Η παρακμή της Δύσης στον καθρέφτη της Ρωσίας

Η στάση και οι πρακτικές των δυτικών πολιτικών απέναντι στη Ρωσία δεν αποδεικνύει παρά την παρακμή της Δύσης

 

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

 

Οι πρόσφατες δηλώσεις Μπάιντεν περί Πούτιν “δολοφόνου χωρίς ψυχή” δεν konstantakopoulos-final1μας μαθαίνουν πολλά πράγματα για τη Ρωσία, μας μαθαίνουν όμως για την ίδια την Αμερική. Επιβεβαιώνουν τη βαθιά παρακμή της, όπως επίσης της Δύσης στο σύνολό της και του καπιταλισμού, ιδίως στις πιο ακραίες εκδοχές του.

Η δυτική πολιτική τάξη έχει κάνει, πολύ επιτυχώς, πλύση εγκεφάλου όχι μόνο στην κοινή γνώμη, αλλά και στον εαυτό της. Θεωρεί όντως εγκληματία τον Πούτιν. Το πραγματικό βέβαια έγκλημά του, στα μάτια της, είναι ότι ο Ρώσος πρόεδρος, όπως πιστεύει, της πήρε από τα χέρια το σκήπτρο της παντοδυναμίας που κέρδισε το 1989-91 με τη σοβιετική κατάρρευση. Ελπίζει πάντα ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα ακατανόητο “ατύχημα” που η Ιστορία τελικά θα επανορθώσει με κάποιο τρόπο, επαναφέροντας τη Ρωσία στο στάτους της μπανανίας που είχε επί Γέλτσιν.

Όσο σκέφτεται έτσι, είναι καταδικασμένη όχι μόνο να προκαλεί τη μία αποτυχία μετά την άλλη στην εξωτερική της πολιτική, αλλά και κινδυνεύει, κάποια στιγμή, να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε πλανητικών διαστάσεων καταστροφή. Η Ρωσία παραμένει, είτε αυτό αρέσει, είτε όχι στους Αμερικανούς, πυρηνική υπερδύναμη. Επιπλέον η συνεργασία της (όπως και η συνεργασία της Κίνας) είναι εντελώς απαραίτητη για να αντιμετωπισθούν όλες οι μεγάλες, υπαρξιακές απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, ως αποτέλεσμα των παραγωγικών δυνάμεων και των τεχνολογιών που ανέπτυξε μετά το 1945, ικανών, αν δεν ελεγχθούν, να τερματίσουν τη ζωή πάνω στη Γη εντός των επομένων ετών ή δεκαετιών.

Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι όχι μόνο οι επαναστάτες, αλλά όλοι σχεδόν οι μεγάλοι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές στη Δύση ακολούθησαν ή ήθελαν να ακολουθήσουν μια πολιτική ύφεσης και συνεργασίας με τη Μόσχα (Ρούζβελτ, Κέννεντι, Βρετανοί Εργατικοί, Ντε Γκωλ, Μπραντ, Πάλμε, Ανδρέας Παπανδρέου).

Αυτά βέβαια αποτελούν παρελθόν και αμφιβάλλουμε αν είναι καν γνωστά στη σημερινή αμερικανική και δυτική πολιτική τάξη. Η δυτική και ιδίως αμερικανική πολιτική τάξη και “ελίτ”, δεν κατάλαβε ποτέ ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, όσο κι αν αντανακλά ασφαλώς την κρίση του σοβιετικού “σοσιαλισμού”, δεν θα γινόταν ποτέ αν η ίδια η σοβιετική νομενκλατούρα δεν είχε αποφασίσει να προσχωρήσει και δεν είχε εμπιστευθεί τον δυτικό καπιταλισμό, τις αξίες του και τους φορείς τους, όπως π.χ. τη Θάτσερ, τον Ρήγκαν και τον Μπους, τον Τζέφρει Σακς και τον Λάρι Σάμερς, με τους δύο τελευταίους μάλιστα νάχουν βγάλει και τα λεφτουδάκια τους από την καταστροφή που προκάλεσαν. (Απόδειξη για αυτό που λέμε αποτελεί η διαφορετική εξέλιξη της Κούβας και της Κίνας).

