλα τα ζητήματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο να επιλυθούν στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο»”.

Πόσο προκλητικό και ειρωνικό είναι για τον Τούρκο Πρόεδρο να προβάλλει έναν τέτοιο ισχυρισμό, όταν απειλεί να καταλάβει τα ελληνικά νησιά ή όταν διαπράττει χιλιάδες παραβιάσεις του εναέριου χώρου ενός κυρίαρχου και γειτονικού κράτους, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου;” τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Επίσης, διερωτήθηκε “πόσο πιο προκλητικό είναι να εκφράζεται η επιθυμία για επίλυση διαφορών «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο», όταν ο ίδιος αρνείται να εφαρμόσει πολυάριθμα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών για το κυπριακό πρόβλημα και δημιουργεί νέα τετελεσμένα;”

“Όπως έχω επισημάνει προηγουμένως, όταν αποφάσεις ή ψηφίσματα που βασίζονται στο διεθνές δίκαιο δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ή να επιβληθούν, τότε αυτό, δικαίως, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ενθάρρυνση ή ακόμη και επιβράβευση της αυθαιρεσίας” υπογράμμισε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.

Συνέχισε λέγοντας ότι σε αυτό ακριβώς γινόμαστε μάρτυρες σήμερα με το κυπριακό πρόβλημα. “Η Τουρκία, η οποία παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο, καλεί τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει τα παράνομα τετελεσμένα της” είπε και σημείωσε ότι δυστυχώς, αυτός ήταν ο μακροχρόνιος στόχος της Τουρκίας, από το 1956.

“Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, παρά τους ιστορικούς συμβιβασμούς από μέρους της ελληνοκυπριακής πλευράς, όλες οι προσπάθειες για την επίτευξη λύσης στο κυπριακό πρόβλημα απέτυχαν ως αποτέλεσμα της αδιάλλακτης στάσης και των παράλογων απαιτήσεων της Τουρκίας” είπε.

Αφού έκανε μια αναδρομή στις τελευταίες προσπάθειες για λύση του Κυπριακού τόνισε ότι “είναι σαφές ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα έχει καταβάλει και θα συνεχίσει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για επανέναρξη των συνομιλιών, με στόχο την επίτευξη λύσης βασισμένης στα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών”.

“Και όπως έχω τονίσει, ο μόνος τρόπος για να υπάρξει επίλυση διενέξεων και για επικράτηση της ειρήνης δεν είναι άλλος από την αταλάντευτη προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όχι όμως αυθαίρετα ερμηνευμένα από αυτούς που επιδιώκουν να συγκαλύψουν τις βλέψεις τους για αναθεωρητισμό”, κατέληξε.

Όπως όλοι εσείς, ανέφερε, θα ήθελα να μπορούσα να επικροτήσω τα αποτελέσματα της εφαρμογής είτε των προνοιών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών είτε των αποφάσεων και των ψηφισμάτων της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία θα διασφάλιζαν μεταξύ άλλων ότι οποιεσδήποτε απειλές ή απόπειρες να τεθεί υπό αμφισβήτηση η κυριαρχία και η  εδαφική ακεραιότητα οποιουδήποτε κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών έχουν τερματιστεί πλήρως ή έχουν ελαχιστοποιηθεί, ότι μακροχρόνιες συγκρούσεις και διενέξεις έχουν επιλυθεί ή βρίσκονται στη διαδικασία επίλυσης, σύμφωνα με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, ή ότι η ανάγκη μεταρρύθμισης του Οργανισμού έχει οδηγήσει στην αποτελεσματική πρόληψη νέων απειλών και προκλήσεων για την παγκόσμια ειρήνη.

“Πώς γίνεται λοιπόν”, διερωτήθηκε, να επιστρέφουμε ξανά και ξανά, χρόνο με το χρόνο, ως είδος τελετουργικού, για να επιβεβαιώσουμε τη θλιβερή έλλειψη αποτελεσματικότητας από μερικούς και την προσπάθεια εξωραϊσμού από άλλους, για αυτό που στην πραγματικότητα είναι η αδυναμία μας να εκπληρώσουμε τους στόχους του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών;

Γιατί, διερωτήθηκε, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας παραμένουν στη συντριπτική πλειοψηφία τους απλά πιστοποιητικά που πιστοποιούν παραβιάσεις, γιατί δεν εφαρμόζονται το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς συμφωνίες, γιατί οι στρατηγικές και τα προγράμματα, που στοχεύουν στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών για τους ανθρώπους που υποφέρουν, παραμένουν ευσεβείς πόθοι;»

Συνεχίζοντας, είπε ότι “αν και γνωρίζω καλά ότι αυτό που πρόκειται να πω είναι γνωστό σε όλους σας, για χάρη της ιστορίας δεν μπορώ παρά να παραθέσω κάποιες αλήθειες που οδηγούν σε μια φθίνουσα πορεία και σε σταδιακή απώλεια της αξιοπιστίας των Ηνωμένων Εθνών”.

