Πρόεδρος: Έπραξα ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για λύση

Δεν θα αποδεχτούμε ποτέ την επιλογή της παράδοσης, τόνισε την Τετάρτη το βράδυ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης. Σημείωσε πως “στόχος μας παραμένει όπως η Κύπρος εξελιχθεί σε ένα ‘φυσιολογικό κράτος’ όπως το περιέγραψε ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας, δηλαδή να μετεξελιχθεί σε ένα πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος απαλλαγμένο από εξαρτήσεις τρίτων, ένα σύγχρονο κράτος που θα δίνει πραγματικά την προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης σε ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον για όλους ανεξαιρέτως τους νόμιμους κατοίκους του νησιού”.

Σε ομιλία του στην επετειακή εκδήλωση για την τουρκική εισβολή του 1974, στο Προεδρικό Μέγαρο, τον οποίο διάβασε ο Υπουργός Οικονομικών, Κωνσταντίνος Πετρίδης, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως έχει ήσυχη τη συνείδησή του πως έπραξε ότι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν όχι μόνο προς εξεύρεση λύσεως του Κυπριακού, αλλά και αποτροπής του ναυαγίου στο Κραν Μοντανά.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε πως ευελπιστεί πως η περαιτέρω ενεργοποίηση της εμπλοκής υψηλόβαθμων στελεχών της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών και οι σχετικές επαφές με τα εμπλεκόμενα μέρη, “θα επιτρέψουν στο  Γενικό Γραμματέα να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες συζήτησης των τολμηρών Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που έχουμε καταθέσει αλλά και επανέναρξης ενός νέου διαλόγου επί ίσοις όροις, μακριά από εκβιασμούς, απειλές και παράλογες αξιώσεις”. 

Ανέφερε πως έχει τονίσει επανειλημμένα τόσο στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, στους εταίρους μας στην ΕΕ, στα Μόνιμα και μη Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα, ότι παραμένει δεδομένη η βούληση μας για την επανέναρξη του διαλόγου, έχοντας μάλιστα την ίδια αποφασιστικότητα και καλή διάθεση που επιδείξαμε μέχρι σήμερα σε όλες τις προσπάθειες που προηγήθηκαν για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος.

Πρόσθεσε πως “αυτό που βεβαίως χρειάζεται είναι η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν τη διεξαγωγή του διαλόγου στη βάση του αλληλοσεβασμού και της απαιτούμενης καλής θέλησης από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδιαιτέρως από την τουρκική πλευρά, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων”.

Επεσήμανε πως “οι εν λόγω συνθήκες δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν μέσω απειλών, προσπαθειών αλλαγής του ξεκάθαρου καθεστώτος της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, όπως έχει καθοριστεί από τα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ή και προαπαιτούμενα αναγνώρισης κυριαρχικής ισότητας ή λύσης δύο κρατών”.

Αναφερόμενος στους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας τους κάλεσε να αναλογιστούν πως μόνο μέσα από μία λύση θα μπορέσουν και εκείνοι να απαλλαγούν από τις όποιες εξαρτήσεις  και να αναδείξουν τη δική τους ταυτότητα και τις δικές τους δυνατότητες.

Είπε πως για να φτάσουμε όμως στο σημείο που όλοι επιθυμούμε, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως η όποια λύση θα πρέπει να εδράζεται και στον αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων και των εύλογων ανησυχιών των δύο κοινοτήτων, καθώς αυτό που προσπαθούμε να οικοδομήσουμε δεν είναι τις σχέσεις δύο γειτονικών κρατών, αλλά ένα κράτος αποτελούμενο από δύο πολιτείες με μία κεντρική κυβέρνηση, μία κυριαρχία, μία διεθνή εκπροσώπηση.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε πως για σαράντα οχτώ χρόνια, ζούμε έναν παραλογισμό που δεν υπάρχει όμοιος του στην παγκόσμια ιστορία, προσθέτοντας πως  “δυστυχώς, παρά τις επίπονες προσπάθειες τόσο του ιδίου όσο και των προκατόχων μου η Τουρκία συνεχίζει να επιδεικνύει για σχεδόν πέντε δεκαετίες την ίδια αδιάλλακτη και απαράδεκτη στάση, επικαλούμενη μάλιστα πως η αξίωση μόνιμης παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων και εγγυητικών δικαιωμάτων είναι τάχα γιατί οι Τουρκοκύπριοι βιώνουν το αίσθημα της ανασφάλειας”.

