Η μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή στην ελληνική ιστορία και οι συνέπειές της

Όπως πάει αυτή η κυβέρνηση, όταν φύγει με το καλό, κινδυνεύουμε να έχει καεί όλη η Ελλάδα, να μην έχει μείνει τίποτα ζωντανό και όρθιο

 

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

konstantakopoulos-final1Δεν έφτανε η απέραντη θλίψη που αναπόφευκτα προκαλεί το θέαμα της φλεγόμενης χώρας μας, δεν έφτανε η ζέστη και ο καπνός που πάλι εισπνέουμε, είχαμε και τον κ. Μητσοτάκη στην τηλεόραση να μας μιλάει, μεταξύ άλλων, για τις προόδους που έκανε η κυβέρνησή του στην αναδιοργάνωση του κράτους! Ευτυχώς που δεν τις ολοκλήρωσε ακόμα. Γιατί όπως πάει αυτή η κυβέρνηση, όταν φύγει με το καλό, κινδυνεύουμε να έχει καεί όλη η Ελλάδα, να μην έχει μείνει τίποτα ζωντανό και όρθιο.

“Τα σπίτια χτίζονται και τα δέντρα ξαναφυτρώνουν” είπε ο Πρωθυπουργός. Τα σπίτια είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξαναχτιστούν και τα δέντρα στην Ελλάδα δεν ξαναφυτρώνουν και σε λίγο δεν θα μπορούν καν να ξαναφυτρώσουν, γιατί η χώρα πηγαίνει σύμφωνα με τους επιστήμονες σε ερημοποίηση, εξαιτίας όχι μόνο της κλιματικής αλλαγής, αλλά και τη μη αντιμετώπισης των επιπτώσεών της.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές η πρωτοφανής καταστροφή συνεχίζεται ακάθεκτη. Καταστρέφονται οι πνεύμονες του Λεκανοπεδίου της Αττικής και επικίνδυνα μικροσωματίδια διαχέονται, εν μέσω ακόμα υψηλών θερμοκρασιών, στον ήδη επιβαρυμένο και επικίνδυνο αέρα που εισπνέουν οι κάτοικοί του, δηλαδή σχεδόν ο μισός ελληνικός πληθυσμός.

Φωτιές μαίνονται ανεξέλεγκτες σε όλα τα σημεία της χώρας και έχει διακοπεί η οδική και σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Η Πυροσβεστική και η αεροπυρόσβεση, σύμφωνα με όσα λένε τα ραδιόφωνα, έχει αφήσει ακόμα και πολλές κατοικημένες περιοχές να καίγονται χωρίς καν να παρεμβαίνει, υποθέτουμε λόγω του ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις και τα μέσα της.

Η κυβέρνηση της χώρας μοιάζει να έχει μετατραπεί σε Γραφείο Εκκενώσεως Πόλεων και Οικισμών. Πού θα πάνε και πού θα μείνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και ποιος και πώς θα τους αποζημιώσει -αν τους αποζημιώσει.

Όχι μόνο ο τελικός απολογισμός θα είναι τρομακτικός, ήταν τρομακτικός προτού καν μπούμε στην παρούσα οξεία φάση της καταστροφής. Η Ελλάδα έχει ήδη γνωρίσει τη μεγαλύτερη (απολύτως προβλέψιμη και προβλεφθείσα) οικολογική καταστροφή στην ιστορία της.

Μόνο τις πρώτες τέσσερις μέρες του καύσωνα, πολύ δηλαδή προτού περάσει η καταστροφή στην τωρινή οξεία φάση της, κάηκαν δασικές εκτάσεις που αντιστοιχούν στις μισές εκτάσεις που καίγονται συνήθως κάθε χρόνο. Ο τελικός απολογισμός θα είναι ασφαλώς πολύ βαρύτερος.

Σημειωτέον ότι αυτές οι εκτάσεις κάηκαν ενώ στη χώρα επικρατούσαν συνθήκες σχεδόν άπνοιας που δεν ευνοούν τις φωτιές.

Η επόμενη μέρα

Αν και δεν μπορούν ακόμα να εκτιμηθούν με οποιαδήποτε ακρίβεια, είναι ήδη βέβαιο ότι οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες στην ελληνική οικονομία, στη δημόσια υγεία, στο ενεργειακό σύστημα της χώρας, στη διάβρωση των εδαφών, στις πλημμύρες που θα σημειωθούν, στην επιτάχυνση της ερημοποίησης της χώρας κτλ., κτλ..