Αναφερόμενος στις οι αδυναμίες και η αναποτελεσματικότητα των Ηνωμένων Εθνών είπε ότι οφείλονται στα εξής: Στο γεγονός ότι οικονομικά ή άλλα συμφέροντα ισχυρών κρατών μελών προηγούνται του διεθνούς δικαίου, στο ότι παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, συμμαχίες που βασίζονται σε κοινά συμφέροντα οδηγούν σε ανοχή προς τα κράτη που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, αν ο παραβάτης βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής τους, στην αναβίωση των ηγεμονικών τάσεων από ορισμένα κράτη με στόχο τη δημιουργία νέων αυτοκρατοριών, εις βάρος των μικρότερων κρατών και κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.

Επίσης, είπε ότι παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση του ΓΓ του ΟΗΕ να προχωρήσει στην πολύ αναγκαία μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του Οργανισμού, καθώς και του τρόπου λειτουργίας του και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, η έλλειψη προθυμίας εκ μέρους των προαναφερόμενων κρατών δεν επέτρεψε την εφαρμογή μιας τέτοιας αλλαγής και ως αποτέλεσμα των ίδιων πολιτικών σκοπιμοτήτων, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, δυστυχώς, υιοθετεί μια στάση ίσων αποστάσεων, ακόμη και όταν έρχεται αντιμέτωπος με  παραβίαση αποφάσεων, ψηφισμάτων και καθορισμένου πεδίου εφαρμογής και αρμοδιότητας που έχουν αναφερθεί σαφώς στη Γραμματεία.

Αυτό, ανέφερε, έχει ως αποτέλεσμα να παίρνουν θάρρος τα κράτη που προβαίνουν σε παραβιάσεις, τα οποία όχι μόνο αγνοούν το διεθνές δίκαιο, αλλά δημιουργούν και νέα προηγούμενα εκτός του πλαισίου της νομιμότητας.

“Γνωρίζω ότι μπορεί να θεωρηθώ ως ένας ρομαντικός ιδεολόγος, αλλά πιστεύω ότι τα πρόσφατα γεγονότα και τα προβλήματα που επηρεάζουν τον κόσμο, δεν αφήνουν καμία άλλη επιλογή παρά τη λήψη τολμηρών, αλλά αναγκαίων αποφάσεων” είπε, και ανέφερε ότι υπάρχει ανάγκη για  μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε ένα δίκαιο, αποτελεσματικό και αποδοτικό πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης.

Ανέφερε ότι η αναφορά του στην ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στη δομή και τον μηχανισμό εφαρμογής των αποφάσεων που λαμβάνονται από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών δεν προκύπτει μόνο από την εκτίμησή μου για άλλα διεθνή προβλήματα, αλλά και από αυτά που η χώρα μου εξακολουθεί να υφίσταται και να υποφέρει ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974.

Με βαθιά απογοήτευση είπε, ” άκουσα τον Πρόεδρο Ερντογάν να ισχυρίζεται ότι, και παραθέτω επί λέξει: «Ως Τουρκία θέλουμε όλα τα ζητήματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο να επιλυθούν στο πλαίσιο των σχέσεων καλής γειτονίας και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».

“Πόσο προκλητικό και ειρωνικό είναι για τον Τούρκο Πρόεδρο να προβάλλει έναν τέτοιο ισχυρισμό, όταν απειλεί να καταλάβει τα ελληνικά νησιά ή όταν διαπράττει χιλιάδες παραβιάσεις του εναέριου χώρου ενός κυρίαρχου και γειτονικού κράτους, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου; Πόσο πιο προκλητικό είναι να εκφράζεται η επιθυμία για επίλυση διαφορών «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο», όταν ο ίδιος αρνείται να εφαρμόσει πολυάριθμα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών για το κυπριακό πρόβλημα και δημιουργεί νέα τετελεσμένα;” διερωτήθηκε.