“Μια αξίωση, που θα πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με την ηθελημένη παρερμηνεία της έννοιας της πολιτικής ισότητας μέσω της απαίτησης πως για κάθε απόφαση κάθε θεσμικού οργάνου, ανεξαρτήτως εάν δεν αφορά ζωτικά συμφέροντα της μιας ή της άλλης κοινότητας, θα πρέπει να υπάρχει μια τουλάχιστον θετική ψήφος”, ανέφερε.

“Αναλογιστείτε πόσο λειτουργική ή και βιώσιμη μπορεί να θεωρηθεί μια λύση όταν όλες οι αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Κράτους θα εξαρτώνται αποκλειστικά από τα μέλη μιας κοινότητας, της ολιγότερο πληθυσμιακά, η οποία λόγω και της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας θα είναι  απόλυτα ελεγχόμενη”, πρόσθεσε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.

Είπε πως “ηθελημένα η τουρκική πλευρά αγνοεί και παραγνωρίζει επίσης πως η ελληνοκυπριακή κοινότητα, μέσα από ένα οδυνηρό συμβιβασμό, αποδέχτηκε τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, ενώ την ίδια ώρα περιφρονούν το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις αρχές του διεθνούς δικαίου, κύριο γνώρισμα των οποίων είναι η προστασία των πολιτών κάθε κράτους, ανεξαρτήτως καταγωγής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων”.

Είπε πως για να γίνει πιο κατανοητός ο παραλογισμός των τουρκικών αξιώσεων αξίζει να σημειώσει πως κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον κ. Ακιντζί είχαν επιτευχθεί σημαντικές συγκλίσεις, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα της Διακυβέρνησης, με την επίτευξη συμφωνίας για τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των εκτελεστικών, δικαστικών και νομοθετικών σωμάτων, στη διαχείριση και κατανομή του φυσικού πλούτου, περιλαμβανομένου των υδρογονανθράκων, στις αρχές που θα πρέπει να διέπουν το περιουσιακό και στα ζητήματα Ευρωπαϊκής Ένωσης και  οικονομίας.

Την ίδια στιγμή, ανέφερε, για πρώτη φορά από το 1974 η τουρκοκυπριακή πλευρά κατέθεσε χάρτη επί των εδαφικών αναπροσαρμογών, ο οποίος, έστω και αν δεν ικανοποιούσε απόλυτα τις δίκαιες μας προσδοκίες, κρίθηκε πως θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα γόνιμο διάλογο για επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

“Το πλέον σημαντικό, και θέλω να το τονίσω, για πρώτη φορά θέσαμε την Τουρκία ενώπιον των ευθυνών της ως εισβολέα και κατοχική δύναμη μέσω της κοινής δήλωσης με το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 4 Ιουνίου 2017 εις την οποία με σαφήνεια καταγράφηκε πως χωρίς την επίλυση ή την επίτευξη επαρκούς προόδου στο Κεφάλαιο της Ασφάλειας και Εγγυήσεων δεν θα μπορούσε να αναμένεται θετικό αποτέλεσμα από την όλη διαδικασία”, είπε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης.