Ιδιαίτερα επίφοβες είναι οι πιθανές επιπτώσεις στο πολύ τρωτό πολεοδομικό-οικολογικό σύστημα της πρωτεύουσας, που έχει χτιστεί ως θερμική βόμβα υψηλής θερμοχωρητικότητας (η θερμοκρασία φτάνει έως και 12 βαθμούς πάνω από την ύπαιθρο, με ιδιαίτερα υψηλές νυχτερινές θερμοκρασίας, που είναι πολύ επιβαρυντικές για την υγεία και με ζώνες ιδιαίτερα επικίνδυνου μικροκλίματος στο εσωτερικό της), χωρίς ουσιαστικά πράσινο και λειτουργεί ως παγίδα ρυπαντών τις μέρες που σημειώνεται ατμοσφαιρική αντιστροφή. Δεν γνωρίζουμε εξάλλου πόσο κοντά είμαστε σε ενδεχόμενο σημείο ρήξης (tipping point) του συστήματος.

Είναι λάθος να ονομάζονται αυτά “ακραία καιρικά φαινόμενα”, γιατί μας συνηθίζουν σε κάτι έκτακτο (μπόρα είναι θα περάσει)

Πριν από 14 χρόνια, το 2007 εξετάσαμε με μορφή όχι βέβαια ποσοτικής επιστημονικής μελέτης, αλλά σεναρίου επιστημονικής φαντασίας, ένα ακραίο, αλλά νομίζουμε όχι αδύνατο σενάριο κατάρρευσης του συστήματος του λεκανοπεδίου, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού συνεχούς επιβάρυνσης του συστήματός, της αποσύνθεσης και διαφθοράς του πολιτικο-κρατικού συστήματος και της κλιματικής αλλαγής. Το σενάριο είναι ασφαλώς ακραίο: αναλύει τη χειρότερη δυνατή εκδοχή του τι μπορεί να συμβεί, σε κάθε περίπτωση όμως το σύστημα έχει ήδη προ πολλού εκτραπεί, όπως επιβεβαιώνουν όλες οι υπάρχουσες μελέτες – ενδεικτικά μόνο εδώ και εδώ.

Αλυσιδωτή αντίδραση

Το χειρότερο είναι ότι οι οικολογικές επιβαρύνσεις που προκαλεί η τωρινή καταστροφή θα καταστήσουν χειρότερη την επόμενη κρίση. Αν αληθεύουν οι μετεωρολογικές προβλέψεις που διαβάζουμε θα σημειωθούν αμέσως μετά τον καύσωνα καταιγίδες (με ισχυρή πιθανότητα πλημμυρών) και στη συνέχεια νέος καύσωνας. Κινδυνεύουμε δηλαδή να βρεθούμε σε μια αλυσίδα όλο και σοβαρότερων κρίσεων. Όχι σε δέκα χρόνια, πιθανώς μέσα στον μήνα!

Είναι λάθος να ονομάζονται αυτά “ακραία καιρικά φαινόμενα”, γιατί μας συνηθίζουν σε κάτι έκτακτο (μπόρα είναι θα περάσει). Είναι ακραία με όρους στατιστικών του παρελθόντος. Δεν είναι καθόλου ακραία με όρους προβλέψεων της κλιματικής επιστήμης. Τον καύσωνα και τις φωτιές πρέπει να τον αντιληφθούμε ως είσοδο σε εποχή που θα πρέπει να αγωνισθεί η Ελλάδα, για να παραμείνει βιώσιμη ακόμα και ως φυσικό-βιολογικό σύστημα, που είναι βέβαια προϋπόθεση για να υπάρχουν οικονομία, κοινωνία και κράτος.

Οι ιστορικές, τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης

Όλη η αντίληψη της Νέας Δημοκρατίας για την “ανάπτυξη” στηρίζεται στο μοντέλο της οικοδομής του 1950, που, εκτός του ότι έβαλε από τότε τη βάση της καταστροφής της Αθήνας και της Ελλάδας, πρέπει να είναι κανείς και εντελώς άσχετος, πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου, για να πιστέψει ότι μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα το 2021.

Το δεύτερο επίσης στο οποίο στηρίζεται η αντίληψη της κυβέρνησης είναι η εξωφρενική άποψη Μητσοτάκη για το περιβάλλον που, όπως ήδη αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο, αποτυπώθηκε στη δήλωση που έκανε πέρυσι στον Ερημίτη της Κέρκυρας: “Κάποια στιγμή θα καεί το δάσος, οπότε καλά κάνουμε και το χτίζουμε”.