Πόσο σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο είναι η άρνησή του να συμμορφωθεί, είπε ο Πρόεδρος, με: (α) Το Ψήφισμα 3212 της Γενικής Συνέλευσης που εγκρίθηκε τον Οκτώβριο του 1974, με το οποίο ζητείται η ταχεία απόσυρση όλων των ξένων ενόπλων δυνάμεων και της ξένης στρατιωτικής παρουσίας και προσωπικού από την Κυπριακή Δημοκρατία και η παύση κάθε ξένης παρέμβασης στις υποθέσεις της, (β) Ψήφισμα που εγκρίθηκε με το Ψήφισμα 365 του Συμβουλίου Ασφαλείας τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και (γ) Το Ψήφισμα 1251 του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1999, το οποίο επιβεβαιώνει τη θέση του ότι η διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος θα πρέπει να βασίζεται σε ένα Κράτος της Κύπρου με ενιαία κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και ενιαία ιθαγένεια, με την ανεξαρτησία και την εδαφική του ακεραιότητα να διαφυλάσσεται, στο πλαίσιο μιας διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Τονίζεται, είπε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, επίσης, ότι μια τέτοια διευθέτηση πρέπει να αποκλείει την ένωση του συνόλου ή μέρους του με οποιαδήποτε άλλη χώρα όπως και οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης.

Οπως είπε, “ο κ. Ερντογάν πέρυσι ισχυρίστηκε ότι οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην επίτευξη μιας διευθέτησης που θα βασίζεται στις ούτω καλούμενες «πραγματικότητες επί του εδάφους», ενώ φέτος μίλησε για την ανάγκη όλοι να «δουν την αλήθεια» και ότι υπάρχουν «δύο χωριστά κράτη και δύο χωριστοί λαοί στο νησί σήμερα».

Και αναρωτιέμαι, είπε ο Πρόεδρος, για ποια αλήθεια μιλάει; την αλήθεια ότι 37 % της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενός κράτους μέλους της ΕΕ, παραμένει υπό στρατιωτική κατοχή;, την αλήθεια ότι μετά την τουρκική εισβολή του 1974 το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες;  Την αλήθεια ότι έχουν εμφυτεύσει εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους υπηκόους στις κατεχόμενες περιοχές, αλλάζοντας έτσι το δημογραφικό χαρακτήρα του νησιού: μετατρέποντας τους Τουρκοκύπριους σε μειονότητα στις περιοχές που κατέχουν παράνομα; την αλήθεια ότι η Τουρκία έχει ιδρύσει μια παράνομη οντότητα στις κατεχόμενες περιοχές, η οποία βρίσκεται υπό τον απόλυτο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό της έλεγχο; την αλήθεια ότι η Τουρκία προσπαθεί να εξισώσει το Κράτος, τη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία με την παράνομη αποσχιστική οντότητα; την αλήθεια ότι η πιο πάνω διακήρυξη της υποτιθέμενης απόσχισης έχει καταδικαστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας και θεωρήθηκε νομικά άκυρη;

“Την αλήθεια ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας ζήτησε την ανάκλησή της και από όλα τα κράτη και τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της, να μην την αποδεχθεί ή να την υποβοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο; την αλήθεια ότι προσπαθούν να αλλάξουν το καθεστώς της περιφραγμένης πόλης της Αμμοχώστου, σε αντίθεση με τα ψηφίσματα 550 και 789 του Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών; την αλήθεια ότι η Τουρκία υιοθετεί τη δική της αυθαίρετη ερμηνεία του διεθνούς δικαίου που μειώνει την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου κατά 44 %, εις βάρος τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων, σε αντίθεση με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας;” συνέχισε.

Συνεχίζοντας ανέφερε ότι “όταν αποφάσεις ή ψηφίσματα που βασίζονται στο διεθνές δίκαιο δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ή να επιβληθούν, τότε αυτό, δικαίως, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ενθάρρυνση ή ακόμη και επιβράβευση της αυθαιρεσίας”.

Σε αυτό ακριβώς, είπε, γινόμαστε μάρτυρες σήμερα με το κυπριακό πρόβλημα. Η Τουρκία, η οποία παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο, καλεί τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει τα παράνομα τετελεσμένα της προσθέτοντας ότι δυστυχώς, αυτός ήταν ο μακροχρόνιος στόχος της Τουρκίας, από το 1956.

“Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, παρά τους ιστορικούς συμβιβασμούς από μέρους της ελληνοκυπριακής πλευράς, όλες οι προσπάθειες για την επίτευξη λύσης στο κυπριακό πρόβλημα απέτυχαν ως αποτέλεσμα της αδιάλλακτης στάσης και των παράλογων απαιτήσεων της Τουρκίας”

Αναφέρθηκε στο Κραν Μοντανά λέγοντας ότι όσον αφορά τις εσωτερικές πτυχές του κυπριακού προβλήματος, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών αξιολόγησε στην έκθεσή του στις 28 Σεπτεμβρίου 2017 ότι: «Τα βασικά εκκρεμή ζητήματα που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση και τον καταμερισμό της εξουσίας παρέμειναν λίγα» και ότι «μέχρι το κλείσιμο της Διάσκεψης, οι πλευρές είχαν ουσιαστικά λύσει το βασικό ζήτημα της αποτελεσματικής συμμετοχής».