Από που προέκυψε ο Πούτιν και η πολιτική του;

Το 1989-91 η Ρωσία ήταν η πιο φιλοδυτική και φιλοαμερικανική χώρα του κόσμου. Ήταν πιο φιλοαμερικανική και από τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εγκαινίαζε τη “νέα εποχή” θεμελιώνοντας τον ναό της, το πιο μεγάλο McDonald στον κόσμο, στην πλατεία της Μόσχας που φέρει το όνομα του μεγάλου ποιητή όχι μόνο της Ρωσίας αλλά όλης της ανθρωπότητας, του Πούσκιν (πιό καλύτερο σύμβολο από την ίδρυση αυτού του φαστφουντάδικου και τις ατέλειωτες ουρές των Μοσχοβιτών απέξω του, για την έναρξη μιας παγκόσμιας εποχής καθόδου στον Μεσαίωνα;). Ακόμα και σήμερα άλλωστε, και παρόλα όσα έχει πάθει η χώρα τους, οι Ρώσοι και ειδικά η ρωσική “ελίτ” και μεσαία τάξη παραμένουν φιλοαμερικανοί στο βάθος. Ένας από τους λόγους που ο Τραμπ ήταν τόσο δημοφιλής σε αρκετούς εκπροσώπους της ήταν το ότι ενδόμυχα πίστεψαν πως βρήκαν επιτέλους στο πρόσωπό του έναν Αμερικανό πρόεδρο που αναγνώριζε τους ίδιους και τη χώρα τους.

Η Ρωσία δεν έγινε “αντιαμερικανική”, αν και όσο έγινε, εξαιτίας της επιθυμίας ενός σκοτεινού “συνωμότη” και “εγκληματία”, όπως ο Πούτιν. Έγινε γιατί δεν της άφησε άλλο δρόμο η Δύση. Αυτή εκπαίδευσε τη Ρωσία. Με την εισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διανομής (θεραπεία-σοκ) που αποσάθρωσε την ρωσική κοινωνία, προκαλώντας τη μεγαλύτερη κοινωνική, δημογραφική και πολιτιστική καταστροφή στην ιστορία όλης της βιομηχανικής εποχής (με μερική εξαίρεση τους δύο παγκοσμίους πολέμους). Με την ενθουσιώδη αμερικανική ενθάρρυνση στον βομβαρδισμό του ρωσικού κοινοβουλίου από τον Γέλτσιν τον Οκτώβριο του 1993 (1.500 νεκροί τουλάχιστον), για να ανοίξει ο δρόμος των ρωσικών ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή της μεγαλύτερης λεηλασίας όλων των εποχών. Με τον ανελέητο βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας και την επέκταση του ΝΑΤΟ, που είχαν υποσχεθεί ότι θα μείνει στη θέση του και κοντεύει τώρα να φτάσει στα περίχωρα της Μόσχας, με τους πολέμους στη Μέση Ανατολή, με την κατάργηση όλων των συμφωνιών ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών, με το πραξικόπημα που οργάνωσαν στο Κίεβο, την συμβολική, ιδεολογική πατρίδα του ρωσικού έθνους, με την εξαπόλυση του νέου Ψυχρού Πολέμου.

Θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από το θάρρος ενός Ρούζβελτ ή ενός Κέννεντι για να αναγνωρίσουν οι σημερινοί δυτικοί πολιτικοί την πραγματικότητα. Όχι μόνο δεν το διαθέτουν, έχουν γίνει πλέον απλοί υπάλληλοι της αναδυόμενης υπερδύναμης, της αυτοκρατορίας του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου και των διαφόρων φραξιών της, ικανών να τους χειραγωγούν επιδέξια. Εκτελούν, δεν σκέφτονται. Δεν έχουν καν συνείδηση των μακροπρόθεσμων στρατηγικών συνεπειών των ενεργειών τους.