Επειδή παρόλα αυτά δεν είναι ακόμα τελείως εύκολο να χτίσει κανείς σε δάσος, διευκολύνει την υπόθεση πρώτα να καεί και μετά να χτιστεί.

Η πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη ξεκίνησε δίπλα στην Αθήνα σε συνθήκες άπνοιας

Όπως είχε την καλοσύνη να μας πληροφορήσει αναγνώστης, λίγο μετά την επίσκεψη Μητσοτάκη στον Ερημίτη ξέσπασαν ταυτόχρονα πέντε πυρκαγιές εκεί.

Θυμίζουμε ότι, αντίθετα με αυτές που ξέσπασαν όταν φύσηξε κάπως, η πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη ξεκίνησε δίπλα στην Αθήνα σε συνθήκες άπνοιας. Αναφερθήκαμε επίσης αναλυτικά, στο προηγούμενο άρθρο μας στα σχέδια “αξιοποίησης” της περιοχής, όπου άλλωστε, τουλάχιστο από το 2012 υπάρχει σχέδιο ανέγερσης και καζίνο όπως μας πληροφορεί ο Κώστας Καββαθάς. Δεν σας κρύβουμε πως μας εντυπωσίασε επίσης ότι, με μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο, διαπιστώσαμε ότι και εδώ, στα “αναπτυξιακά σχέδια” της περιοχής, πρωταγωνιστεί η κυρία Λίνα Μενδώνη.

Άλλες πολύ μεγάλες πυρκαγιές που ξέσπασαν σε συνθήκες άπνοιας ήταν αυτές στο Μαντούδι και τη Λίμνη Ευβοίας, όπου επίσης υπάρχει μεγάλη σύγκρουση με τους κατοίκους για την εγκατάσταση φαραωνικού συστήματος ανεμογγενητριών.

Ο γράφων είναι φανατικός οπαδός των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αλλά πρέπει η τοποθέτησή τους να γίνεται με τρόπο που να μη πλήττει βάναυσα το περιβάλλον. Όπως ξέρει και ο τελευταίος νοήμων Έλληνας όμως οι σχετικές επιλογές γίνονται στη χώρα όχι με ορθολογικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων.

Το ότι κάποιος ενδέχεται να έχει συμφέρον από μια φωτιά δεν σημαίνει φυσικά και ότι τη βάζει. Η καχυποψία είναι όμως δικαιολογημένη, όταν ξέρουμε πώς και γιατί κάηκαν η Πάρνηθα και η Πεντέλη, όταν ξέρουμε ότι μεταπολεμικά τη χώρα κυβέρνησαν οι εργολάβοι και εισαγωγείς αυτοκινήτων, απόγονοι στην πλειοψηφία τους των δοσίλογων και των μαυραγοριτών, και όταν ξέρουμε ότι στη χώρα δεν έχουμε παρά μια εξόχως παρασιτική και ελάχιστα παραγωγική άρχουσα τάξη. Τις περιουσίες τους τις έκαναν μεταξύ άλλων λεηλατώντας τα “δάνεια του Αγώνα”, την αμερικανική βοήθεια μετά τον πόλεμο, τις μεταπολεμικές επιδοτήσεις και τα κονδύλια της ΕΟΚ και μετά Ε.Ε. Τώρα δεν έχει απομείνει τίποτα άλλο να λεηλατήσουν στη χώρα από το φυσικό, πολιτιστικό και αισθητικό της κεφάλαιο.

Αυτός είναι ένας επιπλέον πολύ σοβαρός λόγος που χρειαζόμαστε όσο ελάχιστες άλλες χώρες κράτος, πολύ διαφορετικό βέβαια από αυτό που έχουμε και που είναι ένα απεχθές και διαλυμένο κράτος, κατασκευασμένο από τις εν πολλοίς μεταπρατικές, παρασιτικές κυρίαρχες δυνάμεις που τό ‘φτιαξαν έτσι γιατί τέτοιο κράτος χρειάζονταν. Ένα κανονικό κράτος θα ήταν εμπόδιο στη λεηλασία. Και ταυτόχρονα επεξέτειναν σε όλη την κοινωνία τη διαφθορά, το ρουσφέτι, τις αντικοινωνικές συμπεριφορές, την έλλειψη σοβαρότητας, για να μην μπορεί η ελληνική κοινωνία να απαλλαγεί από δαύτους ή τουλάχιστο να τους βάλει κάποιο χαλινάρι.

