Έλληνες , Κούρδοι, Ελληνοτουρκικά

Επιτρέπεται σε μια χώρα που διαφημίζεται ως η πατρίδα της δημοκρατίας να περιφρονεί τα δικαιώματα ενός εκ των πιο βασανισμένων λαών της Μέσης Ανατολής;

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Σε προηγούμενο άρθρο μας εξηγήσαμε γιατί θεωρούμε ως αποφράδα ημέρα για (ό,τι απομένει από) την ευρωπαϊκή δημοκρατία και ανεξαρτησία την τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ.

Ο πρωθυπουργός όμως έκανε και κάτι άλλο σε αυτή τη σύνοδο και αμέσως μετά. Υποστήριξε με δηλώσεις του, εμμέσως πλην σαφώς, την απαίτηση της Άγκυρας για απελάσεις των Κούρδων αγωνιστών από τη Σουηδία και τη Φινλανδία, αναγνωρίζοντας ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει θέμα «τρομοκρατικών απειλών». «Η Τουρκία έχει εύλογα δίκαια όταν ανησυχεί για ορισμένες τρομοκρατικές οργανώσεις. Έχει πληρώσει βαρύ τίμημα» είπε ο κ. Μητσοτάκης, προτού εκφράσει ικανοποίηση γιατί ο Ερντογάν δεν έθεσε ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης και κυριαρχίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου – κάτι που έκανε αμέσως μετά τη σύνοδο με δηλώσεις του! Ευτυχώς που δεν είχε σκεφτεί η Άγκυρα να θέσει και ζήτημα κυριαρχίας στη Ζάκυνθο, για να πει μετά ο Έλληνας πρωθυπουργός πόσο ευτυχής είναι που δεν το ανέφερε ενώπιον των ΝΑΤΟϊκών.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η κυβέρνηση, πανικόβλητη από την αφύπνιση του έξαλλου τουρκικού εθνικισμού, αλλά και τις συνέπειες μιας αλλοπρόσαλλης και υπαγορευμένης από τρίτους πολιτικής, που ακολουθούν επί χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις έναντι της Τουρκίας (1), προσπαθεί να εξευμενίσει την Άγκυρα, κάτι που δεν πετυχαίνει με αυτό τον τρόπο. Αλλά δεν επιτρέπεται σε μια χώρα που διαφημίζεται ως η πατρίδα της δημοκρατίας να περιφρονεί τόσο βάναυσα τα δικαιώματα ενός λαού που, μαζί με τους Παλαιστίνιους, είναι ο πιο βασανισμένος σε όλη τη Μέση Ανατολή. Πόσο μάλλον όταν το ελληνικό κράτος και τις υπηρεσίες του θα βαρύνει για πάντα το άγος της σύμπραξής τους σε μια διεθνή συνωμοσία με σκοπό την απαγωγή, την εξαπάτηση και την παράνομη απέλαση στην Τουρκία του ηγέτη των Κούρδων Αμπντουλά Οτσαλάν, που πληρώνει την εμπιστοσύνη του στην Ελλάδα και τους Έλληνες, σαπίζοντας επί ένα τέταρτο του αιώνα στις τουρκικές φυλακές.

Και τα κάνει αυτά μια χώρα που στο παρελθόν συνεργάσθηκε στενά με τους εκπροσώπους των Κούρδων, για τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Εμείς δεν συζητάμε εδώ αν πρέπει να υποστηρίξει η Αθήνα τους Κούρδους ή να συνεργασθεί μαζί τους. Αυτό είναι θέμα πολιτικής επιλογής, όχι αρχής ή ηθικής τάξης. Δεν μπορεί άλλωστε, ούτε και θέλει να κάνει τίποτα η Αθήνα, που να μην το έχει εγκρίνει η εδώ αμερικανική πρεσβεία. Υπάρχουν όμως μερικά ζητήματα που κρείττον σιγάν, υπάρχουν κουβέντες που δεν επιτρέπεται να λέγονται.

_ _ _ _
(1) Μια όλο και πιο ασυνάρτητη στην πολιτική της Αθήνα ταλαντεύεται επί πολλά χρόνια διαρκώς, ανάλογα με τα νεύματα που της κάνουν από την Ουάσιγκτον, ανάμεσα σε απαράδεκτες συζητήσεις κυριαρχίας στο Αιγαίο και ιδέες αυτοδιάλυσης του κυπριακού κράτους και σε ανόητες και ανέφικτες πολιτικές όπως οι σχετικές με την ΑΟΖ και τον EastMed, που ναι μεν δεν είναι πραγματοποιήσιμες, είχαν όμως ως αποτέλεσμα τη σημερινή τουρκική επιθετικότητα. Το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι καλών προθέσεων και τμήμα της κοινής γνώμης υποστηρίζει καλοπροαίρετα αυτές τις απόψεις, νομίζοντας ότι είναι πατριωτικές, δεν πρέπει να τους προσάπτεται. Είναι αποτέλεσμα της καθολικής απουσίας σοβαρότητας στη χώρα, περιλαμβανομένων των «ειδικών» που εμφανίζονται στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις και των «μέσων ενημέρωσης» που διαθέτει και που διέπρεψαν πάλι στη (συγ)κάλυψη της συνόδου της Μαδρίτης, κάνοντας το μαύρο άσπρο και ενσπείροντας μια γενική σύγχυση για το τι συμβαίνει. Αυτή η λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, που δεν διαστρεβλώνουν απλώς το νόημα των όσων συμβαίνουν, αλλά και στερούν τους Έλληνες πολίτες από σωστή πληροφόρηση για τα πιο βασικά γεγονότα, συνιστά από μόνη της σοβαρό κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας και καταργεί στην πράξη τη δημοκρατία.