Ανέφερε πως ως αποτέλεσμα των πιο πάνω συγκλίσεων, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών συγκάλεσε τη Διάσκεψη στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017, κατά τη διάρκεια της οποίας υπέβαλε 6 σημεία – πλαίσιο για διαπραγμάτευση, με στόχο την κατάληξη σε στρατηγική συμφωνία.

“Τα όσα διαδραματίστηκαν είναι καλά γνωστά, όχι στη βάση του δικού μου αφηγήματος, αλλά από τα πρακτικά των Ηνωμένων Εθνών που είδαν το φως της δημοσιότητας τέσσερα χρόνια μετά, που ξεκάθαρα καταδεικνύουν για το ποιοι ευθύνονται για το ναυάγιο των συνομιλιών”, συνέχισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Και αυτοί, ανέφερε, “δεν ήταν άλλοι από την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή ηγεσία με την επιμονή στη διατήρηση του Συστήματος Εγγυήσεων, του μονομερούς επεμβατικού δικαιώματος για 15 χρόνια, χωρίς ρήτρα τερματισμού, αλλά αναθεώρησης, καθώς και στη διατήρηση μόνιμης στρατιωτικής βάσης στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία με εσαεί παρουσία 1800 με 2000 Τούρκων στρατιωτών”.

“Και τούτο, πέραν των πρακτικών των Ηνωμένων Εθνών, επιβεβαιώνεται και από την έκθεση γεγονότων του Γενικού Γραμματέα στις 28 Σεπτεμβρίου 2017, όπου ξεκάθαρα καταγράφει πως τα θέματα που άπτονται των εσωτερικών πτυχών είχαν ή συμφωνηθεί ή ελάχιστα παρέμεναν προς Συμφωνία, ενώ αναφέρει πως οι πλέον σημαντικές διαφορές παρέμεναν στο Κεφάλαιο της Ασφάλειας και Εγγυήσεων, τονίζοντας πως το  τέταρτο άρθρο της Συνθήκης Εγγυήσεων που περιέχει το μονομερές δικαίωμα παρέμβασης ήταν μη βιώσιμο”, πρόσθεσε.

Υπενθύμισε, εξάλλου, πως η δική μας πλευρά, στο πλαίσιο των εισηγήσεων του ίδιου Γενικού Γραμματέα, κατέθεσε γραπτές προτάσεις που αντιμετώπιζαν τις ανησυχίες των Τουρκοκυπρίων στις εσωτερικές πτυχές, καθώς και πολυσέλιδο έγγραφο στο Κεφάλαιο της Ασφάλειας και Εγγυήσεων με συγκεκριμένες προτάσεις στη βάση των καταστατικών διατάξεων του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των προσφερόμενων ασφαλιστικών δικλίδων που η ιδιότητα μας ως κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζει.

Ακόμη υπενθύμισε ότι προ του κρίσιμου δείπνου της 6ης Ιουλίου όσο και μετά το ναυάγιο, ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας δημοσίως δήλωνε πως καλά κάνουν οι Ελληνοκύπριοι να ξυπνήσουν από το όνειρο πως η Τουρκία θα αποδεχτεί ποτέ τον τερματισμό των εγγυήσεων.

“Συνεπώς τα πιο πάνω εκτιμώ πως καταδεικνύουν πως ο λόγος αποτυχίας της Διάσκεψης δεν ήτο τάχα η αποχώρηση Αναστασιάδη από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά η άτεγκτη και αδιάλλακτη στάση του κ. Τσαβούσογλου”, ανέφερε.

Υπογράμμισε, χωρίς καμία διάθεση άσκησης κριτικής, όπως είπε, πως εάν αντί του τερματισμού του δείπνου της 6ης Ιουλίου και κατά συνέπεια της Διάσκεψης, λόγω της επιμονής και άρνησης του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών να επιδείξει την όποια διαλλακτικότητα, εδίδετο αναβολή μερικών ημερών ή εβδομάδων, ενδεχομένως τα δεδομένα να ήταν διαφορετικά.