Πώς να τα κάνει αυτά όμως η κυβέρνηση ενός ανθρώπου που θα ήθελε να ιδιωτικοποιήσει ακόμα και τον αέρα που αναπνέουμε, που δεν αντιλαμβάνεται το κράτος και το περιβάλλον ως συντελεστές αλλά ως εμπόδια ανάπτυξης και ο οποίος ειδικεύεται στις “καταπληκτικές δηλώσεις” όπως αυτή που έκανε στο Ηράκλειο, λέγοντας ότι κουράστηκε να του λένε συνέχεια ότι χρειάζεται να γίνουνε προσλήψεις. Το είπε αυτό για έναν από τους εξαιρετικά σημαντικούς, τους πιο κρίσιμους τομείς και μάλιστα εν μέσω πανδημίας, το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Η κούραση όμως δεν τον εμπόδισε να προσλάβει ειδικούς φρουρούς να φυλάνε τους φοιτητές που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να εξασφαλίσουν μια μακρά περίοδο επεισοδίων στα πανεπιστήμια.

Η χρεωκοπία του ελληνικού κρατικού και πολιτικού συστήματος

Οι ευθύνες όμως δεν περιορίζονται ασφαλώς στην παρούσα κυβέρνηση και τη ΝΔ. Αφορούν στον ένα ή τον άλλο βαθμό όλο το πολιτικό και κρατικό σύστημα της χώρας.

Τα όσα είπαμε πιο πάνω για το πώς πρέπει να αντιληφθούμε την παρούσα κρίση, ως είσοδο δηλαδή σε μια εποχή που το προηγούμενο μοντέλο διακυβέρνησης και πολιτικής δεν είναι βιώσιμο, δεν έχουν γίνει κατανοητά από τις πολιτικές ηγεσίες και από την μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης, δεν έχουν μελετηθεί και πολύ περισσότερο δεν έχουν ενσωματωθεί στην κρατική και στις κομματικές πολιτικές, που δεν αποσκοπούν άλλωστε στην επίλυση προβλημάτων και τα δι’ αυτής πολιτικά κέρδη, αλλά στην καλύτερη περίπτωση στην προσέλκυση ψηφοφόρων με λόγια του αέρα, στη χειρότερη στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων και ξένων κέντρων.

Η κλιματική αλλαγή επιβάλλει επίσης την αποφασιστική εγκατάλειψη όλων των μοντέλων πολιτικής των μεταπολεμικών κυβερνήσεων που ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση της χώρας

Το ελληνικό κρατικό και πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα (τα δύο άλλωστε είναι αλληλένδετα και αποτελούν το ένα προϋπόθεση του άλλου) και απέδειξε την ανικανότητά του να αντιμετωπίσει μεγάλες πυρκαγιές και άλλες φυσικές καταστροφές πολύ πριν μας επισκεφθεί η κλιματική αλλαγή. Σε συνθήκες κλιματικής κρίσης απλώς θα παρακολουθεί κατάπληκτο τη χώρα να καταστρέφεται από τη μια μέρα στην άλλη, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα ή σχεδόν τίποτα – όπως δηλαδή τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Η κλιματική αλλαγή δεν επιβάλλει όμως μόνο την υιοθέτηση νέων πολιτικών, επιβάλλει επίσης την αποφασιστική εγκατάλειψη όλων των μοντέλων πολιτικής των μεταπολεμικών κυβερνήσεων που ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, κάτι που υποσχέθηκε και δεν έκανε ποτέ το ΠΑΣΟΚ το 1981: μια πλήρη τομή στο ίδιο το μοντέλο διακυβέρνησης. Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, το 2003 η κυβέρνηση Σημίτη ψήφισε τον νόμο για την πολιτική προστασία που περιείχε και πρόβλεψη για την κατάρτιση σχεδίου “Ξενοκράτης” για καύσωνες. Έκτοτε πέρασαν 18 χρόνια, κυβέρνησαν τρία διαφορετικά μεγάλα κόμματα και δύο συνεργαζόμενα μικρότερα και οκτώ διαφορετικοί πρωθυπουργοί. Το σχέδιο αυτό δεν καταρτίστηκε ποτέ.

Αν όλα αυτά δεν αλλάξουν τώρα και άμεσα, η Ελλάδα δεν έχει κανένα μέλλον, θα γνωρίσει, και μάλλον σύντομα, μια αλυσίδα καταστροφών και όχι μόνο στον τομέα του περιβάλλοντος.