Δυτική παρακμή και δυτική αριστερά

Η στάση τους απέναντι στη Ρωσία δεν αποδεικνύει παρά την παρακμή της biden-russiaΔύσης. Στολίδι κάποτε του δυτικού πολιτισμού, σκιά σήμερα του παρελθόντος της, η γαλλική εφημερίδα Le Monde κάποτε αντιπαρέθετε στον κομμουνισμό τον Σολζενίτσιν. Τώρα δημοσιεύει άρθρα ενός ολιγάρχη όπως ο Χοντορκόφσκι, για να κάνει κριτική στη Ρωσία του Πούτιν. Οι New York Times και η Washington Post, οι δύο εφημερίδες που έσωσαν το αμερικανικό κράτος από τον εαυτό του, με όσα έγραψαν για το Βιετνάμ, ειδικεύονται τώρα στη χοντροκομμένη προπαγάνδα. Οι χιλιάδες επαγγελματίες “διανοούμενοι”, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, τηλεπερσόνες πληρώνονται για να μη σκέφτονται και για να κάνουν τους άλλους να μη σκέφτονται.

Η δυτική αριστερά, σκιά του εαυτού της, αν υποθέσουμε ότι παραμένει αριστερά, έχει εν πολλοίς ξεχάσει ότι στηρίζοντας, με διάφορες δικαιολογίες, τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές των κυβερνήσεών της, σκάβει στην πραγματικότητα το δικό της λάκκο και τον λάκκο των κοινωνικών δυνάμεων που λέει ότι εκφράζει.

Το 1914, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες δικαιολόγησαν την υποστήριξή τους στον πόλεμο του Κάιζερ, σε αντίθεση με τις αποφάσεις του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος, με το επιχείρημα της ρωσικής βαρβαρότητας. Όσοι Γάλλοι σοσιαλιστές υποστήριξαν τον πόλεμο του ’14 το έκαναν με επιχείρημα την πρωσική βαρβαρότητα. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η άνοδος του Χίτλερ είκοσι χρόνια αργότερα και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Αντίθετα, η ετοιμότητα των ευρωπαϊκών λαών μετά από αυτόν τον πόλεμο, η επιρροή της κομμουνιστικής αριστεράς στα μεγάλα αντιστασιακά κινήματα της Ευρώπης και η ακτινοβολία της ΕΣΣΔ, λόγω της νίκης του επί του φασισμού, κατέστησαν πολιτικά ανέφικτα τα σχέδια του Ντάλλες και βρετανικών κύκλων για μια αντιστροφή συμμαχιών και εξαπόλυση του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η μόνη αξιόπιστη συμμαχία που μπορεί να ανακόψει την πορεία του καπιταλισμού προς την κοινωνική αποσάθρωση και τον πόλεμο είναι η συμπόρευση των λαϊκών τάξεων της Δύσης και των θυμάτων του ιμπεριαλισμού εκτός αυτής. Αλλά πρόκειται για αντικειμενική δυνατότητα. Αν δεν βρεθούν εγκαίρως τα υποκείμενα που θα την πραγματοποιήσουν, τότε η κάθοδος στη βαρβαρότητα (κατ’ ελάχιστον) μοιάζει εξασφαλισμένη.

Είναι αλήθεια ότι η καπιταλιστική Δύση δεν φαίνεται να έχει σήμερα τα μέσα να αντισταθεί στην παρακμή της και να διατηρήσει την κυριαρχία και την ηγεμονία στον πλανήτη που κάποτε διέθετε. Έχει όμως τα μέσα, στην προσπάθεια να ανακόψει την πτώση της, να μας πάρει όλους μαζί της. Μια πληγωμένη αρκούδα είναι ένα πολύ επικίνδυνο ζώο. Για να αντιμετωπιστεί αυτός ο κίνδυνος, δεν αρκεί να γράφει κανείς πραγματείες περί της δυτικής παρακμής. Χρειάζεται και να εργάζεται πρακτικά για την έγκαιρη εμφάνιση εθνικών, περιφερειακών και παγκόσμιων εναλλακτικών απέναντι σε έναν πολιτισμό που πεθαίνει.

20 Μαρτίου 2021