“Και τούτο, γιατί θα παρέχετο η ευκαιρία στα Ηνωμένα Έθνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση να προβούν σε εκ νέου διαβουλεύσεις και παρεμβάσεις προς την Τουρκία με στόχο την επίτευξη στρατηγικής συμφωνίας στη βάση των όσων έχω προαναφέρει”, είπε.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σημείωσε πως “δυστυχώς, παρακολουθώντας το Κυπριακό από το 1977 μέχρι σήμερα, οι διαπιστώσεις μου είναι πως παρά τις διαχρονικές υποχωρήσεις και τους ιστορικούς αλλά και οδυνηρούς συμβιβασμούς της πλευράς μας, η τουρκική εμμονή σε απαράδεκτες θέσεις που δεν συνάδουν σε σύγχρονα κράτη οδηγούσε σε εκτροχιασμό της κάθε διαπραγματευτικής διαδικασίας”.

“Διαχρονικός στόχος δεν είναι άλλος παρά η αποφυγή εξεύρεσης λύσης ώστε να οδηγηθούμε στα όσα δημόσια κατέθεσαν η Τουρκία και ο εγκάθετος της στη Γενεύη στις 25 Απριλίου 2021 για λύση δύο κρατών, με συνακόλουθη τη συνέχιση του σφετερισμού περιουσιών, την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του εποικισμού και της μόνιμης παρουσίας Τουρκικών στρατευμάτων”, ανέφερε.

Σε απάντηση θέλω να καταστήσω σαφές πως εμείς δεν θα αποδεχτούμε ποτέ την επιλογή της παράδοσης, υπογράμμισε και πρόσθεσε πως “στόχος μας παραμένει όπως η Κύπρος εξελιχθεί σε ένα ‘φυσιολογικό κράτος’ όπως το περιέγραψε ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας, δηλαδή να μετεξελιχθεί σε ένα πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος απαλλαγμένο από εξαρτήσεις τρίτων, ένα σύγχρονο κράτος που θα δίνει πραγματικά την προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης σε ένα ασφαλές και σταθερές περιβάλλον για όλους ανεξαιρέτως τους νόμιμους κατοίκους του νησιού”.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είπε ακόμη πως “θέλουμε να δώσουμε το μήνυμα πως λαός και ηγεσία βαδίζουμε μαζί, προκειμένου να απαλλάξουμε τη χώρα μας από την κατοχή και να φέρουμε επιτέλους ειρήνη και ευημερία στη χώρα μας”.

“Στο πλαίσιο αυτό, η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων και του συνόλου του κυπριακού λαού, αποτελεί το μόνο στέρεο οικοδόμημα που μπορεί να μας οδηγήσει στην ελευθερία, την ασφάλεια και ανεξαρτησία την οποία τόσα χρόνια επιδιώκουμε”, ανέφερε.

Τόνισε πως “θα συνεχίσουμε να πολιτευόμαστε με σύνεση, μακριά από λαϊκισμούς και ανέφικτες επιδιώξεις, αλλά με πλήρη συναίσθηση και σεβασμό στο τι απαιτεί η πλειοψηφία ενός περήφανου λαού” που κατάφερε, μέσα από μία ανείπωτη τραγωδία και καταστροφή να αποδείξει το τεράστιο απόθεμα ψυχής, εργατικότητας και έφεσης προς την πρόοδο.

“Αυτή είναι η υποχρέωση ή αν θέλετε το ελάχιστο χρέος μας έναντι όλων όσων έδωσαν τη ζωή τους, έναντι των αγνοουμένων και έναντι όσων υπέφεραν και ακόμη υποφέρουν από τις βάναυσες συνέπειες της εισβολής. Μια υποχρέωση που υπαγορεύει  να παραδώσουμε μια πατρίδα πραγματικά ελεύθερη, η οποία θα δικαιώνει τις προσδοκίες ολόκληρου του Κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων”, κατέληξε.