“Έτσι, ενώ ο στόχος του Γενικού Γραμματέα για την επίτευξη στρατηγικής συμφωνίας ήταν κοντά, ο λόγος της ανεπιτυχούς έκβασης ήταν η άκαμπτη στάση και η επιμονή της Τουρκίας στη διατήρηση της αναχρονιστικής Συνθήκης Εγγυήσεων, του δικαιώματος επέμβασης και της μόνιμης παρουσίας στρατευμάτων” είπε.

Υπενθύμισε τη δήλωση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ του Ιουνίου 2017, στην οποία τόνισε ότι: «Η πρόοδος στο παρόν Κεφάλαιο για την Ασφάλεια και τις Εγγυήσεις αποτελεί βασικό στοιχείο για την επίτευξη συνολικής συμφωνίας».

Είπε ότι μετά από μια περίοδο αδιεξόδου και παρά την απογοήτευσή μας, αναλάβαμε νέες πρωτοβουλίες για επανέναρξη της διαδικασίας από το σημείο που σταμάτησε στο Κραν Μοντανά, με αποκορύφωμα την Κοινή Δήλωση που επιτεύχθηκε με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη στις 25 Νοεμβρίου 2019, η οποία επαναβεβαίωνε τις αρχές για την επανέναρξη νέου γύρου συνομιλιών.

Συγκεκριμένα, ανέφερε, την Κοινή Δήλωση της 11ης Φεβρουαρίου 2014, τις προηγούμενες συγκλίσεις και το πλαίσιο έξι σημείων που παρουσίασε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών στο Κραν Μοντανά.

“Δυστυχώς, για ακόμα μια φορά, η Τουρκία υπονόμευσε την προοπτική επανέναρξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας και αντ’ αυτού στη συνάντηση που διεξήχθη τον Απρίλιο 2021, παρουσίασαν τη θέση τους για αλλαγή της συμφωνημένης βάσης λύσης, από μια ομοσπονδιακή λύση σε λύση δύο κρατών”.

Ο Πρόεδρος τόνισε ότι παρολ’ αυτά, η πλευρά μας ανέλαβε νέα πρωτοβουλία η οποία, επίσης, οδήγησε σε νέα κοινή συνάντηση των ηγετών των δύο κοινοτήτων με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο 2021, στη διάρκεια της οποίας συμφωνήθηκε ότι ο τελευταίος θα προχωρούσε με το διορισμό Αντιπροσώπου, ώστε να διαβουλευθεί και με τις δύο πλευρές και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη με στόχο την επίτευξη κοινού εδάφους για επανέναρξη νέας ειρηνευτικής διαδικασίας και ότι για ακόμα  μια φορά, η Τουρκία αρνήθηκε να τηρήσει την εν λόγω συμφωνία.

Συνεχίσαμε, επίσης, συνέχισε, να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες για άρση του αδιεξόδου, με την επιστολή που απέστειλα στον Τουρκοκύπριο ηγέτη στις 23 Μαΐου 2022, και στην οποία διαβίβασα εποικοδομητικές προτάσεις για υιοθέτηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης προς όφελος και των δύο πλευρών, μέτρα τα οποία απορρίφθησαν αμέσως από την τουρκοκυπριακή πλευρά, η οποία αντιπρότεινε δικές της προτάσεις σύμφωνες με το στόχο της για λύση δύο κρατών.  

“Με βάση τα πιο πάνω, είναι πιστεύω σαφές ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα έχει καταβάλει και θα συνεχίσει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για επανέναρξη των συνομιλιών, με στόχο την επίτευξη λύσης βασισμένης στα Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών” είπε ο Πρέοδρος.

Τόνισε πως ο μόνος τρόπος για να υπάρξει επίλυση διενέξεων και για επικράτηση της ειρήνης δεν είναι άλλος από την αταλάντευτη προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όχι όμως αυθαίρετα ερμηνευμένα από αυτούς που επιδιώκουν να συγκαλύψουν τις βλέψεις τους για αναθεωρητισμό.

“Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς θητείας μου, μπορεί να μην ευτύχησα να δω αυτό που η μεγάλη πλειοψηφία θα επιθυμούσε: τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του διεθνούς Οργανισμού, την επίλυση διεθνών διενέξεων και την αντιμετώπιση προκλήσεων που επηρεάζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, όπως η πείνα, η φτώχεια και κλιματική αλλαγή” κατέληξε.